Γράφει ο Ιωάννης Κουτζούμης
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σηματοδότησε την πιο κατακλυσμική συστημική αλλαγή της σύγχρονης ιστορίας. Δεν ήταν μόνο η σοσιαλιστική αυτοκρατορία που βρέθηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, αλλά μαζί της συμπαρασύρθηκαν και όλες εκείνες οι συμμαχίες, οι νόρμες, οι κανόνες και οι σχέσεις ισορροπίας ισχύος που συνέθεταν την μεταπολεμική-διπολική διεθνή τάξη. Ο νέος τότε κόσμος αναδυόταν απαλλαγμένος από την πιθανότητα του πυρηνικού ολοκαυτώματος και η Δύση, ως θριαμβεύτρια του Ψυχρού Πολέμου και χωρίς να περιορίζεται πλέον από την Βέβαιη Αμοιβαία Καταστροφή (MAD), ήταν απόλυτα έτοιμη για πρωτοβουλίες στην διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα. Ωστόσο, η αναπλήρωση του σοβιετικού κενού ισχύος από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, δεν πραγματοποιήθηκε (μόνο) με χρήση εξαναγκασμού, αλλά πρωτίστως μέσω των ειρηνευτικών αποστολών και πιο συγκεκριμένα, των επιχειρήσεων οικοδόμησης ειρήνης.
Οι επιχειρήσεις οικοδόμησης ειρήνης αποτελούν υποσύνολο των ειρηνευτικών επιχειρήσεων (peace operations). Οι τελευταίες οργανώνονται και διεξάγονται με σκοπό την εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, που αποτελεί άλλωστε τον πρωταρχικό σκοπό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι peace operations χρησιμοποιούνται ως ευρύτερος όρος διότι αναφέρονται σε ενέργειες που αποσκοπούν να εκτρέψουν τις θέσεις μηδενικού αθροίσματος των αντιμαχομένων και μέσω εξωτερικής διαμεσολάβησης, να μειώσουν το χάσμα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων μέχρις ότου βρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση. Ως κύριος στόχος τους λοιπόν τίθεται η εξάλειψη της βίας και η απαρχή της ειρηνικής συνύπαρξης. Για την αποτελεσματικότερη πραγμάτωση αυτού του σκοπού, η αρχιτεκτονική των ειρηνευτικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ θεμελιώνεται στις τρεις συνιστώσες: Peacemaking, Peacekeeping και Peacebuilding. Κάθε μία από αυτές ενεργοποιείται προκειμένου να αντιμετωπίσει τις απειλές της διεθνούς σταθερότητας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του χρονικού σημείου και της φάσης εκδήλωσής τους.
Η τρίτη και χρονικά πιο πρόσφατη τεχνική των peace operations, peacebuilding διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με τις προγενέστερες peacemaking και peacekeeping. Ενώ οι επιχειρήσεις αποκατάστασης ειρήνης (peacemaking) επιδιώκουν την επίτευξη ειρηνικής συμφωνίας προκειμένου να τερματιστεί η σύγκρουση και κατόπιν οι επιχειρήσεις διατήρησης της ειρήνης (peacekeeping) αναλαμβάνουν την επίβλεψη της συμφωνίας εκεχειρίας και κατάπαυσης πυρός, οι επιχειρήσεις οικοδόμησης ειρήνης εστιάζουν στην μετασυγκρουσιακή περίοδο. Κάθε σύγκρουση αφήνει πίσω της βαθιές πληγές. Οι πολιτικοί και δικαστικοί θεσμοί εμφανίζονται εξασθενημένοι, η οικονομική ανάπτυξη δίνει την θέση της σε φαινόμενα ανεργίας και πληθωρισμού, ο κοινωνικός ιστός καταλήγει πολωμένος, τα εσωτερικά διλλήματα ασφαλείας ευνοούν τις πιθανότητες επανέναρξης των εχθροπραξιών και μεταξύ άλλων, η γενικότερη κατάσταση κοινωνικοπολιτικής αρρυθμίας καθιστά την μετασυγκρουσιακή κοινωνία άκρως ευάλωτη σε δραστηριότητες που υποθάλπουν το διεθνές οργανωμένο έγκλημα. Το peacebuilding εστιάζει στην άκρως εύθραυστη περίοδο που ακολουθεί την παύση των εχθροπραξιών και με την φαρέτρα δράσεων που διαθέτει όπως o αφοπλισμός των αντιμαχόμενων πλευρών, η επιστροφή των εκτοπισμένων ομάδων, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η μεταρρύθμιση του δικαστικού και νομικού συστήματος, η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και η συνδρομή στην διενέργεια ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών, στοχεύει στην μεταπολεμική κρατική ανασυγκρότηση. Το peacebuilding επομένως, δεν αποτελεί μόνο την τεχνική συνέχεια του peacekeeping που απλώς θα εξασφαλίσει τον μετριασμό της βίας και την ομαλή διαφυγή από το αδιέξοδο της σύγκρουσης. Είναι μία σειρά αλληλοσυνδεόμενων πρωτοβουλιών που έχουν ως κύριο αποδέκτη τις αιτίες των διενέξεων. Εάν αυτές αποτελέσουν υποκείμενο αποτελεσματικής διαχείρισης τότε πληθαίνουν οι προοπτικές ανοικοδόμησης των κατακερματισμένων κρατικών θεσμών σε πιο στέρεα θεμέλια και συνακολούθως, αυξάνονται οι πιθανότητες για την εδραίωση της βιώσιμης ειρήνης.
Κρίσιμη διαφορά μεταξύ peacemaking/peacekeeping και peacebuilding, είναι ότι ενώ οι επιχειρησιακές απαρχές των δύο πρώτων εμφανίζονται κατά την διάρκεια του διπολισμού, οι αντίστοιχες του peacebuilding αναπτύσσονται στην ύστερη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Η ετεροχρονισμένη αυτή συγκυρία οφείλεται στην διαφοροποιημένη δομή του διεθνούς συστήματος πριν και μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η σιωπηρή προσπάθεια αποφυγής του σημείου πυρινοκοποίησης εκ μέρους των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ σε συνδυασμό με την μεταξύ τους πυρηνική και συμβατική στρατιωτική ισορροπία, συνέθεσαν μία μετριοπαθή αλλά κατά τα άλλα σταθερή συστημική τάξη. Το ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα βασίστηκε στην αυτοσυγκράτηση και στην γενικότερη συγκατάβαση για την διατήρηση του status quo. Αυτές οι τάσεις δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις της εποχής όπως στη Μέση Ανατολή (1956) ή στο Κονγκό (1960), καθώς στρέφονταν στην ανάσχεση αποσταθεροποιητικών δυνάμεων που απειλούσαν το εγκαθιδρυμένο σύστημα ισορροπίας ισχύος. Η σύσταση και η λειτουργία των peace operations της περιόδου 1945-1989, αντανακλούσε τον προσανατολισμό του διεθνοπολιτικού περιβάλλοντος που δεν ήταν άλλος από την μη διατάραξη της υφιστάμενης κατάστασης. Αναπόφευκτα, ο θεσμικός ρόλος του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένος.
Στην συνέχεια, η διάλυση της ΕΣΣΔ μεταφράστηκε σε ρηξικέλευθα ρήγματα στην απέραντη και ανομοιογενή εδαφική σφαίρα επιρροής που μέχρι πρότινος διατηρούσε. Η συνθήκη της απουσίας της σοβιετικής ισχύος για να επιβάλλει την τάξη στα κράτη-πελάτες της, ενεργοποίησε τις ετερογενείς πολιτισμικές και θρησκευτικές δυνάμεις να εντατικοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους για εθνική ολοκλήρωση. Κατά συνέπεια, οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην πρώην σοβιετοκρατούμενη περιφέρεια και όχι μόνο, μετουσιώθηκαν σε εμφύλιους σπαραγμούς μεταξύ ετερόκλητων εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες στον δρόμο προς τον πολιτικό εκτοπισμό του αντιπάλου έκαναν χρήση ανεξέλεγκτης βίας. Αναπόδραστα λοιπόν, το νεότευκτο τότε διεθνές σύστημα βρέθηκε εκτεθειμένο σε απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα κρατικά σύνορα δεν ήταν πλέον σε θέση να συγκρατήσουν την εκχείλιση αστάθειας από το ένα κράτος στο άλλο. Τα εύθραυστα κράτη με τους αδύναμους εσωτερικούς θεσμούς και τις ανύπαρκτες κρατικές δομές, βρέθηκαν στο επίκεντρο ως η μήτρα των διεθνών απειλών και στο ίδιο πλαίσιο, οι ενδοκρατικές συγκρούσεις αποτέλεσαν την νούμερο ένα διεθνή πηγή αστάθειας. Οι τελευταίες μάλιστα, εκτόπισαν από αντίστοιχη θέση της διεθνολογικής συνείδησης τους συμβατικούς διακρατικούς πολέμους. Επιπροσθέτως, η 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσε χρονικό ορόσημο για τα εύθραυστα κράτη καθώς τα τελευταία εξισώθηκαν με πεδίο ανάπτυξης και δραστηριοποίησης τρομοκρατικών δικτύων σε παγκόσμια κλίμακα.
Το peacebuilding αποτέλεσε τέκνο των νέων πηγών σύγκρουσης και προσαρμόστηκε στην ανάγκη διαχείρισης των κοινωνικοοικονομικών και ανθρωπιστικών παραμέτρων που αυτές εμπεριείχαν. Παράλληλα ο ΟΗΕ που προσπαθούσε να διασώσει τον θεσμικό του ρόλο, επιστράτευσε τις επιχειρήσεις οικοδόμησης ειρήνης ως αιχμή του δόρατος για την διασφάλιση της ανθρώπινης και κατά συνέπεια, της συλλογικής ασφάλειας. Εστίασε σε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή πλέγμα συγκρουσιακών μεταβλητών και επωμίστηκε την πάταξη των ανισοτήτων, της φτώχειας, του πολιτικοοικονομικού αποκλεισμού και της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων προς όφελος της ανάπτυξης, της δικαιοσύνης, του κράτους δικαίου και της κοινωνικής συμφιλίωσης. Η πρώτη εφαρμογή του μοντέλου peacebuilding καταγράφεται το 1989 στην Ναμίμπια και η επίσημη τοποθέτηση για τις αρχές που το διέπουν, πραγματοποιήθηκε μόλις το 1995 από τον τότε Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Μπούτρος Μπούτρος-Γκάλι στην περίφημη έκθεση “Agenda for peace”.
Παρ’ όλα αυτά, οι έννοιες της ανάπτυξης, της ανοικοδόμησης και της ασφάλειας που χαρακτηρίζουν το peacebuilding, μπορεί σε γενικές γραμμές να γίνονται αντιληπτές, ωστόσο δεν παύουν να είναι αόριστες και αφηρημένες έννοιες. Υπάρχουν για παράδειγμα καθολικώς ορθά κριτήρια για την κρατική ανοικοδόμηση και ποιος είναι εκείνος που θα επωμιστεί την εξαγωγή ανάπτυξης σε κάποιο αδύναμο τρίτο κράτος; Επομένως, το ίδιο το peacebuilding αυτοπροβάλλεται ως μία αμφίσημη έννοια. Αυτό το αδιέξοδο ξεπεράστηκε από την θριαμβευτική έξοδο των ΗΠΑ από τον Ψυχρό Πόλεμο σαν μοναδική πλανητική υπερδύναμη. Τα “νικηφόρα” κοινωνικά και πολιτικοοικονομικά πρότυπα οργάνωσης της Δύσης μεταλαμπαδεύτηκαν στο peacebuilding και έτσι το τελευταίο απέκτησε αρχές και εννοιολογικό πυρήνα. Το modus operandi των επιχειρήσεων οικοδόμησης ειρήνης ταυτίστηκε πλέον με μια διαδικασία παροχής εξωτερικής βοήθειας σε αδύναμα κράτη για να πραγματοποιήσουν ελεύθερες εκλογές και τελικά να εκδημοκρατιστούν. Έπειτα θα τα ωθούσαν στην υιοθέτηση της φιλελεύθερης οικονομικής οργάνωσης προκειμένου να ενταχθούν στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα και τέλος με επιμέρους δικαστικές, θεσμικές και αστυνομικές μεταρρυθμίσεις, θα ήταν σε θέση να ανακάμψουν. Η θεωρία που προήλθε από την σύζευξη δυτικών αξιών και peacebuilding έκανε λόγο πως η εξαγωγή φιλελεύθερης δημοκρατίας στα αποτυχημένα κράτη, αυτομάτως θα έρεε και στις υπόλοιπες εύθραυστες κρατικές οντότητες, δημιουργώντας έτσι έναν ασφαλέστερο κόσμο ο οποίος θα προσέγγιζε τα ιδανικά της συλλογικής ειρήνης και ασφάλειας. Η θεωρία αυτή ονομάστηκε “φιλελεύθερη ειρήνη”.
Στην τριαντάχρονη πορεία των επιχειρήσεων peacebuilding, η κριτική θεώρηση προς την ορθότητα της επιχειρησιακής δομής, τους σκοπούς και τις αξίες που πρεσβεύουν, επηρεάστηκε από την άμεση έκβαση που είχαν να επιδείξουν. Ο πρόωρος ενθουσιασμός από τις αρχικές επιτυχίες στα κράτη της Αφρικής και της Κεντρικής Αμερικής, μετατράπηκε σε αισθήματα αμφισβήτησης τόσο για την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του PB όσο και για τις αρχές που πρεσβεύει η φιλελεύθερη ειρήνη εξαιτίας της αδυναμίας αποτροπής των ανθρωπιστικών κρίσεων που ξέσπασαν στην Βοσνία, στη Σομαλία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στην Υεμένη. Η κριτική επισκόπηση της παρούσας μελέτης σε ότι αφορά την ευρύτερη έννοια του peacebuilding εστιάζει στα εξής σημεία.
1. Το PB όπως και οι ευρύτερες ανθρωπιστικές επεμβάσεις αποτελούν προπέτασμα καπνού στις διαχρονικές επιδιώξεις των κρατών για συγκέντρωση ισχύος. Οι ειρηνευτικές επιχειρήσεις σμιλεύονται από τα γεωπολιτικά συμφέροντα και αυτό αποτυπώθηκε από την διαφορετική αμερικανική στάση απέναντι στην Σομαλία σε σύγκριση με την ανθρωπιστική τραγωδία της Ρουάντας το 1994. Η τότε κυβέρνηση Κλίντον κατηγορήθηκε για “επιλεκτικό παρεμβατισμό” διότι ενώ επενέβη στο γεωστρατηγικά σημαντικό κράτος στο Κέρας της Αφρικής, επέλεξε να αφήσει την Ρουάντα στο έλεος της γενοκτονίας.
2. Ο εκδημοκρατισμός των τρίτων κρατών ως κύριος εργαλείο του PB δεν αποτελεί πανάκεια. Και αυτό γιατί η διαδικασία του εκδημοκρατισμού απαιτεί μία μακροχρόνια διαδικασία η οποία ξεκινάει από απλές παραχωρήσεις οικονομικών δικαιωμάτων και έπειτα ωριμάζει με την εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε συνδυασμό με την θέσπιση του κράτους δικαίου. Ο ανυπόμονος εκδημοκρατισμός, ειδικά όταν αυτός επιβάλλεται σε κοινωνίες που δεν έχουν δημοκρατικό παρελθόν, ενδεχομένως να έχει ολέθρια αποτελέσματα.
3. Οι δυτικές αξίες του PB δεν σημαίνει πως είναι θέσφατα που η εφαρμογή τους σε τρίτα κράτη, αυτομάτως θα επιλύσουν τις ενδοκρατικές τους διαφορές. Δυστυχώς, η πλειονότητα των πρότερων ανθρωπιστικών επιχειρήσεων διαποτίστηκε από το συγκεκριμένο σκεπτικό, καταλήγοντας σε αποτελέσματα που αντί για βελτίωση παρουσίασαν επιδείνωση. Αυτό οφείλεται στην ετερότητα των επιβαλλόμενων δυτικών αξιών σε σχέση με την κουλτούρα, την κοινωνική ψυχολογία, τις αξίες και τις παραδόσεις που επικρατούν στα κράτη-αποδέκτες. Για παράδειγμα ποια ήταν η συμβατότητα μεταξύ της πλουραλιστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σουνιτικού Ιράκ; Ομοίως, ποιο το σημείο τομής ανάμεσα στην φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς και το Αφγανιστάν, όπου η καλλιέργεια και εξαγωγή της οπιούχου παπαρούνας θεωρείται νόμιμη;
Οι επιχειρήσεις peacebuilding δεν είναι απλά το ενδιάμεσο στάδιο σε μία προβλέψιμη και γραμμική εξέλιξη: σύγκρουση-ειρήνη. Οι σύγχρονες συγκρούσεις περιέχουν πολυσχιδείς δυναμικές που διαδραματίζονται σε ένα εξόχως πολύπλοκο περιβάλλον με αποτέλεσμα να ξεπερνούν τα στεγανά προηγούμενων δεκαετιών που ταύτιζαν την σύγκρουση αποκλειστικά και μόνο με την διακρατική συμβατική σύρραξη. Οι επικείμενοι λύτες οφείλουν να υπολογίζουν αυτές τις παραμέτρους και να προσαρμόζουν τις “θεραπείες” τους στο ειδικό υπόβαθρο που εξετάζουν. Η επίκληση “θεραπειών” που προσεγγίζουν τα αναχρονιστικά πρότυπα peacemaking-peacekeeping του σκληρού διπολισμού, σε μία εποχή που απαιτεί ορθολογικό peacebuilding, είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
Βιβλιογραφία
1. Χρήστος Α. Μπαξεβάνης, Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΡΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ, Από το peacekeeping στο peacebuilding, Παπαζήση, 2016
2. Ειρήνη Χειλά, OI ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ, Ζητήματα θεωρίας και διαχείρισης, Ποιότητα, 2013
3. Tesesa Almeida Cravo, Peacebuilding: Assumptions, Practices and Critiques, airuniversity.af.edu, 2018
4. Thomas Waldman, Conflict Resolution, Peacebuilding, and Youth, 2009
5. Vincent Chetail & Oliver Jütersonke, Peacebuilding: A Review of the Academic Literature, Geneva Peacebuilding Platform, 2015
Πηγή εικόνας: https://issafrica.org/iss-today/un-peacekeeping-review-change-or-more-of-the-same