Γράφει η Χρυσάνθη Ραυτοπούλου
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η ταυτόχρονη αναβίωση του εθνικισμού στην Ανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποτέλεσαν ορόσημα για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι συγκεκριμένες διεθνείς εξελίξεις σε συνδυασμό με μία περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών και συγκρούσεων, είχαν αρνητικό αντίκτυπο για τη χώρα. Συγκεκριμένα, τα δυσεπίλυτα πολιτικά προβλήματα είχαν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα σφοδρών διακρατικών πολέμων που σταδιακά οδήγησαν τη χώρα σε διάσπαση. Οι σοβαρές παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου που διαπράχθηκαν στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας από το 1991 έδωσαν το έναυσμα για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia – ICTY), με πρώτη εκδικαζόμενη υπόθεση αυτή του Duško Tadić, Σερβο-Βόσνιου πολιτικού και πρώην ηγέτη του Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος (Serb Democratic Party – SDS) στο Kozarac. Η Υπόθεση Tadić συνιστά το αποτέλεσμα μίας εμπεριστατωμένης και σχολαστικής έρευνας πληθώρας μαρτυριών και γραπτών αποδεικτικών στοιχείων αλλά και σημείο αναφοράς καθώς αντικατοπτρίζει μια λεπτομερή διερεύνηση νομικών ζητημάτων που τέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον ενός Δικαστηρίου.
Το αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Ιδρύθηκε και λειτούργησε στη Χάγη από το 1993 έως το 2017 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ύστερα από πρωτοβουλία του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ήταν υπεύθυνο για την εκδίκαση των εγκλημάτων πολέμου που έλαβαν χώρα στην Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Tadić δικάστηκε για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που βρίσκονταν υπό σερβική διοίκηση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Η χρονική περίοδος κατά την οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα της Υπόθεσης Tadić τοποθετείται στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το 1991. Μέχρι τότε στη χώρα υπήρχε καθεστώς κοινής διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα της μικτής εθνοτικής σύνθεσης η οποία χαρακτηριζόταν από την πληθυσμιακή υπεροχή των Βόσνιων Μουσουλμάνων (43%), των Σερβο-Βόσνιων (33%) και των Βόσνιων-Κροατών (17%). Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η γεωγραφική θέση της χώρας η οποία με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση πίεσης από την Σερβία και την Κροατία, οι οποίες προσπαθούσαν να διεκδικήσουν μεγάλα κομμάτια της επικράτειάς της. Στην πραγματικότητα όμως οι ηγέτες της Κροατίας και της Σερβίας σε μυστική συνάντηση τους το 1991, είχαν ήδη αποφασίσει για το μέλλον της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, σχεδιάζοντας τον διαχωρισμό της και αφήνοντας ένα μικρό θύλακα για τους Μουσουλμάνους. Ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 1992, διεξήχθη δημοψήφισμα, στο οποίο περισσότερο από το 60% των Βοσνίων πολιτών ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας. Η αντίδραση των Σερβο-Βόσνιων ήταν αστραπιαία. Τον Απρίλιο του 1992, οι Σέρβοι της Βοσνίας εξεγέρθηκαν με την υποστήριξη του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού και της Σερβίας, δηλώνοντας ότι τα εδάφη υπό τον έλεγχό τους είναι Σερβική δημοκρατία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Λόγω της συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής και μιας συστηματικής εκστρατείας δίωξης των μη Σέρβων, σύντομα διεκδικούσαν τον έλεγχο σε ποσοστό πάνω από το 60% της επικράτειας της χώρας.
Τον ίδιο μήνα, στις 30 Απριλίου 1992, το σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα (SDS) κατέλαβε την πόλη Prijedor, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Εκείνη την περίοδο ο Tadić ήταν Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου του Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος στο Kozarac, που δέχθηκε επίθεση στις 24 Μαΐου 1992. Ο τραγικός απολογισμός της εν λόγω επίθεσης ήταν η δολοφονία περίπου 800 πολιτών και η απομάκρυνση των μη Σέρβων από την πόλη, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής ξυλοκοπήθηκαν, ληστεύθηκαν και δολοφονήθηκαν από τις σερβικές δυνάμεις. Μετά την κατάληψη του Prijedor και των γύρω περιοχών, οι σερβικές δυνάμεις συγκέντρωσαν τους μη Σέρβους πολίτες σε τρία μεγάλα στρατόπεδα φυλακών – όλα πλησίον του Prijedor στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – τα στρατόπεδα Omarska, Keraterm και Trnopolje. Όσοι συνελήφθησαν υπέστησαν ξυλοδαρμούς, σεξουαλικές επιθέσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις, ψυχολογική κακοποίηση και κρατήθηκαν σε υπερπλήρεις αίθουσες υπό ανθυγιεινές συνθήκες.
Τον Φεβρουάριο του 1994, ο Tadić συνελήφθη στο Μόναχο και μεταφέρθηκε στη Χάγη. Το κατηγορητήριο κατατέθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και η δίκη άρχισε στις 7 Μαΐου 1996. Αντιμετώπισε δώδεκα κατηγορίες εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, δώδεκα κατηγορίες σοβαρών παραβιάσεων των Συμβάσεων της Γενεύης και δέκα παραβιάσεις των εθίμων του πολέμου. Κατά την αρχική του ομολογία στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 1995 δήλωσε ότι δεν ήταν ένοχος. Οι κατηγορίες που του απευθύνθηκαν αφορούσαν, πιο αναλυτικά, τη συμμετοχή με τις σερβικές δυνάμεις στην επίθεση και την μαζική δολοφονία Βοσνίων μουσουλμάνων καθώς και την καταστροφή βοσνιο-κροατικών κατοικημένων περιοχών στην περιοχή Kozarac, τη φυλάκιση Μουσουλμάνων και Κροατών στα στρατόπεδα Omarska, Keraterm και Trnopolje, την απέλαση Μουσουλμάνων και Κροατών από τον δήμο Prijedor και τη συμμετοχή σε δολοφονίες, βασανιστήρια, σεξουαλικές επιθέσεις και σωματική και ψυχολογική κακοποίηση Μουσουλμάνων και Κροατών εντός και εκτός των καταυλισμών. Η βάση των κατηγοριών, στις οποίες στηρίχθηκε η εισαγγελία ήταν η ατομική ποινική ευθύνη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για πράξεις δίωξης, απέλασης, περιορισμού, βιασμού, δολοφονίας, για βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, σκόπιμη θανάτωση και σκόπιμη πρόκληση σοβαρού τραυματισμού στο σώμα ή την υγεία και παραβίαση των νόμων ή των εθίμων του πολέμου με σκληρή μεταχείριση και δολοφονία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού του Δικαστηρίου.
Στις 14 Ιουλίου 1997, το Δικαστήριο με απόφασή του, έκρινε ένοχο τον Tadić καταδικάζοντάς τον για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για διώξεις και απάνθρωπες πράξεις και παραβιάσεις των νόμων ή των εθίμων του πολέμου, επιβάλλοντας του ποινή 20ετούς κάθειρξης. Η ετυμηγορία απαρτίζονταν από ένα πολυσέλιδο έγγραφο, που ανέρχονταν σε 301 σελίδες, με μία ξεχωριστή και διαφορετική γνωμοδότηση 19 σελίδων και επιπλέον 30 σελίδες παραρτημάτων (το κατηγορητήριο, ένας χάρτης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, φωτογραφίες του στρατοπέδου της Omarska, φωτογραφίες από τα στρατόπεδα Keraterm και Trnopolje κ.α.). Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της εξάμηνης δίκης κλήθηκαν 125 μάρτυρες και δόθηκαν προς εξέταση 473 εκθέματα. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η λήψη προστατευτικών μέτρων για αρκετούς μάρτυρες, όπως η ανωνυμία, η υποβολή αποδεικτικών στοιχείων από μια αίθουσα χωριστή από εκείνη του δικαστηρίου και η παραμόρφωση των φωνών και των εικόνων, που όμως δημιούργησαν διχογνωμία στο δικαστικό σώμα καθώς όπως διαμαρτυρήθηκε ένας εκ των δικαστών, ήταν αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορούσαν να βασιστούν σε μία μαρτυρία ενός προσώπου που ισοδυναμούσε με μια «αποσυναρμολογημένη και παραμορφωμένη φωνή που μεταδόθηκε με ηλεκτρονικά μέσα».
Ωστόσο, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο Εισαγγελέας άσκησαν έφεση στην απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως, όπως ήταν αναμενόμενο, αφιερώθηκε σημαντικό χρονικό διάστημα για την επανέναρξη διαδικασιών εύρεσης πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, ενώ ύστερα από σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου δόθηκε δυνατότητα παράτασης του χρονικού ορίου τους.
Τελικά, το 1999 η έφεση του Tadić απορρίφθηκε. Ένας από τους λόγους άσκησης εφέσεως ήταν η αμφισβήτηση της νομιμότητας άσκησης δικαιοδοσίας από το δικαστήριο. Ο Tadić υποστήριξε ότι το τελευταίο δημιουργήθηκε παράνομα μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, στηρίζοντας το επιχείρημά του στο διαχωρισμό των εξουσιών. Ουσιαστικά υποστήριξε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν το εκτελεστικό τμήμα των κυβερνήσεων και ως εκ τούτου δεν είχε την δικαιοδοσία να δημιουργήσει δικαστικό όργανο. Αυτό το επιχείρημα ανάγκασε το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν έχει σχηματιστεί νόμιμα. Ύστερα από μακροσκελή ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ένα δικαστήριο, σε διεθνές πλαίσιο, οφείλει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του εντός των ορίων του συμβουλίου που το συγκροτεί και δεν έχει την εξουσία να κρίνει την «εγκυρότητα της σύστασης του από το Συμβούλιο Ασφαλείας». Η ανάλυση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι τα κριτήρια για την ίδρυση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου περιλαμβάνουν τη σύσταση σύμφωνα με τα κατάλληλα διεθνή πρότυπα, την παροχή εγγυήσεων αμεροληψίας και δικαιοσύνης, πάντοτε σε πλήρη συμμόρφωση με τα διεθνώς αναγνωρισμένα μέσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως εκ τούτου, η δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου όπως αυτού που ανέλαβε την εκδίκαση της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης, δύναται να υπερισχύει έναντι αυτής αντίστοιχα των εθνικών δικαστηρίων.
Στη συνέχεια, η έφεση της Εισαγγελίας έγινε δεκτή οδηγώντας το Τμήμα Εφέσεων σε σημαντικές διαπιστώσεις. Αρχικά, αποδείχθηκε σοβαρή παραβίαση του καθεστώτος των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 καθώς όπως διαπιστώθηκε υπήρξε διεθνής ένοπλη σύγκρουση, όπως επίσης και ότι το Δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε πως ορισμένα θύματα δεν ήταν προστατευόμενα πρόσωπα βάσει της τέταρτης σύμβασης της Γενεύης. Το Δικαστήριο κατέληξε επίσης στο ότι μια πράξη που ερείδεται σε καθαρά προσωπικά κίνητρα μπορεί να συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σύμφωνα με το δόγμα του κοινού σκοπού. Το Τμήμα Εφέσεων έκρινε ένοχο τον Tadić επιρρίπτοντας σε αυτόν 9 επιπλέον κατηγορίες για τις οποίες είχε αθωωθεί, δηλαδή για σοβαρές παραβιάσεις όπως απάνθρωπη μεταχείριση, σκόπιμη πρόκληση σοβαρού τραυματισμού, σκόπιμη δολοφονία ενώ τροποποίησε την καταδικαστική του ποινή σε 25 χρόνια κάθειρξη η οποία μειώθηκε το 2000 στα 20 χρόνια.
Τελικώς, ο Tadić παρέμεινε στη Χάγη έως τον Σεπτέμβριο του 2000, από όπου μεταφέρθηκε σε φυλακή στο Μόναχο της Γερμανίας. Ακολούθως, έχοντας εκτίσει τα 2/3 της ποινής του, αποφυλακίστηκε στις 17 Ιουλίου 2008 και έκτοτε ζει στη Σερβία.
Η εν λόγω υπόθεση, όπως και οι μετέπειτα εκδικαζόμενες από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία μεταμόρφωσαν το τοπίο του ανθρωπιστικού δικαίου, προσφέροντας στα θύματα δικαίωση καθώς οι ένοχοι που έφεραν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν, λογοδότησαν. Η δικαστική απόφαση επί της υποθέσεως Tadić συνέβαλε στην ανάπτυξη του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ιδίως στις περιπτώσεις των εσωτερικών ένοπλων συγκρούσεων, όπου οι εκάστοτε παραβιάσεις είναι στο εξής δυνατόν να οδηγήσουν σε ατομική ποινική ευθύνη. Μεταξύ άλλων, στην υπόθεση αυτή καταγράφηκε η πρώτη δίωξη για σεξουαλική βία ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σε ένα διεθνές δικαστήριο. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι πλέον αναγνωρίζεται η δυνατότητα της διεθνούς κοινότητας να δικάζει τέτοιου είδους εγκλήματα παγκόσμιου χαρακτήρα, δίχως τα σύνορα να λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, υπερβαίνοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών με γνώμονα την προάσπιση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Πηγές:
Βιβλιογραφική:
Ραυτόπουλος Ευ. (2014), Διαδρομή, Θεωρία και Γλώσσα του Διεθνούς Δικαίου: «Αντικειμενισμός» ή Διεθνές Κοινό Συμφέρον;, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη
Διαδικτυακές:
International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia | United Nations International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia (2020). Διαθέσιμο στο: https://www.icty.org/en.
International Justice Resource Center (2020) Ijrcenter.org. Διαθέσιμο στο: https://ijrcenter.org/international-criminal-law/icty/case-summaries/tadic/.
Warbrick, Colin, and Peter Rowe. “The International Criminal Tribunal for Yugoslavia: The Decision of the Appeals Chamber on the Interlocutory Appeal on Jurisdiction in the Tadic Case.” The International and Comparative Law Quarterly, vol. 45, no. 3, 1996, pp. 691–701. JSTOR, Διαθέσιμο στο: www.jstor.org/stable/760689.
Prosecutor v. Tadic – Case Brief for Law Students | Casebriefs (2020). Διαθέσιμο στο: https://www.casebriefs.com/blog/law/international-law/international-law-keyed-to-damrosche/chapter-4/prosecutor-v-tadic/
ICTY, The Prosecutor v. Tadić | How does law protect in war? – Online casebook (2020). Διαθέσιμο στο: https://casebook.icrc.org/case-study/icty-prosecutor-v-tadic.
Alvarez, Jose E. “Rush to Closure: Lessons of the Tadić Judgment.” Michigan Law Review, vol. 96, no. 7, 1998, pp. 2031–2112. JSTOR, Διαθέσιμο στο: www.jstor.org/stable/1290059.
The future of international justice (2017). Διαθέσιμο στο: https://www.bbc.com/news/uk-42417106.
ICD – Tadić – Asser Institute (2020). Διαθέσιμο στο: http://www.internationalcrimesdatabase.org/Case/79/Tadi%C4%87/#p8.
Tadic Case: the Judgement of the Appeals Chamber | International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia (2020). Διαθέσιμο στο: https://www.icty.org/sid/7749.
Milan Vujin, former Counsel for Dusko Tadic, found in contempt of the Tribunal, and fined 15,000 Dutch Guilders. | International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia (2020). Διαθέσιμο στο: https://www.icty.org/sid/7904.
BIRN BiH – ICTY: Dusko Tadic released (2008). Διαθέσιμο στο: https://web.archive.org/web/20080725083008/http://www.bim.ba/en/124/10/11923/.