Περιορισμοί στη σύγχρονη παρέμβαση και επίλυση συγκρούσεων
γράφει η Βασιλική-Χριστίνα Χατζηιωάννου
Σε περίπου 50 ζώνες συγκρούσεων, ανά τον κόσμο, περίπου 1,5 δις άνθρωποι ζουν υπό την απειλή βίας. Σε πολλά από αυτά τα κράτη επιθεωρητές της τάξης και της ασφάλειας δεν είναι ούτε οι αστυνομικοί ούτε οι κυβερνητικοί στρατιώτες αλλά τα στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών. Με περισσότερους από 78.000 στρατιώτες και 25.000 πολίτες διασκορπισμένους σε 14 χώρες, οι ειρηνευτικές δυνάμεις των ΗΕ αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που αναπτύσσεται στο εξωτερικό, ύστερα από τον στρατότων ΗΠΑ.
Η φιλοδοξία του έργου τους είναι τεράστια. Από την Αιτή στο Μαλί, από το Κοσσυφοπέδιο ως το ΝότιοΣουδάν, οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ έχουνπροσαρμοστεί ώστε να δύνανται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των διάφορων συγκρούσεων και μάλιστα σε ένα εξαιρετικά μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο και σε χώρες οι οποίες έχουν διαλυθεί από τον πόλεμο. Οι σημερινές πολυδιάστατες επιχειρήσεις ειρήνηςκαλούνται όχι μόνο να διατηρήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις να καταφέρουν τη μετατροπή κρατικών μηχανισμών και κοινωνιών μέσω της προστασίας των πολιτών, της εκπαίδευσης των αστυνομικών δυνάμεων, του αφοπλισμού των πολιτοφυλακών, της παρακολούθησηςτων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προώθησης της ισότητας των φύλων κοκ.
Στη πραγματικότητα, όμως, οι ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών πάρα πολύ συχνά δεν ανταποκρίνονται στους βασικούς τους στόχους. Σε πολλές εξελίξεις, καταλήγουν να παρακολουθούν αβοήθητες ενώ ο πόλεμος μαίνεται. Σε άλλες, οργανώνουν εκλογές και δηλώνουν τη νίκη χωρίς να έχουν διορθώσει τις βαθύτερες αιτίες που τους έφεραν εκεί – καθιστώντας πολύ πιθανό ότι οι μάχες και οι εχθροπραξίες θα εκτοξευθούν ξανά σύντομα. Μερικές φορές, λίγες μέρες αργότερα, η βία επανέρχεται και πάλι.
Μέρος του λόγου αυτής της αποτυχίας είναι η έλλειψη πόρων. Είναι δύσκολο να κατηγορήσουμε τον ΟΗΕ για αυτό, δεδομένου ότι βασίζεται σε συνεισφορές των μελών του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι μια θεμελιώδης παρεξήγηση σχετικά με το τι κάνει μια «σταθερή ειρήνη». Η στρατηγική του ΟΗΕ ευνοεί τις συμφωνίες κορυφής προς τα κάτω (top– down deals) που επιλέγει τη συνεργασία με τις ελίτ και θέτει ως στόχο τη διεξαγωγή εκλογών. Αλλά αυτό παραμελεί αυτό που πρέπει να είναι το βασικό στοιχείο της προσέγγισής τους: την υιοθέτηση στρατηγικών από τη βάση προς τα πάνω (bottom –up strategies), οι οποίες βασίζονται στην τοπική γνώση και επιτρέπουν στον ίδιο τον λαό να καθορίσει τον καλύτερο τρόπο για την προαγωγή της ειρήνης.
Γιατί ο ΟΗΕ δεν μπορεί να τερματίσει πολέμους;
Οι υπερασπιστές του ΟΗΕ ορθώς επισημαίνουν ότι οι ειρηνευτικές δυνάμεις έχουν μία από τις σκληρότερες θέσεις εργασίας στον κόσμο. Λειτουργούν σε χώρους γεμάτους αδίστακτες πολιτοφυλακές, καταχρηστικούς στρατούς, διεφθαρμένους αξιωματούχους και υποβαθμισμένες υποδομές. Οι οδηγίες του Συμβουλίου Ασφαλείας για την υποστήριξη της κυβέρνησης-υποδοχής περιπλέκουν ακόμη περισσότερο το καθήκον τους, καθώς οι αντάρτες είναι λιγότερο πρόθυμοι να συνεργαστούν όταν πιστεύουν ότι ο ΟΗΕ βοηθά τον εχθρό.
Στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ο προϋπολογισμός του ΟΗΕ για τη διατήρηση της ειρήνης μπορεί να φαίνεται εντυπωσιακός. Αλλά ισοδυναμεί με λιγότερο από το 0,5% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, και με αυτό, ο οργανισμός αναμένεται να βοηθήσει στην επίλυση περισσότερο από το ένα τέταρτο όλων των συνεχιζόμενων πολέμων. Η κύρια συνέπεια είναι λίγοι άνθρωποι στο έδαφος. Στο Κονγκό, για παράδειγμα, στην επαρχία του Βόρειου Κίβου – όπου η σεξουαλική βία είναι διαδεδομένη –η επιχείρηση στελεχώνεται από έναν μόνο εθελοντή του ΟΗΕ εδώ και χρόνια. Επίσης, υπάρχει περίπου ένας ειρηνοποιός ανά 400 τετραγωνικά μίλια στη Δυτική Σαχάρα, ένας ανά 50 τετραγωνικά μίλια στο Κονγκό και ένας ανά 30 τετραγωνικά μίλια στο Νότιο Σουδάν.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ο ΟΗΕ δεν διαθέτει δική του ομάδα στρατιωτών, πρέπει να στηρίζεται στην καλή θέληση των κρατών μελών του. Οι χώρες είναι απρόθυμες να διακινδυνεύσουν τη ζωή των στρατευμάτων τους σε συγκρούσεις στις οποίες δεν έχουν πείρα και έτσι χρειάζονται συχνά μήνες για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις που χρειάζεται. Όταν το κάνει τελικά, καταλήγει σχεδόν πάντοτε σε ανεπαρκώς εκπαιδευμένους στρατιώτες από αναπτυσσόμενες χώρες.
Τοπικό ενδιαφέρον, τοπική δράση
Σε πολλές ζώνες συγκρούσεων, οι ειρηνευτικές δυνάμεις είναι οι μόνες που προστατεύουν τους πληθυσμούς από καταχρήσεις από τους εθνικούς στρατούς και τις ομάδες ανταρτών. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία, οι ειρηνευτές χρειάζονται περισσότερα χρήματα, περισσότερη υλικοτεχνική υποστήριξη και περισσότερους ανθρώπους μαζί με πιο ρεαλιστικές οδηγίες. Επιπλέον, το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να αναγκάσει τις χώρες που συνεισφέρουν στρατεύματα να σταματήσουν να παρεμβαίνουν στις επιτόπιες επιχειρήσεις και να ενημερώσουν τους αξιωματικούς τους να σέβονται την αλυσίδα διοίκησης του ΟΗΕ.
Ο ΟΗΕ θα πρέπει να επανεξετάσει πώς χρησιμοποιεί τις τοπικές λειτουργιές εδραίωσης της ειρήνης. Oι ειρηνευτικές δυνάμεις θα πρέπει να χρησιμοποιούν την τεχνική τους εμπειρογνωμοσύνη με διαφορετικό τρόπο: να προτείνουν διάφορες επιλογές, να εξηγούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καθενός και να προσφέρουν χρηματοοικονομική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και τεχνική στήριξη για την υλοποίηση οποιωνδήποτε σχεδίων οι τοπικοί ενδιαφερόμενοι συμφωνούν.
Σήμερα
Λίγο περισσότεροι από 110.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί και πολιτικοί υπάλληλοι υπηρετούν σε 14 ειρηνευτικές αποστολές, που αντιπροσωπεύουν μείωση τόσο του προσωπικού όσο και των ειρηνευτικών αποστολών, ως αποτέλεσμα των ειρηνικών μεταβάσεων και της ανοικοδόμησης λειτουργικών κρατών. Ωστόσο, ημείωση των αποστολών και διατήρησης της ειρήνης κατά τα παρελθόντα έτη δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ΟΗΕ μειώνονται. Η εμφάνιση νέων συγκρούσεων που ξεπερνούν τα τοπικά και περιφερειακά σύνορα σηματοδοτεί ότι η ζήτηση για επιτόπιες αποστολές αναμένεται να παραμείνει υψηλή και η διατήρηση της ειρήνης θα συνεχίσει να είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα επιχειρησιακά καθήκοντα του ΟΗΕ.
Η προτιμώμενη στρατηγική της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων απλώς δεν λειτουργεί: η διατήρηση της ειρήνης, όπως εφαρμόζεται επί του παρόντος, είναι σαν ένα τσιρότο σε μια τραυματική πληγή. Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει ένας τρόπος επανεξέτασης της τρέχουσας στρατηγικής, ώστε να έχει καλύτερη βάση για τη δημιουργία μόνιμης ειρήνης: να βασιστεί περισσότερο στους ίδιους τους ανθρώπους που προσπαθεί να προστατεύσει.
Πηγές: