Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Όταν οι Γερμανοί ήταν πρόσφυγες

γράφει η Δήμητρα Λογοθέτη
Η Γερμανική προσφυγική κρίση αποτελεί ένα από τα πιο μελανά σημεία της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας που, όμως, δεν έχει λάβει της δέουσας προσοχής. Λόγος γίνεται για την περίοδο που ακολούθησε τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία ο εκπατρισμός πληθυσμών γερμανικής καταγωγής σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν πρωτοφανής ως προς το μέγεθος και τη σκληρότητα. Υπολογίζεται ότι περίπου 12-14 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, της Ανατολικής, ως επί το πλείστον, Ευρώπης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το διάστημα 1945-1950. Πρόκειται «όχι μόνο για τη μεγαλύτερη αναγκαστική μετανάστευση, αλλά, πιθανώς, για τη μεγαλύτερη ενιαία κίνηση πληθυσμού στην ανθρώπινη ιστορία», όπως αναφέρει ο καθηγητής ιστορίας R.M. Douglas στο βιβλίο του «Orderly and Humane: The Expulsion of the Germans after the Second World War.»
 
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις είχαν αποφασίσει, ήδη πριν την λήξη του πολέμου, ότι το πολωνικό έδαφος θα διευρυνόταν προς τα δυτικά και ο γερμανικός πληθυσμός των περιοχών όπου θα περνούσαν σε πολωνική κυριαρχία, θα υπόκειτο σε απέλαση. Το Δεκέμβριο του 1944 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ανήγγειλε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι οι Σύμμαχοι επρόκειτο να πραγματοποιήσουν αυτό που εμείς σήμερα θα ονομάζαμε “εθνοκάθαρση”, επικαλούμενοι τότε, μάλιστα, την ομαλοποίηση των σχέσεων των πληθυσμών των ευρωπαϊκών κρατών. Eκτός, όμως, από τον εκτοπισμό των 7-8 εκατομμυρίων Γερμανών της Ανατολής, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, Φράνκλιν Ρούσβελτ και ο Ιωσήφ Στάλιν είχαν επίσης συμφωνήσει σε μια παρόμοια «ομαλή και ανθρώπινη» απέλαση τριών εκατομμυρίων γερμανόφωνων κατοίκων της Τσεχοσλοβακίας. Το μισό εκατομμύριο Γερμανών της Ουγγαρίας, δεν είχε καλύτερη τύχη. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας επωφελήθηκαν των συνθηκών, εκτοπίζοντας τις γερμανικές μειονότητες από τα εδάφη τους, χωρίς να χρειαστούν ιδιαίτερη άδεια από τις Συμμαχικές Δυνάμεις.
 
Η απέλαση ήταν κάθε άλλο παρά «ομαλή και ανθρώπινη». Πρόσφυγες πνίγονταν σε ποτάμια κατά την προσπάθειά τους να φτάσουν σε γερμανικό έδαφος, δέχονταν επιθέσεις τόσο κλεφτών όσο και συνοριοφυλάκων, όντας εξουθενωμένοι από τις κακουχίες, την πείνα και το κρύο. Ακόμη και όταν περνούσαν τα σύνορα, δεν τους επιτρεπόταν να μετακινηθούν στο εσωτερικό της Γερμανίας, αλλά κρατούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης υπό τον έλεγχο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Η απουσία υποδομών, αλλά και σχεδίου κατανομής των πληθυσμών αυτών σε γερμανικό έδαφος καθιστούσε την προοπτική αφομοίωσής τους ακόμα πιο δύσκολη. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων παρέμεινε για χρόνια στα στρατόπεδα αυτά- πολλά εκ των οποίων είχαν λειτουργήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου ως ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης- αποτελώντας μια ιδιάζουσα ομάδα που δε γινόταν αποδεκτή από τους ημεδαπούς Γερμανούς και που συχνά είτε δε μιλούσε καθόλου γερμανικά είτε μιλούσε κάποια γερμανική διάλεκτο. Μπορεί “τα εγκλήματα των Ναζί να ήταν πολύ χειρότερα”, όπως γράφηκε στο Der Spiegel, “αλλά τα δεινά του Γερμανικού έθνους ήταν τεράστια”.
Η αντίδραση της διεθνούς κοινωνίας στην προσφυγική κρίση έλαβε τόσο νομική όσο και θεσμική μορφή. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 εξασφάλισε «… το δικαίωμα να αναζητά κανείς και να απολαμβάνει σε άλλες χώρες άσυλο από διώξεις» και απαγόρευσε την αυθαίρετη στέρηση της εθνικότητας.
Επιπλέον, η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες του 1951 καθόρισε το περιεχόμενο του όρου πρόσφυγας, χορήγησε σε αυτούς ειδικά δικαιώματα και απαγόρευσε την επαναπροώθηση ή βίαιη επιστροφή τους από χώρες καταφυγίου. Το 1943 δημιουργήθηκε η Υπηρεσία Ανακούφισης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA), η ρόλος της οποίας ήταν να βοηθήσει στον «επαναπατρισμό ή την επιστροφή» στις χώρες καταγωγής τους «εκτοπισθέντες». Το 1945 υπήρχαν στο έδαφος της Γερμανίας 227 στρατόπεδα που οργανώθηκαν από την UNRRA και 25 ακόμα στρατόπεδα στη γειτονική Αυστρία, ενώ το 1947 ο αριθμός αυτών ανερχόταν σε 726 τέτοια στρατόπεδα στο σύνολο της δυτική Ευρώπης. Περισσότερα από 6.800.000 άτομα δέχονταν περίθαλψη στις περιοχές ελέγχου των δυτικών συμμάχων και περίπου 7.000.000 στα στρατόπεδα υπό σοβιετικό έλεγχο. Μόλις στο τέλος του 1960 κατάφεραν επιτέλους να κλείσουν όλα τα προσφυγικά στρατόπεδα στην Ευρώπη.
 
Συμπερασματικά, όπως αναφέρει και ο καθηγητής R.M. Douglas «Η ιστορία των μεταπολεμικών απελάσεων δείχνει ότι δεν υπάρχει μια ομαλή και ανθρώπινη μεταφορά πληθυσμών: η βία, η σκληρότητα και η αδικία είναι εγγενή στη διαδικασία. » Παρά το ότι δεν υφίσταται σε κανένα βαθμό σύγκριση μεταξύ της απέλασης των Γερμανών και των κατά πολύ μεγαλύτερων δεινών για τα οποία ήταν υπεύθυνη η ναζιστική Γερμανία, οι μεταπολεμικές αυτές απελάσεις δεν παύουν να αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα περιστατικά μαζικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται, τέλος, για μια ανθρωπιστική κρίση την οποία αξίζει να θυμόμαστε, καθώς το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας που απολαμβάνουμε σήμερα το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες πολλών ευρωπαϊκών κρατών να εξασφαλίσουν στους πρόσφυγες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου έναν αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης.
 
 
 
Πηγές: 

  • R.M. Douglas, Orderly and Humane: The Expulsion of the Germans after the Second World War, Yale University Press, 2012