Γράφει ο Πασχάλης Μπανδάς

Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που έχει απασχολήσει ιστορικά την πολιτική σκηνή της Ισπανίας είναι το απελευθερωτικό κίνημα των Καταλανών. Από τους μεσαιωνικούς χρόνους έως και σήμερα, οι Καταλανοί θεωρούν τους εαυτούς τους διακριτό πληθυσμό από τους υπόλοιπους Ισπανούς και ουκ ολίγες φορές έχουν πιέσει τις κυβερνήσεις για την αυτονόμηση και απόσχιση εν τέλει των περιοχών στις οποίες ζουν, από το κύριο ισπανικό κράτος.
Αν και προερχόμενοι από τους ίδιους λαούς της Ιβηρικής χερσονήσου που αργότερα συνέστησαν το Ισπανικό έθνος, οι Καταλανοί μπορούν να διακριθούν λόγω της γλώσσας τους και της ιδιαίτερης κουλτούρας τους, που τους καθιστά διαφορετικούς από τους υπόλοιπους Ισπανούς και άλλους παρόμοιους λαούς, όπως οι Βαλενσιάνοι και οι Γαλίκιοι. Το εθνικό τους κέντρο βρίσκεται στην βορειοανατολική Ισπανία και στο νότο της Γαλλίας,βόρεια και νότια δηλαδή των Πυρηναίων όρων. Αρχικά, έως και την πρώτη χιλιετία προ Χριστού στην περιοχή κατοικούσαν Κέλτες, ένα Ινδοευρωπαϊκό φύλο, και Βάσκοι, ένας λαός γηγενής στην Ιβηρία. Στη συνέχεια, οι πληθυσμοί αυτοί είδαν την άφιξη Ελλήνων και Καρχηδόνιων και την ίδρυση των αποικιών τους, οι οποίες διαδοχικά κατελήφθησαν από τους Ρωμαίους. Ακολούθησε η επέλαση των γερμανικών φύλων οι οποίοι με τη σειρά τους διώχθηκαν από τους Άραβες, οι οποίοι και κυριάρχησαν στην περιοχή έως και την ένδοξη περίοδο της Ρεκονκίστα, οπότε και οι Ισπανοί απολαμβάνουν έπειτα από αιώνες, πραγματική αυτονομία.
Όπως και ήταν φυσικό για την Δυτική Ευρώπη την εποχή εκείνη, η περιοχή ήταν χωρισμένη σε φέουδα/κρατίδια, όπως αυτό του Εμπορίου και αυτό της Βαρκελώνης. Το δεύτερο, ενώθηκε με το Βασίλειο της Αραγωνίας για να σχηματίσει το Στέμμα της Αραγωνίας, του οποίου ο ηγέτης, ο Φερδινάνδος παντρεύτηκε την Βασίλισσα της Καστίλλης, Ισαβέλλα, σχηματίζοντας την ενιαία Ισπανία του σήμερα για πρώτη φορά. Ήδη πριν από την ένωση, τα καταλανικά κρατίδια είχαν διαφορετική οργάνωση από τα κυρίως ισπανικά.
Για τον Πιέρ Βιλάρ, έναν σπουδαίο ιστορικό που ασχολήθηκε με την Καταλονία, η προσωπικότητά της επαρχίας αυτής διαφαινόταν ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους και ταυτιζόταν κυρίως με τις παραγωγικές της διαδικασίες και την ενασχόληση των πολιτών της και των επισκεπτών της με το εμπόριο. Με λίγα λόγια, η Καταλονία ήταν ιστορικά κέντρο παραγωγής και οικονομίας. Η ιδιότητα αυτή παρέμεινε μέχρι και τον 15ο αιώνα, ο οποίος είδε την Καταλονία να μετατρέπεται από ναυαρχίδα της Ισπανικής οικονομίας σε ένα αδιάφορο, ίσως ανήμπορο, μέρος του Στέμματος. Είναι αξιοσημείωτο δε, πως παρά την κατάσταση στους υπόλοιπους τομείς, η Καταλονία κατάφερε να διατηρήσει τους αρχαίους νόμους της και τα έθιμα της ακόμα και μετά την ενοποίηση της Ισπανίας. Αυτά επρόκειτο για τα Καταλανικά Συντάγματα, ένα σύνολο από νόμους που εξέδιδαν οι αρχές και οι οποίοι είχαν προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου σώματος νόμων. Μπορεί κανείς μάλιστα, να χαρακτηρίσει τη νομοθεσία της μεσαιωνικής Καταλονίας ως το πιο ολοκληρωμένο και προοδευτικό, από την άποψη πως παρόμοιες νομοθεσίες δεν εμφανίσθηκαν για αρκετούς αιώνες ακόμα, σύστημα της εποχής.
Ωστόσο, μετά τον καταλανικό εμφύλιο τη δεκαετία του 1460 αλλά και λόγω των συγκρούσεων των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, μεγάλο μέρος του πληθυσμού εγκατέλειψε την περιοχή, η οποία δεν συμμετείχε καθόλου πλέον στις ισπανικές υποθέσεις. Μάλιστα, δεν συμμετείχε στην εξαγωγή εμπορικών προϊόντων στις αποικίες της αυτοκρατορίας στην Αμερική . Οι ισπανικές αρχές αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν τα Συντάγματα των Καταλανών και να ενισχύσουν παράλληλα την οικονομία τους, ώστε να επανέλθει στην αίγλη των προηγούμενων αιώνων. Παρόλα αυτά, η περιοχή συνέχισε να υποβαθμίζεται, με την ύπαιθρο μάλιστα τους επόμενους αιώνες να εμφανίζει αξιοσημείωτο ακόμα και για την εποχή αριθμό ληστών και αναρχίας.
Η Καταλονία εν τέλει αφομοιώθηκε ολοκληρωτικά από το Ισπανικό κράτος μετά τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, κάτι που άλλαξε τα δεδομένα προς το καλύτερο. Οι αυτοκρατορικές διατάξεις περί εμπορίου και εσωτερικής οργάνωσης την επέτρεψαν να επανέλθει οικονομικά, σε σημείο που κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ήταν η πιο ενεργή επαρχία της Ιβηρικής χερσονήσου. Η μέση και υψηλή τάξη της Καταλανής κοινωνίας από εκεί και πέρα αφοσιώθηκαν για άλλη μια φορά στο εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ αργότερα διείσδυσαν στα μεγάλα πολιτικά κόμματα της Ισπανίας. Αυτήν την περίοδο υπάρχει μια χαρακτηριστική και ειρωνική αντίθεση. Αν και οι Καταλανοί έχουν ήδη αποκτήσει συνείδηση της ταυτότητάς τους, εμφανίζουν επίπεδα ισπανικού πατριωτισμού όχι χαμηλότερα από τις υπόλοιπες επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Παρά την διάδοση των Ισπανικών, ή αλλιώς γλώσσας της Καστίλλης, οι Καταλανοί διατήρησαν την ομιλία της γλώσσας τους. Υπήρξαν τρεις λόγοι που συνέβαλαν σε αυτό. Ο πρώτος ήταν η προώθηση της Καταλανικής από τους Γάλλους επαναστάτες για στρατολογικούς σκοπούς. Μάλιστα, κατά την Ναπολεόντεια κατοχή της Ισπανίας, η Καταλανική κατέστη επίσημη γλώσσα στα εδάφη που απαντούσε. Ο δεύτερος λόγος ήταν οικονομικός, καθώς η Καταλονία βρισκόταν, παρότι πλούσια, στην περιφέρεια της οικονομικής δραστηριότητας της Ισπανίας. Οι πιέσεις που ασκούσαν οι Καταλανοί αστοί δεν είχαν αρκετά γρήγορη απάντηση από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα δυσπραγία στις επιχειρήσεις τους, ενώ μέχρι και οι σιδηρόδρομοι δεν σχεδιάζονταν με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Καταλανών στο νου. Αυτό οδήγησε σε ανάπτυξη περαιτέρω τοπικιστικών ιδεών.
Δύο φορές υπήρξε απόπειρα από Ισπανούς πολιτικούς να πολιτικοποιήσουν την Καταλανική γλώσσα, με ανάποδο ωστόσο αποτέλεσμα. Η πρώτη και πιο σοβαρή, αποτέλεσε μια στάση απεργίας υποκινούμενη από τον ΜαδριλένοΑλεχάνδρο Λερού, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ισπανίας, το 1909, που προκάλεσε διχόνοια ανάμεσα στους Καταλανούς και καταστροφές σε Εκκλησίες και βανδαλισμούς στην Βαρκελώνη από αναρχικά στοιχεία, που ταυτίζονταν με τις απόψεις του. Μάλιστα, το όνομα του σήμερα ισοδυναμεί μάλιστα με την πολιτικοποίηση της Καταλανικής και την εκμετάλλευση των ομιλητών της. Αυτή η συσπείρωση των Καταλανών, η ενίσχυση της γλώσσας τους και η στάση των κέντρων της Ισπανίας απέναντί τους οδήγησε στη ανάπτυξη, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενός κινήματος ανάλογου των άλλων Ευρωπαϊκών, που ονομάστηκε Καταλανή Αναγέννηση. Ακολουθώντας το ρεύμα του επίκαιρου εθνικισμού, δόθηκε έμφαση στην ποίηση και το θέατρο, καθώς και στην Καταλανική λογοτεχνία, η οποία αναζωογονήθηκε. Αυτή η κινητικότητα της γλώσσας κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1930, που είδε πρωτοφανή αριθμό εφημερίδων, βιβλίων και γενικά έντυπου υλικού στην Καταλανική.
Το πρώτο σύγχρονο κίνημα εθνικισμού αναπτύχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες, ωστόσο ανακόπηκε το 1923 από το πραξικόπημα του Πρίμο ντε Ριβέρα, του στρατιωτικού διοικητή της Καταλονίας, ο οποίος προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση που επέφεραν οι ¨διεφθαρμένοι’ πολιτικοί του κοινοβουλευτικού συστήματος των τελευταίων χρόνων. Το κίνημα αυτό, που υποστηρίχθηκε από τον Βασιλέα Αλφόνσο τον 13ο, βρήκε απήχηση στις μεσαίες και υψηλές τάξεις των Καταλανών, οι οποίοιτον θεώρησαν ικανό να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή, αλλά και να προωθήσει την Καταλονία. Ιδιαίτερα οι ελίτ Καταλανοί, τον είδαν ως απάντηση στις εργατικές απεργίες που τους απειλούσαν. Ο ντε Ριβέρα ωστόσο, παρά τις δηλώσεις του περί αυτονόμησης όσων τον υποστήριξαν, απαγόρευσε τη χρήση της Καταλανικής στις δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις. Αυτό αποτέλεσε και την δεύτερη περίπτωση όπου η Καταλανική ενισχύθηκε λόγω πολιτικών συγκυριναζών, παράλληλα με την απεργία του Λερού που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του ντε Ριβέρα, όποια ροή είχαν βρει στην πολιτική σκηνή προηγουμένως οι Καταλανοί εθνικιστές βρέθηκε σε αδιέξοδο. Παρόλα αυτά, η υποστήριξη του Καταλανισμού εντάθηκε και μετατοπίστηκε στα αριστερά του πολιτικού ισοζύγιου. Βέβαια, ακόμα και η μεσαία τάξη ήταν πλέον ανοιχτά ενάντια στο Ισπανικό κράτος. Ο αρχηγός του κινήματος των Καταλανών ήταν αυτή την περίοδο ο Φρανθεσκ Μασιά, ένας πρώην αξιωματικός του Στρατού ο οποίος παρά την μηδαμινή γνώση του περί οικονομικών και την απλότητα των ιδεολογικών του αντιλήψεων έγινε δημοφιλής και ίδρυσε το 1923 το κόμμα ‘Καταλανικό Κράτος’, ως άμυνα ενάντια στην δικτατορία του ντε Ριβέρα. Το κόμμα διακρινόταν για τις ακραίες θέσεις των μελών του και δεν δίσταζε να προβαίνει σε τρομοκρατικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα τις απόπειρες δολοφονίας του Βασιλιά Αλφόνσο ή την αποτυχημένη εισβολή στα Πυρηναία. Μετά την απόσυρση του ντε Ριβέρα, η νέα ρεπουμπλικανική κυβέρνηση συμφώνησε με τον Μασιά να εκκινήσει τις διαδικασίες για την αυτονόμηση της Καταλονίας και τον Αύγουστο του 1931 οι Καταλανοί με δημοψήφισμα έδειξαν υποστήριξη της τάξης του 80 τοις εκατό σε ένα ενδεχόμενο αυτόνομο κράτος τους. Σταδιακά, οι εσωτερικές εξουσίες και αρμοδιότητες της περιοχής μεταφέρθηκαν από την κεντρική κυβέρνηση στη Μαδρίτη στην κυβέρνηση της Καταλονίας.
Η διαμάχη μεταξύ ρεπουμπλικάνων και Καταλανών ωστόσο συνεχίστηκε, ειδικά μετά το θάνατο του Μασιά και το 1934, ακραίοι Καταλανοί εξεγέρθηκαν ε σκοπό τη διεκδίκηση του απόλυτου ελέγχου των υποθέσεων της πατρίδας τους. Εξέγερση η οποία σχεδόν αμέσως εξαϋλώθηκε από τον ισπανικό στρατό. Η δεύτερη πολιτική κίνηση των Καταλανών απέτυχε με πολύ χειρότερο τρόπο από την πρώτη, αφού αυτή τη φορά δεν κατάφεραν να διατηρήσουν ουδεμία πολιτική δύναμη, με το σύνολο των αρμοδιοτήτων της κυβέρνησής τους να μεταφέρεται εκ νέου στην πρωτεύουσα.
Κατά το πρώτο έτος του ισπανικού εμφυλίου, η Καταλονία ήταν εντελώς ανεξάρτητη, με τις πιο ριζοσπαστικά αριστερές ομάδες να έχουν αναλάβει την διακυβέρνηση. Λόγω διαμαχών στο εσωτερικό, η επαρχία αυτή δε συνέφερε στη γενικότερη πολεμική προσπάθεια ενάντια στις δυνάμεις των Εθνικιστών. Μετά τη νίκη του Φράνκο, η κατάσταση για τους Καταλανούς χειροτέρευσε δραματικά. Απαγορεύθηκε η χρήση της Καταλανικής σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, σε γιορτές και θρησκευτικές τελετές, τα βιβλία γραμμένα στη γλώσσα αυτή αφαιρέθηκαν από όλα τα βιβλιοπωλεία και γενικά υπήρχε πίεση για αντικατάστασή της σε όλους τους τομείς της ζωής. Από το 1945 και μετά ωστόσο η κυβέρνηση Φράνκο αποδέχθηκε την αντικειμενική δυσκολία του εγχειρήματος αυτού και επέτρεψε σταδιακά την εισχώρηση της γλώσσας στο δημόσιο βίο. Η ζημιά είχε ήδη γίνει πάραυτα, με πολλούς Καταλανούς υποστηρικτές του Φράνκο να κάνουν λόγο για την ισπανικότητά τους -επρόκειτο για τους λεγόμενους ‘εσπανιολίστας’- γεγονός που συνέβαλε στην υποχώρηση της ίδιας τους της γλώσσας έναντι των ισπανικών. Η αναβίωση της περιοχής δεν ήρθε παρά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν και χιλιάδες εργάτες από τη νότια Ισπανία μετανάστευσαν στην Καταλονία και ενίσχυσαν τον παραγωγικό κλάδο, χωρίς ωστόσο να ασπαστούν απαραίτητα την κουλτούρα, γλώσσα και ταυτότητα της περιοχής.
Φτάνοντας στη δεκαετία του 1970, ο μισός πληθυσμός της Καταλονίας αποτελούσε ακριβώς αυτό, δηλαδή άτομα χωρίς κάποια σύνδεση με την περιοχή στην οποία ζούσαν. Αυτή όμως η σκληρή και στοχευμένηπολτική του Φράνκο που είχε σκοπό την αποδυνάμωση των Καταλανών οδήγησε αντιθέτως στην πολιτικοποίηση σχεδόν όλων τους. Ακόμα και οι εσπανιολίστας είδαν την ανάγκη για συσπείρωση γύρω από το κοινό καταλανικό κίνημα. Ένα κίνημα που ενισχύθηκε παράλληλα και από την ύπαρξη παρόμοιων κινημάτων στην Σκωτία και την Φλαμανδία.
Η σύγχρονη έκφραση του Καταλανισμού ξεκινά το 2003 όταν ο Χοσέ ΛουίςΘαπατέρο, πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας δεσμεύτηκε πως στην περίπτωση που εκλεγεί πρωθυπουργός θα υποστηρίξει κάθε προσπάθεια της Καταλανικής κυβέρνησης να μεταβάλλει το καθεστώς αυτονομίας της ως προς το ισπανικό κράτος. Πράγματι το 2005 η καταλανική κυβέρνηση ενέκρινε τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Καταλονίας, η οποία ωστόσο τροποποιήθηκε από τον Θαπατέρο και αφαιρέθηκε η χρήση του όρου ‘έθνος’ αναφερόμενο στους Καταλανούς στο κυρίως κείμενο, αφού υπήρξαν ανησυχίες από πολιτικές ομάδες πως με αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την αυτονόμηση και άλλων ομάδων, όπως οι Βάσκοι. Αν και ο νέος Χάρτης εγκρίθηκε, η πλειοψηφία των διατάξεών του κρίθηκαν άκυρες από το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010. Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των υποστηρικτών της απόσχισης σήμερα είναι πως η Καταλονία παράγει το 20 τοις εκατό του πλούτου της Ισπανίας αλλά λαμβάνει τα μισά σε χρηματοδότηση και επενδύσεις από το κράτος.
στοιχείο που οδηγεί σε υποστήριξη της αυτονομίας είναι η ακμάζουσα ανεργία στην περιοχή, ειδικά στους νέους Από την άλλη, το Σύνταγμα της Ισπανίας αναγκάζει την εκάστοτε κυβέρνηση να διασφαλίζει τη συνοχή του ισπανικού λαού ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, κάτι που δυσχεραίνει τις ελπίδες των Καταλανών για λύση στο ζήτημά τους. Εξάλλου, το μεγάλο δημοψήφισμα περί αυτονομίας που πραγματοποιήθηκε το 2017 κρίθηκε δικαστικά παράνομο και οι οργανωτές του συνελήφθησαν.
Η δήλωση της Ισπανίας πως δε θα δεχόταν την Σκωτία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αν αυτή αυτονομείτο είναι ακόμα ένας παράγοντας που φέρνει σε σκέψεις τους Καταλανούς, αφού η είσοδός τους στην ΕΕ ως ανεξάρτητο κράτος είναι δεδομένα αδύνατη. Ωστόσο, πάνω από δύο εκατομμύρια Καταλανοί ψήφισαν υπέρ μιας ανεξάρτητης καταλανικής δημοκρατίας, δείχνοντας πως το κίνημα του καταλανισμού δεν έχει πεθάνει και πως παρά τις αντίξοες συνθήκες και την αβεβαιότητα, συνεχίζει και θα συνεχίσει να αποτελεί καθημερινό ζήτημα στο δημόσιο βίο της Ισπανίας για πολλά χρόνια.
Πηγές:
Satre, J., Lahbib, B., Kiesle, M., Aucoin, C., Miller, A., Henic, A., Audibert, N. M., Mehiar, L., Goos, C., Iurchenko, I., Vlas, C., &Latre, R. (2021). Spain: Basque and Catalan Separatism. In E. Bynum, L. Fluegel-Carew, S. Jones, R. Kishi, & C. Raleigh (Eds.), POLITICAL DISORDER IN EUROPE: 10 CASES FROM ACLEDʹS NEW EXPANSION (pp. 15–17). Armed Conflict Location & Event Data Project.
Carrera, X. V. (2014). THE DOMAIN OF SPAIN: How Likely Is Catalan Independence? World Affairs, 176(5), 77–83.
Medhurst, K. (1976). The Prospects of Federalism: The Regional Problem after Franco. Government and Opposition, 11(2), 180–197.
Laitin, D. D., & Gómez, G. R. (1992). Language, Ideology, and the Press in Catalonia. American Anthropologist, 94(1), 9–30.
Laitin, D. D. (1989). Linguistic Revival: Politics and Culture in Catalonia. Comparative Studies in Society and History, 31(2), 297–317.
Payne, S. (1971). Catalan and Basque Nationalism. Journal of Contemporary History, 6(1), 15–51.
Πηγή εικόνας: https://www.euronews.com/2021/12/18/thousands-of-catalans-protest-against-decision-for-more-spanish-in-schools