Γράφει ο Παντελής Ζιαζόπουλος
Είναι πασιφανές πως τα χρόνια που διανύουμε αποτελούν μέρος της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Αν οριοθετήσουμε αδρά την 1η Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα σχετιζόμενη με τη χρήση της ατμομηχανής κυρίως στον κλάδο της υφαντουργίας, την 2η στα τέλη του 19ου αιώνα με την εφεύρεση του ηλεκτρικού ρεύματος και των εφαρμογών των παραγώγων του πετρελαίου και κατά συνέπεια τη δημιουργία μεγάλων βιομηχανιών και την 3η στα τέλη του 20ου αιώνα με την ραγδαία ανάπτυξη των κλάδων της ηλεκτρονικής και των υπολογιστών, τότε μπορούμε να πούμε πως η 4η Βιομηχανική επανάσταση έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια2. Το αντικείμενο αυτής της επανάστασης είναι η εκθετική αύξηση τεράστιων όγκων πληροφορίας (Big Data) καθώς και η διαχείριση αυτής και η διεύρυνση της αυτοματοποίησης σε μη μηχανικές εργασίες, π.χ. υπηρεσίες. Πρέπει όμως η έλευση μιας ακόμη βιομηχανικής επανάστασης, τόσο σύντομα χρονικά από την προηγούμενη, να προκαλέσει προβληματισμό ? Τι ιδιαίτερο έχει αυτή η Βιομηχανική Επανάσταση που την κάνει να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ?
Πρώτα από όλα αξίζει να αναλογιστεί κανείς τις μεταβάσεις στις θέσεις και τον τρόπο εργασίας των ανθρώπων που προέκυψαν κατά τις Βιομηχανικές Επαναστάσεις του παρελθόντος. Κατά την 1η άνθισε ο κλάδος της μεταποίησης (δευτερογενής τομέας εργασίας) με συνέπεια την απαλοιφή θέσεων εργασίας από τη γεωργία (πρωτογενής). Στην 2η δημιουρθήκαν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση θέσεων εργασίας στον κλάδο της βιομηχανίας αλλά και των τόνωση του τριτογενή τομέα εργασίας, με θέσεις όπως στελέχη διοίκησης επιχειρήσεων. Είχε προηγηθεί όμως η τρομερή μείωση θέσεων εργασίας από τον πρωτογενή τομέα, ειδικά από τη γεωργία. Τέλος, στην 3η Βιομηχανική Επανάσταση, η εφεύρεση του τρανζίστορ και μετέπειτα των υπολογιστών κατέστησε εφικτή την “αυτοματοποιημένη γραμμή συναρμολόγησης” σε πολλά εργοστάσια, οδηγώντας σε απώλεια θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα. Η περίοδος της αυτοματοποίησης όμως συνέπεσε με την μετατροπή του ελεύθερου καπιταλισμού σε έναν καπιταλισμό φραγμένο, εν μέρει, από κρατικές παρεμβάσεις και τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας, οδηγώντας έτσι στην αύξηση θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, όπως εκπαιδευτικοί, γιατροί, κ.ά. Επιπλέον, η αυτοματοποίηση είναι εκείνη που δημιούργησε πολλούς νέους κλάδους εργασίας όπως εκείνη του μηχανικού ηλεκτρονικών υπολογιστών, της ρομποτικής και πολλών άλλων. Το συμπέρασμα είναι πως σε κάθε Βιομηχανική Επανάσταση, μέχρι πρότινος, θέσεις εργασίας παλαιού τύπου χάνονταν και νέα επαγγέλματα δημιουργούνταν προς πλήρωση της ακόρεστα παραγόμενης ανεργίας.
Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δεν διαφέρει στο παραπάνω στοιχείο. Πολλές θέσεις εργασίας χάνονται. Διαδικτυακά μαθήματα, αυτόματοι τηλεφωνητές και πωλητές, μηχανές αναζήτησης πληροφοριών είναι λίγα παραδείγματα τεχνολογιών που κατάργησαν εν μία νυκτί αμέτρητες θέσεις εργασίας ανά την υφήλιο. Την ίδια στιγμή ωστόσο, οι κλάδοι της δημιουργίας λογισμικού υπολογιστών, των γνώσεων και της έρευνας σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους γνωρίζουν άνθηση και παρά την υπάρχουσα ανεργία συνεχίζουν να ακόρεστα να ζητούν επιπλέον άτομα για να καλύψουν τις ανάγκες της ενεργούς ζήτησης.
Ωστόσο το καίριο στοιχείο διαφοράς της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης συγκριτικά με τις προηγούμενες είναι η ανισορροπία μεταξύ των θέσεων ανειδίκευτης εργασίας που χάνονται και τις νεο-δημιουργηθείσες θέσεις εργασίας (υπερ-)εξειδικευμένου προσωπικού. Η πληθώρα των θέσεων εργασίας στον κλάδο της δημιουργίας υπολογιστικού λογισμικού δεν μπορεί να καλυφθεί από τον πωλητή σε κατάστημα ένδυσης που χάνει τη δουλειά του λόγω της δημιουργίας ενός διαδικτυακού παραρτήματος. Αυτή λοιπόν η κατάσταση οδηγεί σε ανεργία η οποία δεν μπορεί εύκολα και άμεσα να καλυφθεί. Όπως προφητικά είχε αναφέρει ο J.M.Keynes3 :
“…Ταλαιπωρούμεθα από μία νέα ασθένεια, της οποίας πολλοί δεν έχουν ακούσει καν το όνομα, αλλά θα την βιώσουν σθεναρά στα χρόνια που έρχονται: την «Τεχνολογική Ανεργία»!… “
αναφερόμενος στην ανεργία που οφείλεται στην ανακάλυψη μέσων εξοικονόμησης της εργασίας με ταχύτερο ρυθμό από εκείνων εξεύρεσης νέων εστιών απασχόλησης.
Ωστόσο, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως, παρόλο που το φαινόμενο της τεχνολογικής ανεργίας δεν είναι σύγχρονο αλλά πρωτοεμφανίστηκε μεταξύ 2ης και 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης, η παγκόσμια κοινωνία κατάφερε να επιβιώσει. Αυτό που δεν είναι άμεσα προφανές όμως είναι πως στις προηγούμενες επαναστάσεις το “χρονικό κόστος” της μετεκπαίδευσης του ανθρωπίνου δυναμικού που έχανε τη δουλειά που απαιτούνταν προκειμένου να μεταπηδήσει σε μία άλλη θέση εργασίας ήταν σχεδόν μηδενικό. Ο γεωργός που έχανε τη δουλειά του, δεν χρειαζόταν χρόνια εμπειρίας και ειδίκευσης για να πιάσει δουλειά σε ένα ορυχείο εξόρυξης μεταλλευματων. Ο αντιγραφέας βιβλίων που αντικαταστάθηκε από τις αυτοματοποιημένες μηχανές εκτύπωσης δεν θα βίωνε χρόνια ανεργία, μιας και του ήταν εύκολο, εν συγκρίσει με σήμερα, να μεταπηδήσει σε μία θέση γραμματέα.
Εν αντιθέση με τα παραπάνω παραδείγματα, η μετεκπαίδευση που χρειάζεται σήμερα το ανθρώπινο δυναμικό για να μεταβεί στις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από το χείμαρρο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης αυξάνεται όλο και περισσότερο, έχοντας φτάσει πλέον σε απαγορευτικά επίπεδα. Οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι μόνο επικεντρωμένες σε πολύ συγκεκριμένους κλάδους αλλά και σπανίως μπορούν να προσεγγισθούν από άτομα που δεν έχουν βασική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αν όχι μεταπτυχιακή. Αναλυτές, οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και κυρίως προγραμματιστές είναι λίγους από τους κλάδους που έχουν γνωρίσει τρομερή διεύρυνση τα τελευταία 20 χρόνια. Ταυτόχρονα όμως είναι επαγγέλματα τα οποία δίχως τουλάχιστον 4 χρόνια σχετικής εμπειρίας δεν μπορούν να προσεγγισθούν από έναν πρώην ανειδίκευτο εργαζόμενο. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά απαγορευτική την ένταξη σε αυτά τα επαγγέλματα ατόμων που μέχρι πρότινος άνηκαν σε άλλο τομέα εργασίας και πλέον έχουν χάσει τη δουλειά τους. Δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο άνεργοι οι οποίοι με το πέρασμα των χρόνων έχουν όλο και λιγότερες πιθανότητες να ανακτήσουν τον παραγωγικό τους εαυτό μέσα από μία θέση εργασίας. Η κοινωνία λοιπόν, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μεταβαίνει σε μία νέα φάση κατά την οποία οι άνθρωποι που χάνουν τις δουλειές τους έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο αντί για μακροχρόνια άνεργοι να καταλήξουν μόνιμα άνεργοι.
Βέβαια, μερικοί ουτοπιστές οραματίζονται πως βρισκόμαστε απλώς στο δρόμο για έναν κόσμο όπου οι μηχανές θα αντικαταστήσουν την εργασία δημιουργώντας μία κοινωνία αφθονίας χωρίς καθόλου εργαζόμενους. Οπότε, ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας. Ωστόσο, μία τέτοια εικόνα της κοινωνίας ξεπερνάει τα όρια της πραγματικότητας και μόνο φανταστική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από έναν μη ονειροπόλο. Μία κοινωνία δίχως ισορροπία μεταξύ ανειδίκευτων-εξειδικευμένων θέσεων εργασίας ακροβατεί στο να βρεθεί αντιμέτωπη με πρωτόγνωρα ποσοστά ανεργίας τα οποία αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους κοινωνική εξάρθρωση, αυξημένη εγκληματικότητα και περισσότερη φτώχεια1.
Βιβλιογραφία
- J. Rifkin (1996), Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Εκδόσεις Λιβάνης
- eWood (2020), Μια ιστορική αναδρομή στις 4 βιομηχανικές επαναστάσεις, Διαθέσιμο σε : ewood.gr/4η-βιομηχανική-επανάσταση-02
- Conceptonaction (2021), Τεχνολογία και Ανεργία – η “Τεχνολογική Ανεργία” , https://conceptonaction.com/i-technologiki-anergia/