Γράφει η Λυδία Νίκα
Το Lockerbie, μία μικρή πόλη της Σκωτίας, κατέστη σημείο αναφοράς όταν, λίγες ημέρες πριν την εκπνοή του έτους 1988, ένα αεροπλάνο με προορισμό τη Νέα Υόρκη εξερράγη πάνω από τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Δυστυχώς, επρόκειτο για μία τρομοκρατική επίθεση η οποία στοίχησε τη ζωή 270 ανθρώπων. Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται μία συνοπτική περιγραφή των διαδικασιών που οδήγησαν τελικώς στην εκδίκαση της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης στην Ολλανδία, και συγκεκριμένα στο Camp Zeist, έχοντας προηγηθεί ασφαλώς και η παράθεση των πραγματικών περιστατικών. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και στο ρόλο που διαδραμάτισε όσον αφορά τα ερωτήματα που τέθηκαν για την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης του Μόντρεαλ του 1971 στο πλαίσιο της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης.
Πραγματικά περιστατικά
Στις 21 Δεκεμβρίου 1988 απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου η πτήση Pan Am 103 με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου δυστυχώς, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει. Δεν είχαν συμπληρωθεί 40 λεπτά από τη στιγμή της αναχώρησης, όταν το αεροπλάνο εξερράγη πάνω από το Lockerbie της Σκωτίας, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια τον θάνατο τόσο των 259 επιβατών και πληρώματος όσο και 11 Σκωτσέζων που βρίσκονταν στο έδαφος της περιοχής που προαναφέρθηκε, κατά τη στιγμή της έκρηξης. Ο θάνατος των 11 Σκωτσέζων οφειλόταν ασφαλώς, στα συντρίμμια του Boeing 747 που έπεσαν στο έδαφος. Επρόκειτο για μία τρομοκρατική επίθεση, και μάλιστα μία από τις πιο θανατηφόρες σε παγκόσμιο επίπεδο, μέχρι την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Κατόπιν εξονυχιστικών ερευνών που ακολούθησαν του τραγικού περιστατικού, διαπιστώθηκε, χάρη σε ένα θραύσμα που εντοπίστηκε στο έδαφος, ότι η παρούσα κατάσταση ήταν συνέπεια της έκρηξης βόμβας η οποία έχοντας κατασκευαστεί από την πλαστική εκρηκτική ύλη Semtex, είχε τοποθετηθεί μέσα σε ένα ραδιόφωνο/κασετόφωνο και το οποίο βρισκόταν μέσα σε κάποια αποσκευή. Ένα άλλο κομμάτι δε, που εντοπίστηκε σε ένα πουκάμισο, συνέβαλε στον προσδιορισμό του τύπου του χρονοδιακόπτη της βόμβας, ενώ χρήσιμες αποδείχθηκαν και οι καταχωρήσεις σε ένα ιδιωτικό ημερολόγιο.
Τελικά, βάσει των παρουσών πληροφοριών, θεωρήθηκαν ύποπτοι για την επίθεση 2 Λίβυοι πράκτορες, ο Abdelbaset Ali Mohmed al-Megrahi και ο Lamin Khalifa Fhimah, οι οποίοι τον Νοέμβριο του 1991 κατηγορήθηκαν εκ μέρους των ΗΠΑ και της Σκωτίας για την τοποθέτηση της βόμβας, ενώ 2 εβδομάδες μετά ζητήθηκε από τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία η παράδοση των υπόπτων, προκειμένου οι τελευταίοι να δικαστούν στα δικαστήρια των εν λόγω χωρών. Ένα μήνα μετά η Λιβύη επέμενε στη θέση της περί λογοδοσίας των κατηγορουμένων ενώπιον των δικαστηρίων που βρίσκονταν στο έδαφός της.
Η πορεία προς τη δίκη στο Camp Zeist
Τον Σεπτέμβριο του 1993, ο Ibrahim Legwell, ο δικηγόρος των 2 υπόπτων, αναφέρθηκε στη συμφωνία τους περί εκδίκασης της υποθέσεώς τους στην Ελβετία. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησαν επιμένοντας στη θέση τους περί εκδίκασης της υποθέσεως στις ΗΠΑ ή στη Σκωτία. Τον Ιανουάριο του 1994, η πρόταση του καθηγητή στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Robert Black και του Ibrahim Legwell περί εκδίκασης της υποθέσεως από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απορρίφθηκε εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακολούθως, 1 χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 1995, μετατοπίστηκε η ευθύνη για την τραγωδία για την οποία γίνεται λόγος εδώ, από τη Λιβύη στο Ιράν, κατόπιν δημοσιεύσεως σχετικών εγγράφων των ΗΠΑ, η εγκυρότητα των οποίων όμως, αμφισβητήθηκε αργότερα από Αμερικανούς αξιωματούχους.
Τον Δεκέμβριο του 1997, σε σχετική έκθεση του ΟΗΕ γίνεται λόγος περί του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των 2 Λίβυων υπόπτων στη Σκωτία, έχοντας προηγηθεί 1 μήνα πριν ανακοίνωση της Λιβύης μέσω της οποίας εκφράζονταν οι αμφιβολίες και πάντως όχι η ρητή αντίθεσή της επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Τον Απρίλιο του 1998, οι Λίβυοι ύποπτοι δέχθηκαν να διεξαχθεί η σχετική δίκη σε ουδέτερο κράτος, βάσει όμως της ισχύουσας νομοθεσίας στη Σκωτία όπου έλαβε χώρα το τραγικό συμβάν.
Τελικώς, 1 χρόνο μετά, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1999, κατόπιν πολύχρονων διαπραγματεύσεων, καθώς επίσης και διπλωματικών ελιγμών, ο Abdelbasset Ali Ahmed Al-Megrahi και ο Ali Amin Khalifa Fhimah, δηλαδή οι 2 κατηγορούμενοι, παραδόθηκαν από τη Λιβύη προκειμένου να δικαστούν στις Κάτω Χώρες ενώπιον μιας επιτροπής Σκοτσέζων δικαστών σε μία πρώην στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, ονόματι Camp Zeist, ενώ ταυτόχρονα οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί από τα Ηνωμένα Έθνη[1] εναντίον της Λιβύης αποσύρθηκαν.
Πράγματι, στις 3 Μαΐου 2000, ξεκίνησε η περίφημη δίκη στο Camp Zeist. Λίγους μήνες μετά, και συγκεκριμένα στις 6 Δεκεμβρίου 2000, ο πράκτορας του FBI Edward Marshman, αναφέρθηκε ενώπιον του δικαστηρίου σε μία συνέντευξη με έναν κατασκευαστή βομβών, ονόματι Marwan Khreesat ιορδανικής καταγωγής. Ο τελευταίος ομολόγησε ότι προμήθευε με εκρηκτικούς μηχανισμούς, όμοιους με αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν στην πτήση Pan Am 103 όχι Λίβυους, αλλά την παλαιστινιακή οργάνωση PFLP-GC. Ωστόσο, 1 μήνα μετά, στις 9 Ιανουαρίου 2001, οι συνήγοροι υπεράσπισης ανακοίνωσαν πως δεν θα παρουσιάζονταν περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ενώ την επόμενη ημέρα έχοντας απορριφθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί θεωριών συνομωσίας, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν προκειμένου να δικαστούν μόνο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
Τέλος, η δίκη ολοκληρώθηκε μετά από 78 ημέρες. Έχοντας δε, προηγηθεί και μία έρευνα στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκαν 15.000 συνεντεύξεις και εξετάστηκαν 180.000 αποδεικτικά στοιχεία, ο Abdelbaset Ali Mohmed al-Megrahi κρίθηκε ένοχος για τη βομβιστική επίθεση και καταδικάστηκε σε 20ετη (και στη συνέχεια 27ετη) κάθειρξη. Ο έτερος κατηγορούμενος όμως, ο Lamin Khalifa Fhimah αθωώθηκε, ενώ η κυβέρνηση της Λιβύης συμφώνησε στην καταβολή αποζημίωσης στις οικογένειες των θυμάτων. Επίσης, η έφεση που ασκήθηκε εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου το 2002 απορρίφθηκε ομόφωνα. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2009 αποφυλακίστηκε έχοντας διαγνωστεί 1 χρόνο πριν με καρκίνο και έχοντας πλέον κατά τους γιατρούς 3 μήνες ζωής. Εντούτοις, ο Abdelbaset Ali Mohmed al-Megrahi πέθανε τελικά 3 χρόνια μετά και συγκεκριμένα στις 20 Μαΐου 2012, γεγονός το οποίο ήγειρε ερωτήματα σχετικά με τις αρχικές ιατρικές διαγνώσεις.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Συμβούλιο Ασφαλείας και η Υπόθεση Lockerbie
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, αξίζει να αναφερθεί ότι στις 3 Μαρτίου 1992 κατατέθηκαν εκ μέρους της Λιβύης στη Γραμματεία του Διεθνούς Δικαστηρίου 2 ξεχωριστές αιτήσεις. Βάσει αυτών, η εν λόγω χώρα εκκινούσε διαδικασία κατά των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αναφορικά με τη διαφωνία που είχε προκύψει κατόπιν της τραγωδίας στο Lockerbie περί ερμηνείας και εφαρμογής της Σύμβασης του Μόντρεαλ της 23ης Σεπτεμβρίου 1971. Να σημειωθεί, ότι η τελευταία αφορά την καταστολή των παράνομων πράξεων που στρέφονται κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, βάσει της παρούσας Σύμβασης, το κράτος, στην επικράτεια του οποίου εντοπίζεται ο φερόμενος ως δράστης, υποχρεούται να προχωρήσει είτε στη δίωξη αυτού ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είτε στην έκδοσή του. Εφόσον δε, η Λιβύη δεν έπραξε το δεύτερο και οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν στο έδαφός της, βάσει του αρ. 5 της Σύμβασης καθιερωνόταν η δικαιοδοσία αυτής. Την ίδια στιγμή, δεν υφίστατο Συνθήκη σχετικά με την έκδοση των κατηγορουμένων μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα λαμβάνοντας υπόψη το αρ. 7 της Σύμβασης, η προαναφερόμενη χώρα να υποχρεωθεί να υποβάλλει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές με στόχο την άσκηση δίωξης.
Επίσης, σχετικά με την εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, η Λιβύη ισχυρίστηκε ότι οι 2 κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν ενώπιον των αρμόδιων αρχών προκειμένου να διωχθούν βάσει της νομοθεσίας της Λιβύης. Το δε λιβυκό Σύνταγμα δεν επέτρεπε την έκδοσή τους. Συγχρόνως, ισχυρίστηκε ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο παραβίαζαν τη Σύμβαση του Μόντρεαλ, αλλά συγχρόνως αναχαίτιζαν κάθε προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος βάσει των κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου. Τελικώς δε, η Λιβύη απευθυνόμενη στο Δικαστήριο αιτήθηκε τη λήψη προσωρινών μέτρων όσον αφορά τυχόν εξαναγκασμό εκ μέρους των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου προς την ίδια για υποβολή των κατηγορουμένων στη δικαιοδοσία δικαστηρίου εκτός Λιβύης και στην περίπτωση που θα θίγονταν τα δικαιώματά της που σχετίζονταν με την εκκίνηση των σχετικών νομικών διαδικασιών.
Εν συνεχεία, στις 31 Μαρτίου 1992 και έχοντας προηγηθεί η μη συμμόρφωση της Λιβύης προς τις υποδείξεις που περιλαμβάνονταν στο Ψήφισμα 731 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η κυβέρνηση της Λιβύης με το Ψήφισμα 748 καλείται εκ νέου σε συμμόρφωση προς το προηγηθέν Ψήφισμα, όπως επίσης και να δεσμευτεί ως προς τη διακοπή κάθε είδους τρομοκρατικής δράσης ή παροχής βοήθειας προς τρομοκρατικές ομάδες. Συγχρόνως, καλούνται και τα κράτη να απαγορεύσουν τις πτήσεις από και προς τη Λιβύη, να πάψουν να προμηθεύουν αεροσκάφη ή εξαρτήματα αεροσκαφών, όπως επίσης και να παρέχουν τεχνική υποστήριξη και υπηρεσίες συντήρησης για τα αεροσκάφη της Λιβύης, καθώς και πιστοποιήσεις αξιοπλοίας. Ακόμα, οι απαγορεύσεις αφορούν και τη δημιουργία νέων απαιτήσεων από ήδη υφιστάμενες ασφαλιστικές συμβάσεις, όπως και την παροχή νέας ασφάλισης για αεροσκάφη της Λιβύης, ενώ επεκτείνονται και σε ό, τι σχετίζεται αντιστοίχως με τα όπλα και το συναφές υλικό που δίνονται στη Λιβύη. Ταυτόχρονα, γίνεται λόγος περί μείωσης του διπλωματικού και προξενικού προσωπικού που βρίσκεται στη Λιβύη, αλλά και περί επιβολής περιορισμών και ελέγχων σε όσους παραμένουν. Τέλος, διακόπτεται η λειτουργία των γραφείων των Libyan Arab Airlines και λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να μην είναι δυνατή η είσοδος ή η απέλαση ατόμων λιβυκής υπηκοότητας στα οποία αντιστοίχως, έχει απαγορευτεί η είσοδος ή έχουν απελαθεί από άλλο κράτος εξαιτίας της εμπλοκής τους σε τρομοκρατικές ενέργειες. Στο ίδιο Ψήφισμα δε, γίνεται λόγος περί της αποφάσεως για σύσταση Επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας, αποτελούμενη από τα μέλη αυτού προκειμένου να αναληφθεί δράση αναφορικά με την εφαρμογή των επιβαλλόμενων μέτρων.
Στις 14 Απριλίου 1992 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε αναφορικά με τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί περί επιβολής προσωρινών μέτρων, ότι οι περιστάσεις δεν ήταν τέτοιες ώστε να απαιτείται η άσκηση των εξουσιών του και συνεπώς, η επιβολή αυτών των μέτρων. Εν συνεχεία, εντός καθορισμένης προθεσμίας, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλλαν τις προκαταρκτικές ενστάσεις τους, στη μεν πρώτη περίπτωση με αίτημα περί αποφάνσεως και δήλωσης εκ μέρους του Δικαστηρίου ότι στερείται δικαιοδοσίας και δεν μπορεί να ασχοληθεί με την εκδίκαση της υπόθεσης, στη δε δεύτερη, σχετικά τόσο με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όσο και για το παραδεκτό των αξιώσεων της Λιβύης. Ακολούθως, βάσει του άρθρου 79 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, η διαδικασία επί της ουσίας ανεστάλη και στις 2 περιπτώσεις.
Στις 11 Νοεμβρίου 1993 ακολούθησε η έκδοση ενός ακόμα Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας που αφορούσε το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα. Πρόκειται για το Ψήφισμα 883 βάσει του οποίου πέραν του αιτήματος συμμόρφωσης της Λιβύης με τα προηγηθέντα Ψηφίσματα, αποφασίστηκε το πάγωμα εκ μέρους των μελών των Ηνωμένων Εθνών των κεφαλαίων και των χρηματοοικονομικών πόρων της κυβέρνησης της Λιβύης που διατίθεντο στις τράπεζές τους, όπως επίσης και επιβολή εμπάργκο για τον στρατιωτικό εξοπλισμό και τον εξοπλισμό παραγωγής πετρελαίου στη Λιβύη, καθώς επίσης και απαγόρευση πτήσεων από και προς τη Λιβύη.
Η Λιβύη, κλήθηκε να υποβάλλει γραπτή δήλωση εντός της οποίας θα περιλαμβάνονταν οι παρατηρήσεις της σχετικά με τις προκαταρκτικές ενστάσεις που είχαν προβληθεί, μέχρι 22 Δεκεμβρίου 1995, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Δικαστηρίου στις 22 Σεπτεμβρίου 1995.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1998, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε 2 αποφάσεις σχετικά με τις προκαταρκτικές ενστάσεις που είχαν προβληθεί εκ μέρους των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, αντίστοιχα. Πιο αναλυτικά, απορρίφθηκαν οι ενστάσεις που αφορούσαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η ύπαρξη της οποίας επιβεβαιώθηκε βάσει του άρθρου 14 παρ. 1 της Σύμβασης του Μόντρεαλ προκειμένου να λάβει γνώση των διαφορών μεταξύ της Λιβύης και των αντιδίκων κρατών περί της ερμηνείας ή εφαρμογής της εν λόγω Σύμβασης. Όσον αφορά δε τις ενστάσεις που προβλήθηκαν και οι οποίες σχετίζονταν με το ότι οι ισχυρισμοί της Λιβύης θα καθίσταντο άνευ αντικειμένου βάσει των Ψηφισμάτων που προαναφέρθηκαν, κρίθηκε ότι αυτές δεν είχαν αποκλειστικά προκαταρκτικό χαρακτήρα.
Τελικώς, στις 9 Σεπτεμβρίου 2003, οι κυβερνήσεις της Λιβύης και του Ηνωμένου Βασιλείου από τη μία πλευρά, και της Λιβύης και των ΗΠΑ από την άλλη, με 2 επιστολές οι οποίες κοινοποιήθηκαν στο Διεθνές Δικαστήριο, γνωστοποίησαν τη συμφωνία τους περί μη συνέχισης με επιφύλαξη, της διαδικασίας. Κατόπιν τούτων, στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου εξέδωσε διαταγή περί αφαιρέσεως της εν λόγω υποθέσεως από τον σχετικό κατάλογο του Δικαστηρίου.
Συμπερασματικά, η Υπόθεση Lockerbie η οποία αφορά την έκρηξη που σημειώθηκε στην πτήση Pan Am 103 ενώ το αεροσκάφος βρισκόταν πάνω από την ομώνυμη πόλη της Σκωτίας, είχε ως συνέπεια τον θάνατο 270 ανθρώπων, όντας μία από τις σοβαρότερες τρομοκρατικές επιθέσεις που έχουν καταγραφεί. Η 2 Λίβυοι πράκτορες που θεωρήθηκαν ύποπτοι για την εν λόγω τραγωδία δικάστηκαν τελικώς στην Ολλανδία ενώπιον μιας επιτροπής Σκωτσέζων δικαστών η οποία αποφάνθηκε περί της αθωότητας του ενός. Ο δε έτερος κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε 20ετή και εν συνεχεία 27ετή κάθειρξη, η έκτιση της οποίας τελικά δεν ολοκληρώθηκε λόγω προβλημάτων υγείας. Το δε Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην προκειμένη περίπτωση, κλήθηκε να αποφανθεί επί της διαφωνίας που προέκυψε σχετικά με το ζήτημα της ερμηνείας και εφαρμογής της Σύμβασης του Μόντρεαλ του 1971 η οποία αφορά την καταστολή των παράνομων πράξεων που στρέφονται κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας. Το μόνο σίγουρο πάντως, είναι ότι ακόμα και σήμερα πολλά ερωτήματα που σχετίζονται με την εδώ εξεταζόμενη υπόθεση εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα.
Βιβλιογραφία
Ρούκουνας Εμμανουήλ (2019) Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Ηλεκτρονικές πηγές
American Society of International Law (1998) International Court of Justice Upholds its Jurisdiction in Lockerbie case. 20 Μαρτίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.asil.org/insights/volume/3/issue/3/international-court-justice-upholds-its-jurisdiction-lockerbie-cases (τελευταία πρόσβαση 27/01/2021)
American Society of International Law (2000) A preview of the Lockerbie case. 4 Μάιου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.asil.org/insights/volume/5/issue/5/preview-lockerbie-case (τελευταία πρόσβαση 21/11/2020)
Brown Derek (2001) Lockerbie trial: what happened when. The Guardian. 31 Ιανουαρίου [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.theguardian.com/uk/2001/jan/31/lockerbie.derekbrown (τελευταία πρόσβαση 21/11/2020)
Encyclopedia Britannica (2020) Abdelbaset Ali Mohmed al–Megrahi. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.britannica.com/biography/Abdelbaset-Ali-Mohmed-al-Megrahi (τελευταία πρόσβαση 04/02/2021)
Encyclopedia Britannica (2020) Pan Am flight 103. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.britannica.com/event/Pan-Am-flight-103 (τελευταία πρόσβαση 30/01/2021)
FBI Pan Am 103 [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.fbi.gov/history/famous-cases/pan-am-103-bombing (τελευταία πρόσβαση 21/11/2020)
Plachta Michael (2001) The Lockerbie Case: The Role of the Security Council in Enforcing the Principle Aut Dedere Aut Judicare. EJIL. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.ejil.org/pdfs/12/1/499.pdf (τελευταία πρόσβαση 04/02/2021)
Πρωτογενείς πηγές
Convention for the suppression of unlawful acts against the safety of civil aviation (with Final Act of the Interna tional Conference on Air Law held under the auspices of the International Civil Aviation Organization at Montreal in September 1971). [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://treaties.un.org/doc/Publication/UNTS/Volume%20974/volume-974-I-14118-English.pdf (τελευταία πρόσβαση 22/11/2020)
International Court of Justice (2003) Questions of Interpretation and Application of the 1971 Montreal Convention arising from the Aerial Incident at Lockerbie (Libyan Arab Jamahiriya v. United Kingdom). [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.icj-cij.org/en/case/89 (τελευταία πρόσβαση 27/01/2021)
United Nations Security Council Resolutions (1992) Resolution 748. 31 Μαρτίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://unscr.com/en/resolutions/doc/748 (τελευταία πρόσβαση 21/11/2020)
United Nations Security Council Resolutions (1992) Resolution 731. 21 Ιανουαρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://unscr.com/en/resolutions/doc/731 (τελευταία πρόσβαση 21/11/2020)
United Nations Security Council Resolutions (1993) Resolution 883. 11 Νοεμβρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://unscr.com/en/resolutions/883 (τελευταία πρόσβαση 27/01/2021)
[1] Βάσει των σχετικών Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.