Γράφει η Ραφαηλία-Γεωργία Στιούκη
Στις 12 Αυγούστου 2008, η Δημοκρατία της Γεωργίας προσέφυγε στο διεθνές δικαστήριο εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την παραβίαση της σύμβασης CERD, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσική Ομοσπονδία μέσω των κρατικών οργάνων της, κρατικών πρακτόρων, άλλων προσώπων και οντοτήτων που ασκούν κυβερνητική εξουσία και μέσω των αυτονομιστικών δυνάμεων της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας καθώς και άλλων παραγόντων που ενεργούν υπό την καθοδήγηση και των έλεγχο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών υποχρεώσεων της εν λόγω χώρας, οι οποίες πηγάζουν από την σύμβαση του CERD συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 2,3,4,5 και 6. Ως επιχείρημα για την δικαιοδοσία του δικαστηρίου η Γεωργία επικαλέστηκε το άρθρο 22 της σύμβασης σύμφωνα με το οποίο «κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, η οποία δεν επιλύεται με διαπραγμάτευση ή με τις διαδικασίες που προβλέπονται ρητά στην παρούσα σύμβαση, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τα μέρη της διαφοράς να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο για απόφαση εκτός εάν οι διαφωνούντες συμφωνήσουν σε άλλο τρόπο διευθέτησης».
Κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν αποκαλύπτονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψε η εν λόγω διένεξη: όταν ανεξαρτητοποιήθηκε η Γεωργία στις 9 Απριλίου 1991 και αναγνωρίστηκε ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών στις 6 Ιουλίου 1992, περιλάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας. Το Δεκέμβριο του 1993, η Γεωργία υπό την πίεση της Ρωσίας εντάχθηκε στην Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS) με την προϋπόθεση ότι η Ρωσία θα στείλει ειρηνευτικές δυνάμεις οι οποίες θα λειτουργούσαν διαμεσολαβητικά μεταξύ Γεωργίας και των αυτονομιστικών δυνάμεων Νότιας Οσσετίας και Αμπχαζίας, παρά το γεγονός πως η Ρωσία υποστήριζε υπόγεια τους αυτονομιστές.
Η διαμάχη χωρίστηκε σε τρείς φάσεις. Η πρώτη φάση διήρκησε από το 1990 έως το 1994. Το Νοέμβριο του 1990 το Περιφερειακό Δημόσιο Συμβούλιο της Νότιας Οσσετίας ζήτησε από Ανώτατο Γεωργιανό Σοβιετικό Συμβούλιο να κηρυχθεί αυτόνομο, αίτημα που απορρίφθηκε. Η Περιφέρεια μετονομάστηκε σε Σοβιετική Δημοκρατία της Νότιας Οσσετίας και προκήρυξε εκλογές το Δεκεμβρίου του 1990, τις οποίες η Γεωργία έκρινε παράνομες. Το παρόν αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της ένοπλης διαμάχης. Η Γεωργία κατηγόρησε την Ρωσία για εμπλοκή της στις εσωτερικές της υποθέσεις και απαίτησε την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων. Η Μόσχα αγνόησε την προειδοποίηση. Το 1991 πάνω από 1.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην περιοχή και περίπου 23.000 Γεωργιανοί αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη της Γεωργίας. Στις 24 Ιουνίου του 1992 οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν επίσημα μετά τη συμφωνία για τις αρχές της διευθέτησης της σύγκρουσης Γεωργίας-Οσσετίας (the “Sochi Agreement”). Βάσει αυτής, συστάθηκε η συντονισμένη ομάδα των ειρηνευτικών δυνάμεων (“JPKF”) με σκοπό την επίβλεψη της τήρησης ή μη της συμφωνίας περί λήξεως των εχθροπραξιών. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν κυρίως από φαινομενικά ουδέτερους Ρώσους ειρηνευτές, οι οποίοι υποστήριζαν τους αυτονομιστές στο αίτημά τους για ανεξαρτησία από την Γεωργία καθώς και την εισβολή της Ρωσίας τον Αύγουστο του 2008.
Την ίδια περίοδο, τον Δεκέμβριο 1991, οι αυτονομιστές της Αμπχαζίας επιδίωξαν χρησιμοποιώντας βία να αποσχιστούν. Εν μέσω των εντάσεων, η αυτοαποκαλούμενη Ανωτάτη Σοβιετική Αμπχαζία έκανε λόγο περί της αυτονομίας της στις 23 Ιουλίου 1992. Η παροχή όπλων και βασικών προμηθειών στους αυτονομιστές από τον ρωσικό στρατό τροποποίησε τον χαρακτήρα της σύγκρουσης αυτής. Ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν προ των πυλών: το αποτέλεσμα ήταν ότι οι αυτονομιστικές δυνάμεις της, με την άμεση υποστήριξη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, κατάφεραν να νικήσουν τις γεωργιανές δυνάμεις. Γεωργιανές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά βομβαρδίστηκαν τόσο από τη ρωσική αεροπορία όσο και από τα ρωσικά ναυτικά θωρηκτά από τη θάλασσα. Η Ρωσία μεσολάβησε για τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στις 3 Σεπτεμβρίου 1992 και οι δυνάμεις της Γεωργίας αποσύρθηκαν από την πόλη της Γκάγκρα. Όμως, την 1η Οκτωβρίου, οι αντάρτες της Αμπχαζίας, μαζί με τους Κοζάκους και τους Τσετσένους μισθοφόρους εισέβαλαν στην Γκάγκρα, η οποία την επόμενη ημέρα είχε πλέον καταληφθεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία χιλιάδων πολιτών και τον αναγκαστικό εκτοπισμό περισσότερων από 300.000 ανθρώπων. Με τη σύναψη της συμφωνίας περί κατάπαυσης του πυρός στις 24 Μαΐου 1994, η Γεωργία έπρεπε να διαχειριστεί την εισροή ενός αριθμού προσφύγων μεγαλυτέρου του ¼ του εκατομμυρίου. Περισσότεροι από 5.000 από τους πολίτες της είχαν δολοφονηθεί, ενώ περίπου ίσος ήταν και ο αριθμός των αγνοουμένων, οι οποίοι θεωρήθηκαν νεκροί. Τα Ηνωμένα Έθνη και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) χαρακτήρισαν επανειλημμένα τις επιθέσεις εναντίον αμάχων πληθυσμών στην Αμπχαζία ως παράδειγμα «εθνοκάθαρσης».
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε το 1994 και ολοκληρώθηκε το 1998. Αναλυτικότερα, στις 14 Μαΐου 1994, οι αυτονομιστές της Αμπχαζίας και η γεωργιανή κυβέρνηση υπέγραψαν τη συμφωνία της Μόσχας για κατάπαυση του πυρός και διαχωρισμό των δυνάμεων. Η παρούσα συμφωνία εγκρίθηκε επίσης με την απόφαση των αρχηγών κρατών του ΚΑΚ στις 22 Αυγούστου 1994 και όριζε πως οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις θα διευκολύνουν την ασφαλή επιστροφή όσων εκτοπίστηκαν λόγω την σύγκρουσης στην περιοχή. Εν αντιθέσει, η Ρωσία ακολούθησε μια πολιτική προσάρτησης των δύο περιοχών, παρέχοντας μονομερώς υπηκοότητα σε ένα ποσοστό ατόμων το οποίο υπερέβαινε το 90% του πληθυσμού στη Νότια Οσσετία, αλλά και σε περίπου 100.000 ανθρώπους στην Αμπχαζία. Η πολιτική αυτή ενισχύθηκε από μία σειρά μη εξουσιοδοτημένων επενδύσεων στην οικονομία της Νότιας Οσσετίας, συμπεριλαμβανομένων αρκετών ορυχείων μολύβδου και ψευδαργύρου. Ακολούθησε η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της «Δημοκρατίας της Νότιας Οσσετίας» και η παροχή πολιτικής στήριξης στην αυτονομιστική κυβέρνηση της. Στις 11 Ιουλίου 2004, ο πρόεδρος της Γεωργίας Σαακασβίλι δήλωσε ότι «η κρίση στη Νότια Οσσετία δεν είναι πρόβλημα μεταξύ Γεωργιανών και Οσσετών. Αυτό είναι ένα πρόβλημα μεταξύ της Γεωργίας και της Ρωσίας. » Οι Ρώσοι στρατιωτικοί δεν αποτελούσαν μόνο τη στρατιωτική ηγεσία της Νότιας Οσσετίας, αλλά και τις αστυνομικές δυνάμεις της. Στις 12 Νοεμβρίου 2006, οι αυτονομιστές διεξήγαγαν προεδρικές εκλογές, ενώ παράλληλες εκλογές πραγματοποιήθηκαν την ίδια ημέρα στα χωριά της Νότιας Οσσετίας, που δεν ελέγχονται από τους αυτονομιστές, όπου ο εκλεγμένος Σανακόγιεφ ηγήθηκε της «Ένωσης Σωτηρίας της Νότιας Οσσετίας» με ένα πλάνο πολυεθνικής συνεργασίας και οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή. Τον Ιούλιο του 2006, οι γεωργιανές δυνάμεις ανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής που περιβάλλει το φαράγγι Κοντόρι στην Άνω Αμπχαζία και στις 27 Σεπτεμβρίου 2006 σχηματίστηκε τελικώς μια ανεξάρτητη, πολυεθνική κυβέρνηση επιτρέποντας στον τοπικό γεωργιανό πληθυσμό να συμμετάσχει στις εκλογές για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια.
Η τρίτη φάση ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας τον Αύγουστο του 2008. Ειδικότερα, η Ρωσία αναγνώρισε μονομερώς τόσο τη Νότια Οσσετία όσο και την Αμπχαζία ως ανεξάρτητα κράτη. Στις 6 Μαρτίου 2008, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ανακοίνωσε τη μη τήρηση εκ μέρους αυτής της απόφασης της Κ.Α.Κ. του 1996, η οποία απαγόρευε τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού και βοήθειας στην Αμπχαζία. Ακολούθως, στις 16 Απριλίου 2008, ο Πρόεδρος Πούτιν εξέδωσε διάταγμα μέσω του οποίου εξουσιοδοτούνταν οι κρατικές υπηρεσίες της Ρωσίας να επικοινωνούν με τους de facto κυβερνητικούς φορείς της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας, ενώ καθιερωνόταν επίσης, η συνεργασία σε εμπορικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και επιστημονικούς-τεχνικούς τομείς.
Στις 29 Μαΐου 2008, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε το ψήφισμα 62/249, εκφράζοντας βαθιά ανησυχία για τις «δημογραφικές αλλαγές που προέκυψαν από τη σύγκρουση στην Αμπχαζία. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, συζητήθηκε η πιθανή ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Η απάντηση της Ρωσίας ήταν πως θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει αυτή την ένταξη. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2008, η Ρωσία παρέταξε στρατεύματα και βαρύ πυροβολικό στην Αμπχαζία. Στις 5 Ιουνίου 2008, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα στο οποίο καλούσε τη Ρωσία να αποσύρει αμέσως τα πρόσθετα στρατεύματά της στην Αμπχαζία. Τις πρωινές ώρες της 8ης Αυγούστου 2008, ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γεωργία και ξεκίνησαν αεροπορική και χερσαία επίθεση σε ολόκληρο το έδαφος της Γεωργίας. Στις 9 Αυγούστου, ρωσικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το λιμάνι Πότι της Γεωργίας που βρίσκεται ακριβώς νότια της Αμπχαζίας.
Έπειτα, στις 12 Αυγούστου 2008 η Γεωργία υπέβαλλε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο κατά της Ρωσίας. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ρωσία προέβαλε ενστάσεις ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ότι, κατά συνέπεια, με διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2009, σημειώνοντας ότι η διαδικασία επί της ουσίας είχε ανασταλεί, όρισε την 1η Απριλίου 2010 ως προθεσμία για την παρουσίαση εγγράφως των παρατηρήσεων και των καταθέσεων της Γεωργίας σχετικά με τις ενστάσεις της Ρωσίας.
Η Ρωσία προέβαλε τέσσερις ενστάσεις για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 22 του CERD. Σύμφωνα με την πρώτη, δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των ημερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή του CERD κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησής της από τη Γεωργία. Στη δεύτερη, υποστήριζε ότι οι διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 22 του CERD για προσφυγή στο Δικαστήριο δεν πληρούνται. Στη δε τρίτη, υποστήριζε πως η κατά τη Γεωργία χαρακτηριζόμενη παράνομη συμπεριφορά της εκδηλώθηκε εκτός της επικράτειάς της και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας (ratione loci) για να εξετάσει την υπόθεση. Τέλος, με την τέταρτη ένσταση ισχυρίζεται πως οποιαδήποτε δικαιοδοσία μπορεί να έχει το Δικαστήριο, περιορίζεται στα γεγονότα (ratione temporis) που συνέβησαν μετά την έναρξη ισχύος της CERD, δηλαδή στις 2 Ιουλίου 1999.
Το Δικαστήριο περιορίστηκε σε επίσημα έγγραφα και δηλώσεις, και τα διάδικα μέρη διέκριναν μεταξύ αφ’ ενός όσων εκδόθηκαν πριν από την ένοπλη σύγκρουση, η οποία ξεκίνησε στις 8 Αυγούστου 2008, αφ’ ετέρου δε όσων εκδόθηκαν το επόμενο διάστημα έως και την ημέρα υποβολής της αίτησης, ήτοι έως τις 12 Αυγούστου. Επίσης, το Δικαστήριο εξέτασε τις συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν τη δεκαετία του 1990 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που εγκρίθηκαν από τη δεκαετία του 1990 έως τις αρχές του 2008. Αρχικά το Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, μια συμφωνία που είχε συναφθεί σχετικά με τις αρχές επίλυσης της σύγκρουσης Γεωργίας-Οσσετίας (the Sochi Agreement.) Επίσης, παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τις συνεδριάσεις και αποφάσεις της Μικτής Επιτροπής Ελέγχου. Έπειτα, αναφέρθηκε στη Συμφωνία της Μόσχας που υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1992. Αργότερα, στις 9 Ιουλίου 1993, το Συμβούλιο Ασφαλείας ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για αποστολή στρατιωτικού παρατηρητή σε περίπτωση κατάπαυσης του πυρός μεταξύ της κυβέρνησης της Γεωργίας και των αρχών της Αμπχαζίας (απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας 849 (1993)). Η συμφωνία υπεγράφη στις 27 Ιουλίου 1993 με τη διαμεσολάβηση του Υφυπουργού Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και ιδρύθηκε η κοινή επιτροπή. Τα μέρη θεώρησαν απαραίτητο να προσκαλέσουν διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις στις ζώνες συγκρούσεων. Η αποστολή παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών στη Γεωργία (UNOMIG) συστάθηκε με το ψήφισμα 858 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 24 Αυγούστου 1993. Το Δικαστήριο επανεξέτασε και άλλες σχετικές συμφωνίες και ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας (συμπεριλαμβανομένων των ψηφισμάτων 876 (1993), 934 (1994), 901 ( 1994), 937 (1994) και 1036 (1996)) καθώς και διαπραγματεύσεις μεταξύ των πλευρών της Γεωργίας και της Αμπχαζίας, που πραγματοποιήθηκαν στη Γενεύη από τις 30 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου 1993, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, με τη Ρωσική Ομοσπονδία ως διαμεσολαβητή και εκπρόσωπος του CSCE, γνωστές ως «διαδικασία της Γενεύης»( Geneva process).
Το Δικαστήριο εξέτασε τα έγγραφα που εκδόθηκαν και επικαλέστηκε πριν από τις 2 Ιουλίου 1999 η Γεωργία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένα από αυτά δεν παρέχει κάποια βάση προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη διαφοράς σχετικά με τις φυλετικές διακρίσεις έως τον Ιούλιο του 1999. Όσον αφορά τα έγγραφα από την περίοδο της Σύμβασης CERD μέχρι τον Αύγουστο του 2008, θεώρησε σκόπιμο, να εξετάσει ως ομάδα τις εκθέσεις που υπέβαλαν μετά το 1999 τα δύο μέρη σε επιτροπές παρακολούθησης των συνθηκών. Αυτές οι εκθέσεις σχετίζονται με το CERD, τη Διεθνή Σύμβαση για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR), τη Διεθνή Σύμβαση για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και τη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρών, απάνθρωπων ή εξευτελιστικών μεταχείρισης ή τιμωρίας (CAT). Κατόπιν, συνέχισε την ανάλυσή του ως προς τα έγγραφα και τις δηλώσεις από την υπό εξέταση περίοδο, όπως το ψήφισμα 1393 (2002) του Συμβουλίου Ασφαλείας, έγγραφα σχετικά με την έκβαση συνεδριάσεων υψηλού επιπέδου μεταξύ εκπροσώπων των μερών, και θέσεις και επιχειρήματα που διατυπώθηκαν, καθώς και ορισμένα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν από το γεωργιανό κοινοβούλιο και διαβιβάστηκαν στον Γενικό Γραμματέα από τον μόνιμο εκπρόσωπο της Γεωργίας, συμπεριλαμβανομένου ενός ψηφίσματος της 11ης Οκτωβρίου 2005. Όσον αφορά το τελευταίο κοινοβουλευτικό ψήφισμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αναφέρθηκε σε επιστολή στις 27 Οκτωβρίου 2005 από τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Γεωργίας στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτή η επιστολή δεν περιείχε καμία έγκριση του κοινοβουλευτικού ψηφίσματος. Το δε Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είναι σε θέση να εξετάσει στην επιστολή οποιονδήποτε ισχυρισμό κατά της Ρωσίας από την κυβέρνηση της Γεωργίας για παραβίαση υποχρεώσεων βάσει του CERD. Συνεπώς, με βάση την επανεξέταση των εγγράφων και των δηλώσεων των μερών μεταξύ 1999 και Ιουλίου 2008, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν προέκυψε νομική διαφορά μεταξύ της Γεωργίας και της Ρωσίας κατά την περίοδο αυτή όσον αφορά τη συμμόρφωση της Ρωσίας με τις υποχρεώσεις της βάσει του CERD.
Όσον αφορά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις αρχές Αυγούστου 2008, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι πολίτες σε περιοχές που επλήγησαν άμεσα από τη συνεχιζόμενη στρατιωτική σύγκρουση προσπάθησαν να φύγουν, οι Γεωργιανοί σε άλλες περιοχές της Γεωργίας και οι Οσσέτιοι στη Ρωσία. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανταλλαγές εκπροσώπων μεταξύ της Γεωργίας και της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 10 Αυγούστου 2008, οι ισχυρισμοί του προέδρου της Γεωργίας στις 9 και 11 Αυγούστου και η απάντηση στις 12 Αυγούστου από τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας απέδειξαν ότι από εκείνη την ημέρα, κατά την οποία η Γεωργία υπέβαλε την αίτησή της, υπήρχε διαφορά μεταξύ της Γεωργίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας σχετικά με τη συμμόρφωση της τελευταίας με τις υποχρεώσεις της βάσει του CERD, (όπως ισχυρίστηκε η Γεωργία στην παρούσα υπόθεση.) Επομένως, απορρίφθηκε η πρώτη προκαταρκτική ένσταση της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη ένσταση, επικαλούμενο το άρθρο 22 του CERD, που αφορά τις περιπτώσεις αδυναμίας επίλυσης διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων ή κάποιας από τις σε αυτό αναφερόμενες διαδικασίες, με την αιτιολογία ότι στην υπό κρίσιν περίπτωση δεν πληρούνται οι απαιτούμενοι από τη Σύμβαση όροι. Αποκαλύφθηκε λοιπόν, ότι η προϋπόθεση των διαπραγματεύσεων πληρούται μόνο σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων ή όταν αυτές έχουν καταστεί μάταιες ή έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο με μεγάλη ελαστικότητα προσέγγισε τον ορισμό της έννοιας της διαπραγμάτευσης, καθώς ως τέτοια αναγνώρισε τη «διπλωματία μέσω διάσκεψης ή κοινοβουλευτική διπλωματία». Ύστερα, εξέτασε εάν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν πραγματοποιήσει διαπραγματεύσεις για θέματα που αφορούν την εφαρμογή του CERD. Εκεί διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε καμία προσπάθεια ούτε από τη Ρωσία ούτε από τη Γεωργία για διαπραγμάτευση, ιδίως κατά το διάστημα από τις 9 έως τις 12 Αυγούστου 2008. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του CERD και κατ’ επέκταση δεν μπορούσε να αποτελέσει αυτό πηγή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μην υπεισέλθει στην εξέταση περαιτέρω ζητημάτων.
Ακολούθως, το Δικαστήριο πρότεινε τα ακόλουθα προσωρινά μέτρα: Και τα δύο μέρη, εντός της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας και των παρακείμενων περιοχών στη Γεωργία, πρέπει να
(1) απέχουν από οποιαδήποτε πράξη φυλετικής διάκρισης κατά προσώπων, ομάδων προσώπων ή ιδρυμάτων ·
(2) απέχουν από τη χορηγία, την υπεράσπιση ή την υποστήριξη οποιασδήποτε μορφής φυλετικών διακρίσεων από οποιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό ·
(3) πράξουν ό, τι, όποτε και όπου είναι δυνατόν, για να διασφαλίσουν, χωρίς διάκριση ως προς την εθνική ή εθνοτική καταγωγή:
(i) την ασφάλεια προσώπων ·
(ii) το δικαίωμα των ατόμων στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή εντός του κράτους ·
(iii) την προστασία της περιουσίας των εκτοπισθέντων και των προσφύγων ·
(4) προβούν στις απαραίτητες πράξεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες αρχές και τα δημόσια ιδρύματα που βρίσκονται υπό τον έλεγχο ή την επιρροή τους δεν εμπλέκονται σε πράξεις φυλετικής διάκρισης κατά προσώπων, ομάδων προσώπων ή ιδρυμάτων.
Επιπροσθέτως, και τα δύο μέρη (Γεωργία-Ρωσία), πρέπει να διευκολύνουν και σε καμία περίπτωση να μην παρεμποδίσουν την ανθρωπιστική βοήθεια η οποία συμβάλλει στην προάσπιση των δικαιωμάτων του τοπικού πληθυσμού βάσει της Διεθνούς Σύμβασης. Τέλος, κάθε μέρος πρέπει να αποφεύγει οποιαδήποτε ενέργεια ενδέχεται να θίξει τα δικαιώματα του άλλου μέρους σε σχέση με τυχόν απόφαση η οποία δύναται να εκδοθεί από το Δικαστήριο αναφορικά με την εδώ εξεταζόμενη υπόθεση ή που ενδέχεται να διευρύνει, να επιδεινώσει ή να καταστήσει δυσκολότερη την επίλυση της διαφοράς.
Τέλος, στην παρούσα υπόθεση, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην καταπάτηση από την πλευρά της Ρωσίας, των ειρηνευτικών συμφωνιών και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Γεωργίας. Παρατηρείται λοιπόν μία απαξίωση ως προς δύο πολύ σημαντικές αρχές του διεθνούς δικαίου: η μεν πρώτη είναι η αρχή της καλής πίστης, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο σεβασμός των ορίων της κυριαρχίας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων ενός κράτους και των πολιτών της. Η δε δεύτερη είναι η αρχή της τήρησης των συμφωνηθέντων (pacta sunt servanda), η παλαιότερη αρχή του διεθνούς δικαίου, αποτύπωση της οποίας αποτελεί και το άρθρο 26 της Σύμβασης του 1969 και η οποία πρέπει να τηρείται από όλα τα μέρη των εκάστοτε διεθνών συμφωνιών. Η εν λόγω αρχή τονίζει, άλλωστε, το αυτονόητο, ότι τα κράτη οφείλουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, υπηρετώντας την αρχή της καλής πίστης, άλλως δεν συντρέχει λόγος να συνάπτουν τέτοιες συμφωνίες μεταξύ τους.
Κλείνοντας, η Ρωσία ολοκλήρωσε ως επί το πλείστον τη διαδικασία απόσυρσης στρατευμάτων από αδιαμφισβήτητα τμήματα της Γεωργίας στις 8 Οκτωβρίου. Ο πόλεμος είχε ως συνέπεια τον εκτοπισμό 192.000 ανθρώπων και ενώ πολλοί επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά τον πόλεμο, 20.272 άνθρωποι κυρίως γεωργιανής υπηκοότητας, παρέμειναν εκτοπισμένοι από το 2014. Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των 2 κρατών διακόπηκαν και υπήρξε μία μεγάλη κρίση που οδήγησε μέχρι και σε εμπάργκο της Ρωσίας προς τη Γεωργία το 2019. Στο εγγύς μέλλον, αναμένεται ότι οι δύο χώρες θα συνεργαστούν με στόχο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η δε πολιτική ομαλοποίησης θα συνεχιστεί στον οικονομικό και ανθρωπιστικό τομέα, αλλά δεν θα προχωρήσει περαιτέρω.
Βιβλιογραφία
- Icj-cij.org. 2020. Latest Developments | Application of The International Convention On The Elimination Of All Forms Of Racial Discrimination (Georgia V. Russian Federation) | International Court Of Justice. [online] Available at: <https://www.icj-cij.org/en/case/140>.
- Shaw, M., 2008. International Law. 6th ed. CAMBRIDGE UNIVERSITY PRESS.
- Web.archive.org. 2020. Ministry Of Foreign Affairs Of Georgia – News. [online] Available at: <https://web.archive.org/web/20080828030139/http://www.mfa.gov.ge/index.php?lang_id=ENG&sec_id=461&info_id=7496>
- Cornell, S., 2015. The Guns Of August 2008. London: Routlege.
- Koiava, R., 2018. Georgian-Russian Relations: Past, Present & Future – Emerging Europe. [online] Emerging Europe. Available at: <https://emerging-europe.com/georgia-2017/georgian-russian-relations-past-present-future/>.