Γράφει ο Αλέξανδρος Δαλακούρας
Αποτελεί κοινό τόπο ότι εγγενείς αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος και χρόνια προβλήματα υπονομεύουν τον ρόλο του και τη δυνατότητα αναβάθμισής του. Παρά τον μεγάλο αριθμό δομικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια , η επίλυση της δύσκολης εξίσωσης για την δημιουργία ενός παραγωγικού περιβάλλοντος Λυκείου, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Και αυτό γιατί, οι αλλαγές αυτές είναι επιδερμικές και δεν στοχεύουν στη ρίζα του προβλήματος.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η υποχρεωτική εκπαίδευση στη χώρα μας ολοκληρώνεται στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Κατόπιν, οι μαθητές επιλέγουν αυτοβούλως την συνέχιση της φοίτησής τους σε κάποιο από τα γενικά, επαγγελματικά ή και εσπερινά λύκεια της χώρας. Όμως, με την είσοδο στο εκπαιδευτικό περιβάλλον του Λυκείου, ο μαθητής καλείται να αντιμετωπίσει μία πληθώρα προβλημάτων. Προσπαθεί να αντεπεξέρχεται στις – πολλές φορές- παράλογες απαιτήσεις των μαθημάτων, καθώς η έκταση της ύλης είναι αχανής, με αποτέλεσμα να μην αφομοιώνεται από την πλειοψηφία των μαθητών. Επιπροσθέτως, αναγκάζεται να παρακολουθεί το σύνολο των μαθημάτων, είτε αυτά εντάσσονται στα ενδιαφέροντά του είτε όχι. Είναι κάπως παράδοξο το γεγονός ότι ο μαθητής καλείται ελεύθερα να επιλέξει αν θα συνεχίσει ή όχι την φοίτησή του, ενώ δεν μπορεί να διαλέξει- πέραν των βασικών μαθημάτων- τα υπόλοιπα μαθήματα που επιθυμεί να διδαχθεί. Επίσης, εξωθείται στην βαθμοθηρία και γενικότερα σε έναν ανθυγιεινό ανταγωνισμό που πολλές φορές μεταλλάσσεται σε αθέμιτο. Η απουσία καλών επιδόσεων σε ένα βαθμοθηρικό σχολικό περιβάλλον, ωθεί τους αδύναμους μαθητές να νιώθουν μειονεκτικά έναντι των υπολοίπων. Η απογοήτευση και η απαισιοδοξία, σε συνδυασμό με υψηλά επίπεδα άγχους , αποτελούν καθημερινότητα για αυτή την μερίδα των μαθητών. Ενδεικτικό παράδειγμα, είναι τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων, σύμφωνα με τα οποία το 40% των μαθητών επανεξετάστηκε σε ένα ή περισσότερα μαθήματα τον Σεπτέμβρη ( Γιώργος Κιούσης, 2014, Ελευθεροτυπία ). Είναι αναγκαίο επίσης , να ληφθεί υπόψη και ο παράγοντας της εφηβείας, ο οποίος επιδρά σε τεράστιο βαθμό στην ψυχολογία των νέων. Στην ηλικία αυτή, οι νέοι βιώνουν έντονες συναισθηματικές καταστάσεις και διαταραχές οι οποίες κλονίζουν την ψυχική τους υγεία. Δυστυχώς, το σχολείο και δη το Λύκειο, δεν παρέχει σε ικανοποιητικό βαθμό ψυχολογική υποστήριξη και καθοδήγηση σε μαθητές που το έχουν ανάγκη. Συνεπώς, πολλές φορές δεν είναι σε θέση να συνδυάσουν την προσωπική τους ζωή με τη ζωή του σχολείου και καταλήγουν σε αδιέξοδο.
Σαφώς και υπάρχουν εντός του σχολικού περιβάλλοντος ικανότατοι καθηγητές και αξιόλογοι άνθρωποι, οι οποίοι εκτός από το λειτούργημα που επιτελούν αναλαμβάνουν και τον επιπλέον ρόλο του υποστηρικτή-καθοδηγητή μεγάλου αριθμού μαθητών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Όμως, η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων δεν θα πρέπει να αποτελεί τροχοπέδη στην θεσμική κατοχύρωση συμβουλευτικής υποστήριξης εντός της σχολικής μονάδας. Επιπλέον, ίσως θα ήταν ωφέλιμο μετά από προσεκτική μελέτη των δεδομένων και υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να δοθεί η δυνατότητα στους μαθητές να επιλέγουν κάποια από τα μαθήματα τα οποία επιθυμούν να διδαχθούν και τα οποία βρίσκονται εκτός του βασικού ‘’κορμού’’ . Επιπρόσθετα, με αυτόν τον τρόπο οι μαθητές θα ακονίσουν την κριτική σκέψη τους, εφόσον θα πρέπει να ΄΄χαράξουν΄΄ οι ίδιοι το μονοπάτι των μαθημάτων που επιθυμούν να διδαχθούν. Θα αισθανθούν ότι παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους καθώς θα θέσουν τις βάσεις για τη επαγγελματική πορεία που επιθυμούν να ακολουθήσουν . Σαφώς, όλη αυτή η διαδικασία θα τους επιφέρει ψυχική ηρεμία και γαλήνη και θα έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.
Σύμφωνα με έρευνες που διεξήγαγε- και συνεχίζει να διεξάγει- η ΕΛΣΤΑΤ ( Ελληνική Στατιστική Αρχή ), αποδεικνύεται ότι κάθε χρόνο, ο αριθμός των μαθητών που εγγράφονται στην ίδια τάξη αλλά και ο αριθμός των μαθητών που διακόπτουν για οποιονδήποτε λόγο τη φοίτησή τους αυξάνεται. Λαμβάνοντας ως δεδομένο, ότι η δημόσια παιδεία παρέχεται δωρεάν, όπως και επίσης το σύνολο των βιβλίων, ο οικονομικός παράγοντας συμβάλλει σε μικρό βαθμό στην απομάκρυνση των μαθητών από το σχολικό περιβάλλον ( εκτός από το γεγονός ότι κάποια παιδιά παραμελούν το σχολείο για να συμβάλλουν στην αύξηση του οικογενειακού τους εισοδήματος ). Συνεπώς, τα κοινωνικά και ψυχικά δεδομένα, είναι αυτά που επηρεάζουν, κυρίως, την αποστροφή ή μη των μαθητών απέναντι στη σχολική μονάδα.
Εξαιτίας των συσσωρευμένων και μακροχρόνιων προβλημάτων που ταλανίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι εξαιρετικά πιθανό να δημιουργήσουν μια τάση αποστροφής των μαθητών απέναντι στο σχολικό περιβάλλον. Ίσως τελικά, οι διαρθρωτικές κινήσεις που λαμβάνουν χώρα, όσο καλοπροαίρετες και αν είναι, να μην στοχεύουν στην πραγματική αιτία του προβλήματος. Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν, η ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος , ύστερα από συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων με την πολιτεία, ώστε πλέον να διενεργηθεί μια ριζική ανανέωση του ρόλου του σύγχρονου σχολείου. Ενός σχολείου, που θα προωθεί την ευγενή άμιλλα, τις διαχρονικές ανθρωπιστικές και κοινωνικές αξίες και που θα δίνει έμφαση κυρίως στην διαμόρφωση υπεύθυνων και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών για μια καλύτερη μελλοντική κοινωνία.
Βιβλιογραφία
- Γιώργιος Κιούσης, Μετεξεταστέα η τράπεζα θεμάτων, Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014. Διαθέσιμο σε:
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=437376
- Ελληνική στατιστική αρχή, Έρευνες Δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης (Γυμνάσια και Λύκεια) Λήξη Σχολικού Έτους 2017, 31 Οκτωβρίου 2019. Διαθέσιμο σε:
https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SED23/-