Συνέντευξη του Δρ. Διονύση Τσιριγώτη στην Όλγα Τσουκαλά
Το 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή. Εν έτει 1922, η Μ. Ασία παραδίδεται στις φλόγες και καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Νεότουρκους-Κεμαλιστές, αφήνοντας πίσω συντρίμμια από την ελληνική αστική τάξη και τον Ελληνισμό. Οι παράγοντες, οι οποίοι οδήγησαν στην καταστροφή υπήρξαν πολλοί, σε οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Από κοινού με την πολιτική της μικρής Ελλάδος οδήγησαν στην μικρασιατική καταστροφή, η οποία αποτιμάται αριθμητικά σε 1.500.000 πρόσφυγες και 600.000 νεκρούς. Δια της παρούσης ευκαιρίας της φετινής επετείου μνήμης η Όλγα Τσουκαλά συζητά με τον κ. Διονύση Τσιριγώτη* για τα σημεία και τις επιλογές, οι οποίες κόστισαν στον Ελληνισμό της Μ. Ασίας και ενταφίασαν το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος.
Ο.Τ.: Καλησπέρα σας κε Τσιριγώτη και σας ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση της παρούσας συνέντευξης.
Δ.Τ.: Καλησπέρα σας, εγώ ευχαριστώ πολύ!
Ο.Τ.: Προτού ξεκινήσουμε θα ήθελα να μου περιγράψετε τον ακαδημαϊκό σας ρόλο και την ειδικότητά σας.
Δ.Τ.: Είμαι Επίκουρος Καθηγητής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, διεθνών σχέσεων και διπλωματίας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Ο.Τ.: Το τρέχον έτος 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή, η οποία χάραξε ανεξίτηλα την ιστορία της Ελλάδος και του Ελληνισμού, εν γένει. Ποιες διδαχές από την περίοδο εκείνη θα πρέπει, κατά την κρίση σας, να μη λησμονήσει η χώρα μας όταν έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορική παρακαταθήκη της;
Δ.Τ.: Πρώτα από όλα δεν πρέπει να ξεχάσουμε σε καμία περίπτωση ότι το διακύβευμα της εκστρατείας της Μ. Ασίας συνδέεται με τη Μεγάλη Ιδέα, την Εθνική Ολοκλήρωση που σημαίνει ότι ήταν ο αέναος εθνικός στόχος από την Άλωση της βασιλεύουσας Πόλης μέχρι το 1919, όταν αποβιβάστηκε η πρώτη ελληνική μεραρχία στη Σμύρνη ως τοποτηρητής-θεματοφύλακας των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχη. Λέγοντας αυτό θέλω να καταλάβουμε ότι υπάρχει όντως μια στρατηγική, η οποία εξυπηρετεί το εγχείρημα στη Μ. Ασία. Ο Βενιζέλος από το 1910 που έρχεται στην εξουσία και αναλαμβάνει την διαχείριση του ελληνικού κράτους προσπαθεί να οικοδομήσει μια εθνική στρατηγική για την εθνική ολοκλήρωση. Από κει και μετά, όμως, παρατηρούμε κάποιους άλλους παράγοντες, κάποιες εσωτερικές και εξωτερικές μεταβλητές, κυρίως αναφέρομαι στον παλαιοκομματισμό, στο Θρόνο, που υπονομεύουν ηδη από το Διχασμό του 1914-15 το εγχείρημα στη Μ. Ασία. Αυτό, λοιπόν, που θα πρέπει να συγκρατήσουμε όλοι μας ως γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι το εγχείρημα υπονομεύτηκε στο εσωτερικό της χώρας- ναι μεν υπάρχουν και ανακατανομές ισχύος στο εξωτερικό, έχουμε την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, έχουμε την αλλαγή συμμαχιών- αλλά το μείζον πρόσκομμα ενυπάρχει στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως μετα το Διχασμό έχουμε την αναβίωση του παλαιοκομματισμού. Έχουμε την επάνοδο του Κωνσταντίνου, ως βασιλιά της Ελλάδος το 1920 μετα τις εκλογές που αυτό σηματοδοτεί και την ακύρωση του εγχειρήματος στη Μ. Ασία, καθώς δεν υπάρχει μια εθνική στρατηγική ανάλογη με εκείνη του Βενιζέλου για να συνεχίσει αυτό το εγχείρημα. Άρα, θα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι το μείζον αίτιο είναι η εσωτερική υπονόμευση του ελληνικού εγχειρήματος που γίνεται από τις ομάδες του παλαιοκομματισμού και του Θρόνου. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό, δηλαδή η διάσταση εξωελλαδικών και ελλαδικών, αν κοιτάξουμε τι συνέβη τον Ιούλιο του 1922 ένα μήνα πριν την μικρασιατική καταστροφή που έχουμε τον Νόμο 2870/1922, ο οποίος επί της ουσίας απαγορεύει στους Έλληνες Μικρασιάτες να επιστρέψουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Αυτό, λοιπόν, σηματοδοτεί όλα αυτά που περιγράφουμε και καταδεικνύει την εσωτερική υπονόμευση του εγχειρήματος της μικρασιατικής εκστρατείας.
Ο.Τ.: Μάχη στο Σαγγάριο ποταμό. Η εν λόγω μάχη οδήγησε τον ελληνικό στρατό, ο οποίος προέλαυνε προς Ανατολάς για να εξουδετερώσει τον κεμαλικό στρατό, σε εξόντωση και σε αναγκαστική οπισθοχώρηση, την 29η Αυγούστου 1921. Η ήττα ήταν αποτέλεσμα λάθος επιλογής σε στρατηγικό ή πολιτικό επίπεδο ή προέκυψε από το συνδυασμό σφαλμάτων και στα δύο επίπεδα;
Δ.Τ.: Ήταν ένας συνδυασμός λαθών και στα δυο επίπεδα, σε στρατιωτικό και πολιτικό. Αν ξεκινήσουμε όμως από την αρχή, από τον Μάρτιο του 1921, τότε έχουμε μια μεγάλη επίθεση, μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση των ελληνικών δυνάμεων στη Μ. Ασία. Εκεί δεν θα έχει ένα απτό αποτέλεσμα, και μπορούμε να δούμε ότι το στρατιωτικό εγχείρημα που έγινε είναι μια συνέχεια αυτού του στρατηγικού σχεδίου που ως στόχο έχει την καταστροφή του κέντρου βάρους του Κεμάλ, που για τους αντιβενιζελικούς είναι ο στρατός. Συγκρατούμε αυτό σε πρώτη φάση. Αλλά, να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα στη Μ. Ασία από το Νοεμβριο του 1920 έως τον Αύγουστο του 1922 δεν έχει καμία δυνατότητα εξωτερικής εξισορρόπησης, δηλαδή οικονομική, πολιτική, στρατιωτική. Πλέον έχει αλλάξει ο συσχετισμός στις συμμαχίες. Άρα, εμείς προσπαθούμε μόνο με τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος και έχοντας σιγά-σιγά αποδυναμώσει-εξαντλήσει την οικονομική βάση του κράτους να πετύχουμε ένα αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλο, ο οποίος είναι οι κεμαλικές δυνάμεις που δεν ακολουθούν μια αντίστοιχη στρατιωτική στρατηγική. Ο Κεμάλ θα φτάσει να συγκροτήσει τακτικό στρατό λίγους μήνες πριν την τελική του επίθεση. Άρα, η εαρινή επίθεση που γίνεται από την ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία -διότι το σχέδιο εγκρίνεται από την πολιτική ηγεσία- προβλέπει μια επιθετική στρατηγική άμεσης προσέγγισης με ελιγμό. Ο στόχος είναι να κυκλώσουμε τις δυνάμεις του Κεμάλ και να πετύχουμε μια αποφασιστική νίκη. Αυτό δεν συμβαίνει. Ναι μεν στην πρώτη φάση, την 24η Ιουνίου 1921, που ξεκινάει η επιχείρηση, έχουμε την επιτυχή κατάληψη της Κιουτάχειας (4.7.1921), ωστόσο βέβαια δεν κατορθώνουμε να επιτύχουμε ένα αποφασιστικό πλήγμα και να καταστρέψουμε τις δυνάμεις του Κεμάλ. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει μια αδυναμία σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Έπειτα, έχουμε τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, για να καταλήξουμε στο Σαγγάριο. Από κει ξεκινά η αντίστροφη πορεία για τον ελληνικό στρατό. Υπάρχει μια επιχειρησιακή αδυναμία στο κομμάτι της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής ως προς την ικανότητα να εκτελέσουν ένα επιτυχή επιχειρησιακό ελιγμό, δηλαδή δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι οι δυνάμεις του Κεμάλ εφαρμόζουν μια στρατηγική ανταρτοπολέμου και βρίσκονται σε εσωτερικές γραμμές, ενώ εμείς απομακρυνόμαστε από τις γραμμές ανεφοδιασμού μας. Άρα είναι δύσκολο να επιτύχεις την κύκλωση που επιδιώκεις και να εκμηδενίσεις τις δυνάμεις του αντιπάλου.
Επιπλέον, δεν υπάρχει μια συνέχεια της επιθετικής δράσης, διότι εμείς σταματάμε μετά την κατάληψη της Κιουτάχειας για να ανασυνταχθούμε. Αυτό δίνει το χρόνο στις αντίπαλες δυνάμεις να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της ασιατικής ενδοχώρας και το αποτέλεσμα είναι ότι η δεύτερη επίθεση που γίνεται προς το Σαγγάριο καταλήγει να μην οδηγήσει σε αυτό το οποίο προσδοκούσαμε, σε μια αποφασιστική νίκη. Ενώ, ο αρχιστράτηγος Παπούλιας το Σεπτέμβριο του 1921 ζητά να σταματήσουν οι επιθετικές επιχειρήσεις, να ανασυνταχθεί το στράτευμα και να οδεύσουμε προς μια συνθηκολόγηση, γιατί καταλαβαίνει ότι ο στρατός έχει υπερβεί το κορυφαίο σημείο της επιχείρησης, η πολιτική ηγεσία του δηλώνει ότι δεν μπορει να δεχθεί καμία συνθηκολόγηση για το λόγο ότι αυτό θα αποτελέσει και ήττα σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό δεν μπορεί να κατανοήσει κυρίως η πολιτική ηγεσία. Άρα συνεχίζεται το εγχείρημα χωρίς να υπάρχουν οι ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις ούτε σε επίπεδο επιμελητείας ούτε σε επίπεδο στρατιωτικής στρατηγικής ούτε σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής. Δεν μπορούν να κατανοήσουν οι άρχοντες του ελλαδικού κράτους ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να επιτύχουμε ένα αποφασιστικό πλήγμα.
Ήδη, ο ελληνικός στρατός έχει εξασθενίσει, έχει υπερβεί το κορυφαίο σημείο της επίθεσης και ο αντίπαλος αμυνόμενος έχει υπερβεί το κορυφαίο σημείο της άμυνας, που αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξει η κατάσταση στο θέατρο επιχειρήσεων και μετά από ένα χρόνο θα έχουμε την μικρασιατική καταστροφή. Κυρίως, εδώ, πρέπει να πούμε ότι το σφάλμα βαραίνει την πολιτική ηγεσία και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος προΐσταται στο στρατιωτικο συμβούλιο που έγινε στην Κιουτάχεια πριν από την δεύτερη μεγάλη επίθεση στο Σαγγάριο. Επίσης, βέβαια, δεν έχουμε προσδιορίσει ποιος είναι ο αντικειμενικός στρατιωτικός στόχος. Είναι το κέντρο βάρους δηλαδή οι δυνάμεις του Κεμάλ, είναι η Άγκυρα, είναι η Κωνσταντινούπολη ή είναι ο ίδιος ο Κεμάλ; Επί της ουσίας δεν έχουν κατανοήσει, κυρίως οι πολιτικοί ηγέτες, ποιο είναι το κέντρο βάρους και έτσι το εγχείρημα δεν μπορει να στεφθεί επιτυχώς.
Ο.Τ.: Ενώ το ημερολόγιο έγραφε Μάιος 1919, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις τίθενται ως τοποτηρητής στη Σμύρνη για να εποπτεύουν και να προασπίζουν τα ελληνικά πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Αναλογιζόμενοι και την εκπεφρασμένη βούληση του Ελευθερίου Βενιζέλου για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, θεωρείτε ότι εκείνη η χρονική στιγμή αποτέλεσε την αρχή της μικρασιατικής καταστροφής;
Δ.Τ.: Εδώ υπάρχουν διαφορετικές υποθέσεις εργασίας, γνώμες, ο εκάστοτε ιστορικός δίνει τη δική του ερμηνεία. Πρέπει να σταθμίσουμε τα γεγονότα και την συγκυρία και να δούμε ότι, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η απόφαση των συμμαχικών δυνάμεων για την αποστολη ενός ελληνικού στρατιωτικού σώματος στην περιοχή της Σμύρνης αποσκοπεί, κυρίως, για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα (των Άγγλων, των Γάλλων). Με αυτόν τον τρόπο θέλουν να σταματήσουν την προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία έχουν ξεκινήσει από την Αττάλεια προς τη Σμύρνη. Άρα, λοιπόν, ο ελληνικός στρατός θα αποτελέσει ένα ανάχωμα απέναντι στην ιταλική εδαφική επέκταση. Ο Βενιζέλος χωρίς να έχει τη δυνατότητα του χρόνου θα πρέπει να υπολογίσει και να συνεκτιμήσει άμεσα ποια είναι τα παράθυρα απειλών και ποια τα παράθυρα ευκαιριών. Είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας, διότι έχουμε μια νομιμοποίηση διεθνή πλέον από τις νικήτριες δυνάμεις για να πετύχουν αυτό το οποίο ηδη έχουμε προετοιμάσει στη διάσκεψη των Παρισίων.
Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε το εγχείρημα αυτό να έχει μια διαφορετική κατάληξη. Βέβαια δεν μπορούμε να απαντήσουμε με ένα «εάν» σε ένα ιστορικό γεγονός. Ωστόσο, αν συνεκτιμήσουμε το στρατιωτικό, το πολιτικό, το οικονομικό και το διπλωματικό επίπεδο θα δούμε ότι πρόκειται για ένα περιορισμένο σε ένταση και έκταση στρατιωτικό και πολιτικό εγχείρημα, το οποίο δεν οδηγεί την Ελλάδα σε μια στρατηγική υπερεπέκταση. Ο στόχος, ο οποίος καλούμαστε να επιτύχουμε είναι περιορισμένος, δηλαδή αποστολή στρατού, η οποία θα λειτουργήσει ως αστυνομική δύναμη στην περιοχη της Σμύρνης.
Μάλιστα, παράλληλα, με τις στρατιωτικές δυνάμεις ο Βενιζέλος θα στείλει έναν Ύπατο Αρμοστή τον Αριστείδη Στεργιάδη ούτως ώστε να διασφαλίσει ότι θα υπάρχει μια ισότιμη προσέγγιση απέναντι στους αλλοεθνείς πληθυσμούς. Σε πρώτη φάση, το εγχείρημα δεν οδηγεί σε υπερεπέκταση τη χώρα γιατί εξαντλεί τα οικονομικά μέσα που διαθέτουμε. Επίσης, έχει μια διεθνή νομιμοποίηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από την άλλη, βέβαια, αν το προεκτείνουμε έως την υπογραφη της Συνθήκης των Σεβρών θα δούμε ότι, όταν ο Βενιζέλος πηγαίνει στην ελληνική Βουλή για να αναγγείλει το περιεχόμενο της Συνθήκης των Σεβρών, εκεί όλα τα κόμματα θα προσεταιριστούν τη θέση των Φιλελευθέρων, θα συνυπογράψουν το εγχείρημα στη Μ. Ασία και αμέσως μετά θα προκηρυχθούν και οι εκλογές. Ωστόσο, το πρόβλημα που μπορούμε να εντοπίσουμε στην πρώτη φάση της απόβασης των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη είναι ότι για ένα χρόνο ο ρόλος τους είναι αστυνομικός, δεν μπορούν να εξέλθουν πέραν των 3 χλμ. από την περιοχη της Σμύρνης, δεν μπορούν να καταδιώξουν τις άτακτες δυνάμεις του Κεμάλ οι οποίες εφαρμόζουν μια τακτική ανταρτοπολέμου και χτυπούν συνεχώς τα ελληνικά στρατεύματα.
Από την άλλη πλευρά, εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να ανταποδώσουμε, δηλαδή να καταδιώξουμε τις δυνάμεις αυτές και να τις καταστρέψουμε. Αυτό θα συμβεί από τον Ιούνιο του 1920 και κυρίως το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του έτους 1920, όταν ο Βενιζέλος ετοιμάζει μια μεγάλη επίθεση για να καταδιώξει και να καταστρέψει τις δυνάμεις του Κεμάλ, κάτι το όποιο δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει διότι γίνονται οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και χάνει την εξουσία. Έτσι αλλάζει η κατάσταση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Συνοψίζοντας, ναι μεν το εγχείρημα έχει ένα ρίσκο ως προς το τελικό αποτέλεσμα αλλά από την άλλη πλευρά εάν και εφόσον εμείς χρειαζόμασταν αυτό το παράθυρο ευκαιρίας για να επιζητήσουμε την εθνική ολοκλήρωση θα έπρεπε να το αξιοποιήσουμε. Στο σημείο αυτό θα σας πουν πολλοί ότι ο Βενιζέλος δεν συνεκτίμησε τον κεμαλικό εθνικισμό, την κατανομή του πληθυσμού στην περιοχή της Σμύρνης ή ότι δεν συνεκτίμησε τα συμφέροντα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως της Ιταλίας, ή επίσης το πως θα αντιδράσουν οι Μπολσεβίκοι και θα προσεταιριστούν τον Κεμάλ. Όλες αυτές οι μεταβλητές παίζουν ένα ρόλο ως προς την έκβαση του αποτελέσματος, ωστόσο δεν καθιστούσε το εγχείρημα όπως εκτελέστηκε και διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε απαγορευτικό για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ήταν κάτι που μπορούσαμε να το επιτύχουμε. Βέβαια, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε εκ των προτέρων αν αυτό θα δημιουργούσε εδαφικό τετελεσμένο, αν μπορούσαμε να προσαρτήσουμε την περιοχή της Σμύρνης, πράγμα το οποίο ο ίδιος ο Βενιζέλος θεωρεί ότι ο ίδιος ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής θα έπρεπε να αποφασίσει αν και σε ποιο βαθμο θέλει να ενταχθεί στο ελλαδικό κράτος.
Ο.Τ.: Την 14η Σεπτεμβρίου 1922 σχεδόν μισό εκατομμύριο πολίτες της Σμύρνης βρίσκονται στο λιμάνι ενώ οι Νεότουρκοι-Κεμαλιστές σφάζουν, λεηλατούν και πυρπολούν την Σμύρνη. Κατά την γνώμη σας, η εικόνα αυτή φέρει εκτός της τουρκικής και την υπογραφή των συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες την πιο κρίσιμη ώρα αρνούνταν σθεναρά να συνδράμουν στην διάσωση των Ελλήνων και χριστιανικών πληθυσμών (λ.χ. οι Αρμένιοι);
Δ.Τ.: Εδώ υπάρχουν διάφορες πτυχές του ερωτήματος. Είναι η ανθρωπιστική πλευρά, η πολιτική, η στρατιωτική πλευρά. Σε ανθρωπιστικό επίπεδο θα δούμε ότι υπάρχει μια ουδέτερη στάση των συμμαχικών δυνάμεων που αυτό είναι, όπως εξηγήσαμε, αποτέλεσμα της αλλαγής των συμφερόντων τους. Ο Κεμάλ είναι επί του παρόντος ο αξιόπιστος συνομιλητής, ο θεματοφύλακας των συμφερόντων των Άγγλων, των Γάλλων, των Ιταλών και των Μπολσεβίκων στη Μ. Ασία. Άρα, είναι μια κατάσταση που υπαγορεύεται από τα συμφέροντα τους.
Αντίστοιχα, πρέπει να δούμε σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο τι γίνεται. Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε προετοιμάσει κανένα σχέδιο για την άμυνα της Σμύρνης αλλα αντί για αυτό έχουμε αποφασίσει για το πως δεν θα επιτρέψουμε στους ελληνικούς πληθυσμούς να γυρίσουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Υπάρχουν κάποια σενάρια εκείνη την περίοδο και κυρίως για την οργάνωση της μικρασιατικής άμυνας που προΐστατο ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος για την ανακήρυξη Ιωνικού Κράτους για την απεμπλοκή από τις όποιες συμμαχικές υποχρεώσεις και τη δημιουργία μιας de facto, θα λέγαμε, πολιτικής κατάστασης, η οποία θα επιζητούσε την αυτονομία και την ανεξαρτησία της Σμύρνης. Αυτό δεν έγινε γιατί αυτό το εγχείρημα δεν το προσεταιρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση και από την άλλη πλευρά σε καμία περιπτωση ακόμα και όταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, λίγες μέρες πριν βγουν οι δυνάμεις του Κεμάλ στη Σμύρνη, εξηγεί ότι η Σμύρνη θα καταστραφεί και λέει χαρακτηριστικά στον Πρωτοπαπαδάκη ότι «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψετε στους Μικρασιάτες να γυρίσουν στην Ελλάδα» γιατί αυτό θα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Στη βάση αυτή της λογικής, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει με ένα νόμο να απαγορεύσει την είσοδο των Μικρασιατών στην ελληνική Μητρόπολη (Ν. 2780/1922). Με λίγα λογία δεν επέτρεπαν σε άτομα που δεν είχαν θεωρημένα διαβατήρια να επιβιβαστούν σε πλοία και να επιστρέψουν στην μητρόπολη, την Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διαχωρίσουμε ποιες είναι οι ευθύνες του ελληνικού κράτους, ποιες οι ευθύνες των συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες δεν έχουν συμμαχικούς δεσμούς με την κυβέρνηση των αντιβενιζελικών, ποιες οι ευθύνες του στρατού, του αρχιστράτηγου, ο οποίος δεν είχε φροντίσει για ένα σχέδιο προστασίας του πληθυσμού. Επίσης, δεν υπάρχει κάποιο εναλλακτικό σενάριο σε περίπτωση που η αντεπίθεση των κεμαλικών οδηγούσε στην αποδιάρθρωση της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής, όπως και έγινε στη συνέχεια.
Ο.Τ.: Ολοκληρώνοντας, ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το πως θα πρέπει να θυμόμαστε την συγκεκριμένη επέτειο μνήμης από την μικρασιατική καταστροφή;
Δ.Τ.: Ως επέτειο μνήμης θα πρέπει αφενός να συνυπολογίσουμε το ποιες είναι οι ευθύνες του ελλαδικού κέντρου, εννοώ στην ιστορική διαχρονία, καθώς η μικρασιατική καταστροφή είναι μια καταστροφή της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία δέσποζε για αιώνες στην ασιατική πλευρά της Ελλάδος. Από την άλλη, θα πρέπει να διερωτηθούμε αν όλο αυτό που παρατηρούμε, δηλαδή ο Διχασμός, ο οποίος ξεκινά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και συνεχίζεται και την περίοδο αυτή -έχουμε βενιζελικούς-αντιβενιζελικούς- αν όλη αυτή η ενδημική ασθένεια του ελλαδικού έθνους (ενν. ο Διχασμός) είναι ένας παράγοντας, ο οποίος υπονομεύει κάθε εγχείρημα είτε για την εθνική ολοκλήρωση είτε για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του εξωελλαδικού ελληνισμού. Αυτό διότι μετά την μικρασιατική καταστροφή θα ακολουθήσει η συρρίκνωση του ελληνισμού και από τη Μ. Ασία και από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και από τα Βαλκάνια και από την περιοχή του Πόντου και από την Κύπρο, αργότερα.
Άρα, βλέπουμε ότι το ελλαδικό κέντρο δεν θέλει να προασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα γιατί προσεταιρίζεται την πολιτική της μικρής πλην εντίμου Ελλάδος, δηλαδή την πολιτική που ακολουθούν οι αντιβενιζελικές παρατάξεις, η κομματοκρατία, ο παλαιοκομματισμός απέναντι στην πολιτική της Μεγάλης Ελλάδος που θέλει η ελληνική αστική τάξη που ζει εκτός του ελλαδικού κράτους. Βλέπουμε ότι σε όσες περιπτώσεις υπάρχει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, αυτή προέρχεται εκτός του ελλαδικού κράτους. Για παράδειγμα, ο Βενιζέλος κα ο Καποδίστριας δεν ήταν μέρος των Αυτοχθόνων, ούτε των Προυχόντων, των Κοτζαμπάσηδων, των Προεστών. Οι ίδιοι βρίσκονταν εκτός του ελλαδικού κράτους και ως εκ τούτου μπορούσαν να έχουν μια ολοκληρωμένη πρόταση πολιτικής για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εντός του ελλαδικού κράτους επικρατεί, μετά τον Καποδίστρια, η πολιτική της μικρής Ελλάδος με πρωτεργάτη τον πρώτο συνταγματικό Πρωθυπουργό, τον Ιωάννη Κωλέττη. Υπάρχουν και άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις πριν το 1922, όπως ο πόλεμος του 1897, όπου εκεί θα έχουμε ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα μικρότερης βέβαια έκτασης, αλλα εκεί αποδεικνύεται ότι το ελληνικό κρατος δεν έχει κάποια στρατηγική για το πως θα εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα και κυρίως τους Έλληνες, οι οποίοι βρίσκονται εκτός της εδαφικής τους επικράτειας.
Εν ολίγοις, το 1922 αποτελεί σταθμό διότι αντικατοπτρίζει την απουσία στρατηγικής για την επιβίωση του Ελληνισμού σε πλανητικό, σε οικουμενικό επίπεδο.
Ο.Τ.: Θεωρώ ότι η τελευταία πρόταση αποτυπώνει με γλαφυρό και μεστό τρόπο το νόημα της φετινής επετείου των 100 χρόνων από τη μικρασιατική καταστροφή. Σας ευχαριστώ θερμά κε Τσιριγώτη για την πολύ ωραία συζήτηση και το χρόνο σας στην παραχώρηση της παρούσας συνέντευξης και εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο σας!
Δ.Τ.: Εγώ σας ευχαριστώ θερμά κα Τσουκαλά και κάθε επιτυχία σε εσάς και το έργο του ΟΔΕΘ!
_
* Ο κ. Διονύσης Τσιριγώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, διεθνών σχέσεων και διπλωματίας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Πηγή εικόνας εξωφύλλου:
Τζεδάκις, Γ. (2020). Η Σμύρνη μάνα καίγεται… (με συγκλονιστικές φωτογραφίες). SL press. Διαθέσιμο σε: https://slpress.gr/old/idees/i-smirni-mana-kaigetai/
Disclaimer: Η παρούσα συνέντευξη μαγνητοσκοπήθηκε κατόπιν συναίνεσης του ιδίου και μόνο ως προς το σκέλος των ερωτοαπαντήσεων!