Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Ιστορία και Πολιτισμός

Ότο φον Μπίσμαρκ: ο «Σιδηρούς Καγκελάριος»

Γράφει η Ναταλία Ηλιάδη

«Πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», Ότο φον Μπίσμαρκ

Ο πρώτος Πρώσος καγκελάριος, Ότο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck), υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Αν και συντηρητικός ως προς την πολιτική του κατεύθυνση και ιδεολογία, ο Μπίσμαρκ αποτελεί τον πατέρα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Η περίφημη φράση «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», η οποία του αποδόθηκε μετά το πέρας της θητείας του, εξακολουθεί να αντηχεί ως ένας διαχρονικός κανόνας και να εκφράζει έναν βαθύ ρεαλισμό ως προς τη φύση της πολιτικής, τη διαχείριση της πραγματικότητας και τη σωστή εκμετάλλευση των ευκαιριών στον χώρο της πολιτικής και της διεθνούς ηγεσίας. Η συγκεκριμένη φράση μπορεί να αποτελέσει μια εισαγωγή στην κατανόηση της δράσης και των επιτευγμάτων του Γερμανού Καγκελάριου ως προς τη γερμανική ενοποίηση και τη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής εικόνας ισχύος μέχρι και σήμερα (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 379).

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ, γεννημένος στο Σενχάουζεν της Σαξονίας το 1815, υπήρξε μια από τις πιο χαρισματικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της εποχής του. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια γαιοκτημόνων, ανέπτυξε από νωρίς έναν ρεαλιστικό και στρατηγικό τρόπο σκέψης, που καθόρισε τη δράση του στην πολιτική σκηνή. Η διαφορά στην καταγωγή των γονιών του ήταν κατάλληλη για να δικαιολογήσει τις αντιθέσεις στην ίδια του τη φύση και πολιτική ιδεολογία (Mousson-Lestang, 1986). Η εξαιρετική του δεξιότητα στη διπλωματία αποτέλεσε το έναυσμα των πολιτικών του αποφάσεων και της ικανότητας του να προσαρμόζεται στις προκλήσεις της εποχής, επιδιώκοντας πάντα την ενότητα της Γερμανίας. Ο ρόλος του ως αρχιτέκτονα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και η ικανότητά του να εξισορροπεί τις δυνάμεις εντός και εκτός συνόρων, καθιστούν τον Μπίσμαρκ πρότυπο πολιτικής στρατηγικής ηγεσίας (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 379).

Εκλογή και πρώτα χρόνια στη Βουλή

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ ανέλαβε τη πρωθυπουργία της Πρωσίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1862 με πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία μιας ισχυρής και ενοποιημένης Γερμανίας, ενώ ακολούθησε στοχευμένη εξωτερική πολιτική και στρατηγική διαχείρισης της εξουσίας. Ο νέος Πρώσος πολιτικός άνηκε στη φιλομοναρχική και συντηρητική πτέρυγα του κοινοβουλίου και διακρινόταν επανειλημμένα για τη ρητορική του δεινότητα (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 379). Ως νέος πρωθυπουργός ακολουθεί δυναμικές πολιτικές και στρέφει το ενδιαφέρον του προς την υλοποίηση του οράματος του, δηλαδή, τη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που βρισκόταν σε αντίθεση με τις πολιτικές προτεραιότητες του βασιλιά (Mousson-Lestang, 1986). Η αποφασιστικότητά του αποτυπώνεται στην περίφημη δήλωση του ότι «τα μεγάλα ζητήματα δεν λύνονται με λόγους και ψηφοφορίες, αλλά με αίμα και σίδερο», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για δυναμικές δράσεις. Αν και η συνεργασία με τον Βασιλιά Γουλιέλμο Α΄ υπήρξε δύσκολη, ο Μπίσμαρκ κατόρθωσε να προσανατολίσει τις πολιτικές του πρωτοβουλίες στην ενοποίηση της Γερμανίας και να θέσει τη χώρα στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής σκηνής (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 379).

Κομβικό σημείο της πολιτικής του Μπίσμαρκ αποτέλεσε ο Αυστρο-Πρωσικός πόλεμος ή αλλιώς «πόλεμος των επτά εβδομάδων» (14 Ιουνίου – 23 Αυγούστου 1866). Αντιμέτωπος με την αδυναμία σύναψης συμμαχίας με την Αυστρία, ο Πρώσος πολιτικός ανακοινώνει τη διάλυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας και προσπαθεί να απομακρύνει την Αυστρία από τη Γερμανική πολιτική σκηνή (Kennedy, 1988). Μέσα από έναν σύντομο αλλά καθοριστικό για το μέλλον της χώρας του πόλεμο, καταφέρνει να πετύχει μετριοπαθή ειρήνη με την Αυστρία, με τη συνθήκη του Νίκολσμπουργκ που υπεγράφη στις 26 Ιουλίου 1866 (GHDI, 1866) και να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της νότιας Γερμανίας. Τα συγκεκριμένα γεγονότα περιόρισαν την Αυστριακή επιρροή και οδήγησαν την Αυστρία στη σύναψη μιας δυαδικής μοναρχίας με την Ουγγαρία για τη δημιουργία της λεγόμενης Αυστρο-Ουγγαρίας, επιβεβαιώνοντας την ικανότητα του Μπίσμαρκ να αναδιαμορφώσει τον πολιτικό χάρτη της Κεντρικής Ευρώπης (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 380).

Ωστόσο, τα νότια γερμανικά κρατίδια της Βαυαρίας, της Βάδης και της Βυρτεμβέργης, εξακολουθούσαν να εναντιώνονται στην ιδέα της ενοποίησης με την Πρωσία. Για τον Μπίσμαρκ υπήρχαν ακόμη εκκρεμότητες (Mousson-Lestang, 1986). Πίστευε ότι η ύπαρξη ενός κοινού εχθρού και η ανάγκη συσπείρωσης της χώρας για την καταπολέμησή του ίσως ενίσχυε το συλλογικό πνεύμα της κοινωνίας, προσδίδοντάς της μια κοινή εθνική ταυτότητα,  η οποία θα συνεισέφερε στην επίλυση του προβλήματος,  δυσκολίας δημιουργίας της Γερμανικής αυτοκρατορίας. Νέος εχθρός αναδείχθηκε η Γαλλία, η οποία προσπαθούσε επανειλημμένα να συνάψει συμμαχία με τα κρατίδια της νότιας Γερμανίας. Ο πόλεμος του 1870 δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό, ως στόχος τέθηκε η διευθέτηση του ζητήματος της Γαλλίας και η αντιμετώπισή της ώστε να μην θεωρείται εμπόδιο της πολιτικής του για τη Γερμανική ενοποίηση (Kennedy, 1988). Για τον λόγο αυτό, ο Μπίσμαρκ προσάρτησε στην αυτοκρατορία του τα εδάφη της Αλσατίας και της Λοραίνης, και υποχρέωσε τη Γαλλία να υποβάλει πολεμική αποζημίωση ύψους 50.000.000.000 φράγκων. Οι όροι οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στη Συνθήκη της Φρανκφούρτης ανέδειξαν για ακόμη μια φορά την αποτελεσματική στρατηγική του για την ολοκλήρωση της ενοποίησης (Treaty of Frankfurt, 1871).

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ ήταν, πλέον, έτοιμος να δημιουργήσει τη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά, δεν κατείχε ακόμη τη συγκατάθεση ολόκληρου του γερμανικού έθνους. Πεπεισμένος ότι η ενοποίηση έπρεπε να προέλθει από τους ηγεμόνες και όχι από την Ομοσπονδιακή Βουλή, προχώρησε σε πολιτικές παραχωρήσεις με στόχο να ξεπεράσει οποιαδήποτε πολιτική αντίσταση είχε αναπτυχθεί (Mousson-Lestang, 1986). Παραδείγματος χάριν, «εξαγόρασε» την υποστήριξη του βασιλιά της Βαυαρίας προσφέροντας του υπέρογκα ποσά τα οποία προέρχονταν από τα μυστικά κονδύλια της Πρωσίας. Αυτή η στρατηγική επιρροής, σε συνδυασμό με τις διπλωματικές του κινήσεις, οδήγησε την Ομοσπονδιακή Βουλή να παρακαλέσει τον Γουλιέλμο Α΄ να δεχτεί το αυτοκρατορικό στέμμα και την ανακήρυξή του ως πρώτου αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 380).

Η ανακήρυξη της νέας γερμανικής αυτοκρατορίας

Η στέψη του βασιλιά Γουλιέλμου Α΄αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πολιτικής του Μπισμαρκ, το οποίο ήταν το αποτέλεσμα της ανακήρυξης της  Γερμανία ως ανεξάρτητο κράτος και της ανάδειξη του Μπίσμαρκ ως αδιαφιλονίκητο ήρωα του γερμανικού λαού. Στις 21 Μαρτίου του ίδιου έτους, τιμήθηκε με τον τίτλο του πρίγκιπα και διορίστηκε καγκελάριος του Β΄ Ράιχ (Burgaud, 1871). Ωστόσο, η ενοποίηση της Γερμανίας υπήρξε ιδιαίτερα αντιφατική, καθώς πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συμμετοχή του λαού της και μάλιστα, εις βάρος των Αυστριακών-Γερμανών, οι οποίοι αποκλείστηκαν από το νέο κράτος. Παρά τις αμφιλεγόμενες συνθήκες, ο Γερμανός πλέον Καγκελάριος κατάφερε να μεταμορφώσει το γερμανικό κράτος σε ένα από τα πιο σύγχρονα και φιλελεύθερα της εποχής και να αναδιαμορφώσει τις ευρωπαϊκές ισορροπίες ισχύος (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 380). Μεταξύ 1871 και 1878, απολαμβάνοντας την πολιτική στήριξη της Βουλής, προχώρησε σε σειρά σημαντικών για τη χώρα μεταρρυθμίσεων, τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος, κεντρικής τράπεζας, εμπορικού και αστικού κώδικα. Επιπλέον, η πολιτική αναδιαμόρφωση της χώρας ολοκληρώθηκε με την ίδρυση ανώτατου δικαστηρίου με έδρα τη Λειψία, προσδίδοντας της, έτσι, νομική υπόσταση (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 381).

Μετα την ήττα της Γαλλίας το 1871, ο Μπίσμαρκ έστρεψε την πολιτική του στη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη, θέτοντας νέους πολιτικούς στόχους. Αντιλαμβανόμενος την ενδεχόμενη απειλή από τη Γαλλία, σχεδίασε και εφάρμοσε το σύστημα των Τριών Συμμαχιών (1873), μια στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία και την Αυστροουγγαρία με άμεσο στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας, της ασφάλειας και την ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας στη διεθνή σκηνή (Mousson-Lestang, 1986). Μέσω αυτής της συμφωνίας, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε να προλάβει εξωτερικές απειλές, να διατηρήσει την ισορροπία ισχύος και να εξασφαλίσει οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των τριών κρατών. Ωστόσο, ήδη από το 1875 η πολιτική ισορροπία μεταξύ των συμμαχικών χωρών άρχισε να κλονίζεται, και ο Μπίσμαρκ προσπάθησε να ενισχύσει τη γερμανική επιρροή μέσω διπλωματικών χειρισμών με στόχο την αποφυγή συγκρούσεων, γεγονός το οποίο δεν επιτεύχθηκε (Kennedy, 1987). Η κρίση της Τριπλής Συμμαχίας έφτασε στο αποκορύφωμα της το 1878, με την επιβολή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου από τη Ρωσία στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τον Μπίσμαρκ να κατατάσσεται υπέρ της Αυστροουγγαρίας (Kennedy, 1988).

Με την κατάρρευση της συμμαχίας των Τριών αυτοκρατοριών, ο Γερμανός Καγκελάριος στράφηκε προς την Αυστροουγγαρία με άμεσο στόχο τη σύναψη μιας πιο σταθερής συμμαχίας για την ενίσχυση της Γερμανικής θέσης (Mousson-Lestang, 1986). Προτεραιότητά του τώρα ήταν να διασφαλίσει την ασφάλεια και τις ισχυρές σχέσεις της Γερμανίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τη Ρωσία. Στις 7 Οκτωβρίου 1879, υπογράφηκε η λεγόμενη Διπλή Συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας (Kennedy, 1987). Η συγκεκριμένη συμφωνία είχε ως στόχο την από κοινού αμυντική προάσπιση των δύο κρατών σε περίπτωση επίθεσης από τη Ρωσία και την ουδετερότητα σε περίπτωση επίθεσης από άλλη δύναμη. Ωστόσο, ο Μπίσμαρκ δεν έπαψε ποτέ να επιθυμεί τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Ρωσία (Burgaud, 1871). Η πολιτική του Μπίσμαρκ ήταν χαρακτηριστική για τον διπλωματικό του ρεαλισμό, καθώς επιδίωξε τη δημιουργία ισχυρών, αμυντικών συμφωνιών που εξασφάλιζαν τη σταθερότητα της Γερμανίας, με στρατηγικές κινήσεις όπως η ένταξη της Ιταλίας στη συμμαχία με σκοπό την εξισορρόπηση των αντιφάσεων στην περιοχή και τη διατήρηση ουδετερότητας απέναντι στη Ρωσία (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 384).

Η αποτυχία ανανέωσης της Διπλής Συμμαχίας το 1887 ώθησε τον Μπίσμαρκ να αναλάβει νέες πολιτικές πρωτοβουλίες. Με την υπογραφή μιας μυστικής συμφωνίας με τη Ρωσία, της λεγόμενης Συνθήκης Διασφάλισης, κατάφερε να απομακρύνει τη Ρωσία από τη Γαλλία, ενισχύοντας την ένταξη της Γερμανίας στην πλήρη ευρωπαϊκή ιδεολογία και διασφαλίζοντας την αποφυγή του γερμανικού απομονωτισμού (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 384). Ωστόσο, η απομάκρυνση του Μπίσμαρκ από την εξουσία το 1890, οδήγησε στην αδυναμία ανανέωσης της Συνθήκης και έδωσε την ευκαιρία στη Γαλλία και τη Ρωσία να συνάψουν νέο σύμφωνο συμμαχίας το 1894, όπως και έγινε. Παρά την κατάρρευση της συγκεκριμένης ιδέας, η Συνθήκη Διασφάλισης δεν παύει να αποτελεί μια από τις ευφυείς διπλωματικές επιτυχίες του Μπίσμαρκ για την εξασφάλιση της ειρήνης (Kennedy, 1987).

Στις 18 Μαρτίου 1890, ο Μπίσμαρκ ζητάει από τον Γουλιέλμο Β΄ με επιστολή, την παραίτησή του από τη θέση του καγκελάριου στη Βουλή. Στην επιστολή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με τον αυτοκράτορα ως προς την εξωτερική του πολιτική, και φροντίζει να δημοσιευτεί μετά τον θάνατο του (GDHI, 1866). Μαζί του παραιτείται και ο γιός του Χέρμπερτ, ο οποίος κατείχε τη θέση του υπουργού εξωτερικών υποστηρίζοντας την απόφαση του πατέρα του (Larousse Britannica, τόμος 43, σελ. 385).

Ο Ότο φον Μπίσμαρκ αποτέλεσε έναν από τους δεινότερους πηδαλιούχους, όχι μόνο της Γερμανίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Ήταν ο πρώτος πλέον χαρισματικός πολιτικός που κατάφερε να ενοποιήσει τη χώρα του δημιουργώντας τη γερμανική αυτοκρατορία, να προάγει πολιτικές με τις οποίες διατήρησε τις ισορροπίες ανάμεσα στις τότε μεγάλες δυνάμεις και να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή ειρήνη για 26 ολόκληρα χρόνια. Η εξαιρετική ικανότητά του να συνδυάζει τον ρεαλισμό με τη στρατηγική της διπλωματίας τον οδήγησε στη συνολική αλλαγή των ισορροπιών ισχύος στην τότε Ευρώπη και στη διατήρησή τους έως και σήμερα. Η υστεροφημία του έργου του και το πολιτικό κενό που άφησε με την παραίτηση του αναδεικνύουν τόσο τις αδυναμίες του διεθνούς συστήματος όσο και τη σημασία της προσωπικής του ηγεσίας σε αυτό. Ο Πρώσος πολιτικός αποτέλεσε τον μοχλό για τη δημιουργία της Ευρώπης όπως τη γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα.

Βιβλιογραφία:

  1. Larousse Britannica. (1996). Τόμος 43. Εκδόσεις Πάπυρος.
  2. Paul Kennedy. (1988). Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τόμος 1. Εκδόσεις Αξιωτέλλης.
  3. John J. Mearsheimer. (2007). Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Εκδόσεις Ποιότητα.
  4. Encyclopedia of historical treaties and alliances. (May 10, 1871). Treaty of Frankfurt. Διαθέσιμο σε: https://www.accordingtophillips.com/uploads/8/1/8/3/81833274/1871_-_treaty_of_frankfurt_2.pdf
  5. Stéphanie Burgaud. (1871). Bismarck et la proclamation du Reich. Encyclopédie d’ histoire numérique de l’ Europe. Διαθέσιμο σε : https://ehne.fr/fr/node/22250/printable/pdf
  6. Jean-Pierre Mousson-Lestang. (1986). Triplice ou Triple Alliance. Universalis. Διαθέσιμο σε: https://www.universalis.fr/encyclopedie/triplice-triple-alliance/
  7. Otto von Bismarck. (March 18, 1890). Bismarck’s Letter of Resignation. GDHI. Διαθέσιμο σε: https://ghdi.ghi-dc.org/sub_document.cfm?document_id=1859
  8. Michel Eude. (1986). Bismarck Otto Von. Universalis. Διαθέσιμο σε: https://www.universalis.fr/encyclopedie/otto-von-bismarck/5-la-fin-de-l-homme-fort/
  9. German History in Documents and Images (GHDI). (July 26, 1866). Preliminary Peace of Nikolsburg. Διαθέσιμο σε: https://germanhistorydocs.org/en/forging-an-empire-bismarckian-germany-1866-1890/ghdi:document-1846

 

Πηγή εικόνας:

Otto von Bismarck-Schönhausen (2020). Reichskanzler of Germany, 1871 – 1890, after his resignation in 1890. Wikipedia. Διαθέσιμο σε: http://bit.ly/3Ea1g0c