Loading...
Latest news
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Το τουρκικό αίτημα για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και τα κίνητρα που υποκρύπτονται πίσω από αυτό

Γράφει ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης, τουρκολόγος-διεθνολόγος

Πριν από μερικές μέρες ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (Mevlüt Çavuşoğlu) επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της (απο)στρατικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αυτό και ότι η Τουρκία επιθυμεί να το συζητήσει «μαζί με τις άλλες διαφορές στο Αιγαίο, με σκοπό την επίλυσή τους μέσω του διαλόγου». Η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι η τουρκική πλευρά ανακινεί και θέτει διαρκώς νέα ζητήματα, με σκοπό να περιληφθούν σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» από την οποία η Τουρκία πιστεύει ότι θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη, είτε εδαφικά, είτε νομικά, διπλωματικά ή στρατιωτικά. Η ελληνική πλευρά οφείλει να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες αυτές με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το τουρκικό αίτημα για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα προβάλλει την Ελλάδα ως χώρα που δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες, με σκοπό να ζημιώσει τη διεθνή εικόνα της, να τη στερήσει από την υποστήριξη τρίτων κρατών και να υποβαθμίσει τον έκνομο ή παράνομο χαρακτήρα των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.[1] Κατά συνέπεια, θεωρώ πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να συζητήσει ένα τέτοιο ζήτημα σε διμερή ή πολυμερή βάση, ενώ η παραπομπή του στη διαιτησία ενός διεθνούς οργάνου (ακόμη κι αν αυτό είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για τα ελληνικά συμφέροντα. Παρά ταύτα, αξίζει να δούμε πως προέκυψε το θέμα αυτό, και κατά πόσο έχουν νομική βάση ή όχι οι τουρκικοί ισχυρισμοί.

Οι πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάνης και η επιλεκτική ερμηνεία τους

Σε αντίθεση με την σαφώς ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση της Τουρκίας ότι «όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατικοποιημένα», η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες. Η πρώτη συνθήκη στην οποία αναφέρονται περιορισμοί ως προς την στρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου είναι η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), το Άρθρο 13 της οποίας ορίζει ότι «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα: 1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου. 2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Τουρκική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων. 3. Αι ελληνικαι στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».[2]

Πέρα από όσα αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, ιδιαίτερη σημασία έχουν και όσα δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, οι παραπάνω διατάξεις αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν προβλέπονται περιορισμοί ως προς αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο, όπως σταθμοί παρακολούθησης, ραντάρ κ.ά.[3] Επίσης σημαντικό είναι το ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν αφορούν όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που αναγνωρίζονται ως ελληνικά, αλλά μόνο τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία (τα Δωδεκάνησα δεν ήταν ακόμα μέρος της ελληνικής επικράτειας).Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αποστρατικοποίησης για γειτονικά νησιά όπως ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά, οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι, στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει χωρίς να υπάρχει κανένας συμβατικός περιορισμός.

Κατά συνέπεια, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν στην μερική αποστρατικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό να διευκολύνουν την προσέγγιση των μέχρι πρότινος εμπόλεμων, εντάσσοντας μάλιστα στη σχετική ρύθμιση μια οιονεί ρήτρα αμοιβαιότητας (βλ παράγραφο 2 περί μη υπέρπτησης σε παραμεθόριες περιοχές), την οποία φυσικά δεν επικαλείται και δεν τηρεί η γειτονική χώρα, καθώς οι παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ αρκετά συχνές είναι και οι υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά καθαυτά. Άραγε στην αντίληψη των Τούρκων ιθυνόντων που επικαλούνται «τις διεθνείς συνθήκες» οι πρόνοιες που δεσμεύουν τη δική τους χώρα δεν οφείλουν να τηρούνται; Και αν αυτή είναι η ερμηνεία που δίνουν, με ποιο δικαίωμα ζητούν να συμμορφωθεί η ελληνική πλευρά σε ότι αρνούνται να τηρήσουν οι ίδιοι;

Στον βαθμό που ένα από τα δύο κράτη θέτει ζήτημα επανόδου στους περιορισμούς στρατικοποίησης της Λωζάνης, θα έπρεπε πέραν της αμοιβαιότητας να υπάρχει και αναλογικότητα. Την εποχή που προβλέφθηκαν τα παραπάνω, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στάθμευαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άμεσα και εύκολα σε περίπτωση ανανέωσης των συγκρούσεων (παράλληλα με την ανασυνταγμένη στρατιά στη Θράκη). Κατά συνέπεια, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου θεωρούνταν -και ήταν- μια δυνάμει απειλή για τη νέα Τουρκία, και για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε σημαντικό να της δοθούν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της. Εκατό χρόνια αργότερα, η σημερινή πραγματικότητα τείνει προς το αντίθετο, καθώς η Τουρκία ενισχύει διαρκώς τις στρατιωτικές της δυνάμεις και εγκαταστάσεις στα μικρασιατικά παράλια, ενώ παράλληλα αμφισβητεί επανειλημμένα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα -και σε ορισμένες περιπτώσεις (βλέπε «Γκρίζες Ζώνες») την ίδια την ελληνική κυριαρχία. Κατά συνέπεια, αν τίθετο πράγματι ζήτημα επανόδου στους περιορισμούς στρατικοποίησης της Λωζάνης, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να ζητήσει την κατ’ αναλογικότητα θεσμοθέτηση αντίστοιχης αποστρατικοποίησης της απέναντι μικρασιατικής ακτής, σε βάθος ίσο με την απόσταση του δυτικότερου άκρου των παραπάνω νησιών από την ελληνοτουρκική μεθόριο (δηλαδή 60 χλμ) ή και παραπάνω.   

Η Σύμβαση του Μοντρέ και η στρατικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης

Παρότι η Συνθήκη της Λωζάνης φαινόταν να έχει διευθετήσει ικανοποιητικά τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη σύναψη της, η τουρκική ηγεσία ήταν δυσαρεστημένη με το δυσλειτουργικό καθεστώς ελέγχου που προέβλεπε η «Περί των Στενών» Σύμβαση της Λωζάνης.[4] Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία άρχισε -κατά παράβαση των συμβατικών της δεσμεύσεων- να εξοπλίζει και οχυρώνει τα Στενά, ενώ παράλληλα επιδίωξε την εκ των υστέρων αποδοχή του γεγονότος αυτού από τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κρατών (οι οικονομικές διαφορές που είχαν προκύψει από την Ανταλλαγή Πληθυσμών διευθετήθηκαν με το Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930), η ελληνική πλευρά αποφάσισε να υποστηρίξει το τουρκικό αίτημα, υπό την επιφύλαξη ότι θα καταργούνταν και τα Άρθρα 4, 6 και 7 της Σύμβασης, τα οποία προέβλεπαν την πλήρη αποστρατικοποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου (μεταξύ των οποίων η Λήμνος και η Σαμοθράκη).[5] Η τουρκική ηγεσία συμφώνησε εύκολα με το αίτημα αυτό, και σε επιστολή που έστειλε ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα Ρουσέν Εσρέφ (Ruşen Eşref Unaydın) στον Ιωάννη Μεταξά στις 6 Μαΐου 1936 ανέφερε ότι «Κατ’ εντολήν της κυβερνήσεώς μου, είμαστε εξ ολοκλήρου σύμφωνοι όσον αφορά στη στρατικοποίηση των νησιών ταυτόχρονα με εκείνη των Στενών».[6]

            Σε συνέχεια της συμφωνίας αυτής, τον Ιούνιο του 1936 συγκλήθηκε διεθνής διάσκεψη στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου συμφωνήθηκε η αναθεώρηση της Σύμβασης της Λωζάνης για τα Στενά και η υποκατάστασή της από τη Σύμβαση του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1936).[7] Με αυτήν, καταργήθηκε η υποχρέωση αποστρατικοποίησης των Στενών και η Διεθνής Επιτροπή των Στενών, τα καθήκοντα της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Τουρκία.[8] Με δεδομένο ότι η τελευταία είχε ήδη εξοπλίσει τα ηπειρωτικά εδάφη της ζώνης των Στενών, με το πέρας της διάσκεψης έσπευσε να οχυρώσει και τα νησιά της ζώνης αυτής (δηλαδή τα νησιά της Προποντίδας, την Ίμβρο και την Τένεδο), ενώ η Ελλάδα οχύρωσε αντίστοιχα τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της τουρκικής εθνοσυνέλευσης που επικύρωσε τη Σύμβαση του Μοντρέ στις 31 Ιουλίου 1936, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rüştü Araş) ανέφερε ότι «Με τη Σύμβαση του Μοντρέ αναθεωρείται και ο όρος της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 που προέβλεπε καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα, γεγονός που μας δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση».[9]

Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, και χωρίς ποτέ στο μεταξύ να έχει αμφισβητηθεί το δικαίωμα της Ελλάδας να στρατικοποιήσει τα νησιά αυτά, το 1969 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε με διάβημα προς την Αθήνα για τις «απόπειρες στρατικοποίησης» της Λήμνου. Μη διαβλέποντας την τουρκική μεταστροφή, η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στο νησί υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με όσα προέβλεπε η Σύμβαση του Μοντρέ.[10] Η τουρκική πλευρά ωστόσο απέρριψε τον ελληνικό ισχυρισμό, υποστηρίζοντας -σε αντίθεση με ότι η ίδια είχε δεχτεί 33 χρόνια νωρίτερα- ότι η Συνθήκη του Μοντρέ είχε αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της Τουρκίας, και ότι εφόσον τα δύο ελληνικά νησιά δεν αναφέρονταν ρητά σε αυτή, η συνθήκη δεν αναθεώρησε τους περιορισμούς στρατικοποίησης νησιών εκτός της τουρκικής επικράτειας. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα υποστήριξε -και επιμένει έκτοτε να υποστηρίζει- ότι για τα ελληνικά νησιά ισχύει το προηγούμενο καθεστώς αποστρατικοποίησης όπως αυτό ορίστηκε από τη Σύμβαση της Λωζάνης.[11] Τόσο η ελληνική πλευρά όσο και αρκετοί νομικοί και διεθνείς αναλυτές έχουν απορρίψει αυτή την ερμηνεία, καθώς το καθεστώς μιας κοινής γεωπολιτικά ζώνης δεν θα μπορούσε να καθορίζεται από διαφορετικές διεθνείς συνθήκες και οι τυχόν αναθεωρήσεις να επηρεάζουν μόνο τη μία πλευρά των συνόρων.[12] Άλλωστε οι όψιμες ενστάσεις της Τουρκίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ίδιο το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών της, Τεβφίκ Ρουστού Αράς, οι οποίες κατά το διεθνές δίκαιο έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.[13] Κατά συνέπεια, οι απόπειρες της Άγκυρας να αμφισβητήσει το δικαίωμα στρατικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης από πλευράς της Ελλάδας δεν έχουν καμία βάση στο διεθνές δίκαιο, και η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις ή βάσεις στα νησιά αυτά, ή σε κάθε περίπτωση τα ίδια δικαιώματα που έχει και η Τουρκία επί των εδαφών της ζώνης των Στενών που βρίσκονται εντός της δικής της επικράτειας.  

Η Συνθήκη των Παρισίων και η (απο)αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων

Τα Δωδεκάνησα αποτελούν μια τρίτη επιμέρους «πτυχή» του όλου θέματος, καθώς δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας ούτε το 1923 ούτε το 1936. Τα νησιά καταλήφθηκαν από την Ιταλία το 1912, κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου που ξεκίνησε μισό χρόνο νωρίτερα (τον Σεπτέμβριο του 1911) για τη Λιβύη. Αναγνωρίστηκαν ως κτήση της Ιταλίας με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, και αποδόθηκαν στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947). Ειδικότερα, το Άρθρο 14 της Συνθήκης αυτής όρισε ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρη κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου»,[14] ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι».[15] Η Τουρκία δήλωσε την εποχή εκείνη ικανοποιημένη από την απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, την οποία έβλεπε ως πολύτιμη σύμμαχο απέναντι στις επιθετικές τότε διαθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Άγκυρα άρχισε να αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεταβίβασης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι η Συνθήκη των Παρισίων δεν τη δεσμεύει επειδή η ίδια η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή.[16] Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Συνθήκη των Παρισίων ρύθμισε αντικειμενικά καθεστώτα τα οποία έχουν καθολική ισχύ έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας, κατά συνέπεια η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί τις διατάξεις της συνθήκης που αναφέρονται στη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα ακόμα κι αν δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος.[17]

            Αντιλαμβανόμενη το αβάσιμο της θέσης της, η Άγκυρα επιχείρησε να συνδέσει το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών με τους περιορισμούς στρατικοποίησης τους, ισχυριζόμενη ότι αφού η Ελλάδα παραβιάζει την παράγραφο 2 του Άρθρου 14, «απονομιμοποιείται» από το να τα κατέχει. Η σύνδεση που επιχειρεί η Τουρκία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αμφισβητεί την ίδια την ελληνική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, ενώ παράλληλα επιχειρεί να εμφανιστεί ως «τοποτηρητής» καθεστώτων στη διαμόρφωση των οποίων δε συμμετείχε. Η απόπειρα αυτή προσκρούει και πάλι σε όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, καθώς σύμφωνα με την αρχή pacta tertiis nec nocent nec prosunt οι συμφωνίες τρίτων δεν παράγουν νόμιμα οφέλη για μη συμβαλλόμενα μέρη.[18] Πρέπει άλλωστε να έχουμε υπόψη ότι η αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων δεν προβλέφθηκε κατόπιν αιτήματος ή πίεσης της Τουρκίας -η οποία όπως αναφέραμε δεν συμμετείχε στη Διάσκεψη Ειρήνης, αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής της στρατηγικής τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να περιορίσει την απειλή που θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις δικές της δυνάμεις στην περιοχή.[19]

Παραβλέποντας και παρερμηνεύοντας τη σοβιετική σκοπιμότητα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η παράγραφος 2 του Άρθρου 14 της Συνθήκης των Παρισίων «συμπληρώνει» το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, εξυπηρετώντας μια λογική «εξισορρόπησης» των συμφερόντων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο. Πέρα από υστερόβουλοι, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ανιστόρητοι και ελάχιστα πειστικοί, καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει τη «διατήρηση ισορροπιών» μεταξύ δύο χωρών που θα εντάσσονταν στο αμυντικό σύστημα της Δύσης, ενώ αντιθέτως υιοθετήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις η αποστρατικοποίηση των εδαφών που παραχώρησαν οι ηττημένες δυνάμεις.[20] Στον βαθμό που κάποιος θα ήθελε πραγματικά να εξετάσει τις προθέσεις της σοβιετικής ηγεσίας, η Μόσχα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητική προς την Τουρκία, λόγω του ότι η τελευταία είχε απορρίψει τους -σκληρούς ομολογουμένως- όρους της για ανανέωση του μεταξύ τους Συμφώνου Φιλίας το 1945.[21] Κατά συνέπεια, τα τουρκικά επιχειρήματα για «διατήρηση των ισορροπιών» στην περιοχή δεν έχουν πραγματική ιστορική ή πολιτική βάση, εκτός αν η Άγκυρα σκόπευε να υποχωρήσει στις σοβιετικές αξιώσεις και να δεχτεί κάποιο είδος σοβιετικής κηδεμονίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Σοβιετική Ένωση μπορεί όντως να εκδήλωνε ενδιαφέρον για την προστασία των τουρκικών συμφερόντων, αποβλέποντας στο να ωφεληθεί και η ίδια. Εναλλακτικά, για ποιον λόγο;

Η τουρκική απειλή και το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας

Υπό το φως των παραπάνω, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ακόμα και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή ότι η Τουρκία δεν στηρίζει πραγματικά την πολιτική ή τα επιχειρήματά της στο διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική, αλλά τα παρερμηνεύει κατά περίπτωση για να αμφισβητήσει το υφιστάμενο καθεστώς και να πιέσει για την αναθεώρησή του, με σκοπό να αποκτήσει ανταλλάγματα, ερείσματα ή δικαιώματα σε περιοχές και πεδία όπου το διεθνές δίκαιο δεν το προβλέπει. Στην περίπτωση της (από)στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει τη δημιουργία μίας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειας της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά της συμφέροντα στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί ή να αντεπιτεθεί σε περίπτωση πολέμου.[22] Το ότι η Άγκυρα απεργάζεται σχέδια αυτού του είδους δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς γνωρίζουμε ότι ήδη το 1956 η πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία σχεδίαζε να καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Χίο, προκειμένου να εκβιάσει λύση της αρεσκείας της στο Κυπριακό.[23]

Η δημοσιοποίηση αυτών των σχεδίων στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων συμβατικών της δεσμεύσεων στο ανατολικό Αιγαίο, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να αμφισβητήσει την ισχύ των διεθνών συνθηκών ή να επιδεινώσει τις ήδη δοκιμαζόμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα άρχισε σταδιακά να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις εγκαταστάσεις στις οποίες αυτές έδρευαν. Όταν η Άγκυρα αντιλήφθηκε και κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η Αθήνα επικαλέστηκε το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ορίζει ότι «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση».[24] Η τουρκική πλευρά αντέτεινε ότι για να ασκηθεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας που προβλέπει ο Χάρτης, θα πρέπει το αμυνόμενο κράτος να έχει δεχτεί ένοπλη επίθεση. Η Ελλάδα διαφωνεί με αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου (δηλαδή η μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική χώρα και η άμεση γειτνίασή τους με τις τουρκικές ακτές) θα καθιστούσαν άνευ αντικειμένου τη λήψη μέτρων αν είχε ήδη εκδηλωθεί τουρκική επίθεση, καθώς η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά σε μικρό χρονικό διάστημα με ελάχιστη αντίσταση. Προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα οφείλει να λάβει μέτρα νόμιμης άμυνας αντίστοιχα της απειλής που αντιμετωπίζει πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση.[25] Η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική τοποθέτηση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση ακόμη και αν αυτή δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί (anticipatory self-defence).

Υπό την έννοια αυτή, είναι τουλάχιστον οξύμωρο ότι το πιο ουσιαστικό επιχείρημα υπέρ της στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει προχωρήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων και υλικού σε σημεία της μικρασιατικής ακτής απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ενώ αμφισβητεί σχεδόν καθημερινά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την ελληνική κυριαρχία στον χώρο αυτό. Παρότι οι τουρκικές κινήσεις που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι πολλές, μια από τις πιο ανησυχητικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς τον Απρίλιο του 1975, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικάνικο.[26] Παρά τις διαβεβαιώσεις τις Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» είναι κατά βάση αμυντικό μέτρο, καθώς έπεται και δεν προηγείται της μερικής στρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα, τόσο η σύνθεση της στρατιάς αυτής όσο και ο όγκος της (35 χιλιάδες μάχιμοι σε καιρό ειρήνης) και η θέση της (στα δυτικά της χώρας) μαρτυρούν τον σκοπό και τη χρησιμότητά της.[27]

Τι πολιτική και ηθική βάση έχει η αποστρατικοποίηση υπό τις σημερινές συνθήκες;  

Αν και η επίκληση του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας εξυπηρετεί προς το παρόν τις ελληνικές θέσεις και ανάγκες, ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα τα ελληνικά συμφέροντα.[28] Ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι ότι το δικαίωμα νόμιμης άμυνας και η αναστολή της συμβατικής υποχρέωσης της αποστρατικοποίησης διαρκούν όσο διαρκεί και το αίτιό τους, δηλαδή η απειλή χρήσης βίας από άλλο κράτος. Κατ’ επέκταση, αν η τουρκική απειλή εκλείψει ή υποβαθμιστεί σημαντικά (πράγμα που φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να συμβεί), η ελληνική πλευρά οφείλει να τηρήσει στο ακέραιο τις συμβατικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο παρελθόν και να αποστρατικοποιήσει τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία και τα Δωδεκάνησα.

Ως μόνιμη «λύση» στο «πρόβλημα» αυτό, ορισμένοι νομικοί και πολιτικοί αναλυτές έχουν προτείνει την επανεξέταση της σκοπιμότητας των διεθνών συνθηκών με βάση τη ρήτρα rebus sic stantibus, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε ισχυριστεί ότι οι πρόνοιες των Συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων που αναφέρονται σε αποστρατικοποίηση θεσπίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τις συνθήκες και ανάγκες εποχών που έχουν παρέλθει ή ανατραπεί ριζικά.[29] Με δεδομένο λοιπόν ότι οι συνθήκες αυτές επιτέλεσαν τον στόχο τους (την εξασφάλιση της ειρήνης και την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ γειτονικών κρατών), θα μπορούσαν οι διατάξεις περί αποστρατικοποίησης να απωλέσουν τη βάση εφαρμογής τους, και οι συνθήκες να διατηρήσουν τη σημασία τους μόνο ως προς τον καθορισμό της κυριαρχίας επί των νησιών.[30]

Θεωρώντας δεδομένο ότι η Άγκυρα θα διαφωνήσει με αυτή την προσέγγιση, η όποια κίνηση ή πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη δοθεί ή ενισχυθεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα αμφισβητεί την ισχύ των διεθνών συνθηκών. Στον βαθμό που μπορεί και πρέπει να τεθεί ένα ζήτημα σχετικό με την (απο)στρατικοποίηση, αυτό δεν είναι η ισχύς των συνθηκών (οι οποίες είναι και οφείλουν να γίνονται σεβαστές), αλλά η προβληματική φύση της αποστρατικοποίησης, καθώς αυτή δε λειτούργησε ως πράξη προστασίας των ειρημένων νησιών και δεν συνοδεύτηκε από ρήτρα αμοιβαιότητας, αλλά χρησιμοποιήθηκε και λειτούργησε ως μία ποινή σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας.[31] Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή προβλέφθηκε δεν υφίστανται -και για την ακρίβεια έχουν ανατραπεί- η Ελλάδα οφείλει σε κάποια ευνοϊκή συγκυρία να επιδιώξει την αναθεώρηση και πρακτική κατάργηση των σχετικών δεσμεύσεων, ώστε να μπορεί απόλυτα ελεύθερη και απερίσπαστη να προβεί στα μέτρα και αντίμετρα που κρίνει απαραίτητα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τουρκική απειλή.

Πηγές

  • Couloumbis Theodore, “Strategic Consensus in Greek Domestic and Foreign Policy since 1974”, Thesis, Vol. 1, No. 4, Winter 1997-8, p. 11-17.
  • Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), Εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, 2001.
  • Drakidis Panagiotis, “La Démilitarisation du Dodécanèse”, Défense Nationale, Avril 1983, Paris, σελ. 123-136.
  • Economides Costas, “Nouveaux elements concernant l’Île de Limnos: un problème totalement artificiel”, Revue Hellénique de Droit International, 1984, σελ. 4-10.
  • Θεοδωρόπουλος Βύρων, Οι Τούρκοι και Εμείς, Εκδ. Τύπος, β’ έκδοση, 1988.
  • Gündüz Asim, Limni Adası’nın Hukukî Statüsü Üzerinde Türk-Yunan Uyuşmazlığı (Η ελληνοτουρκική διαφωνία σχετικά με το νομικό καθεστώς της Λήμνου), İstanbul 1985.
  • Gürel Şükrü, Tarihsel Boyutları İçinde Türk-Yunan İlişkileri (Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα από τις ιστορικές τους διαστάσεις), Ümit Yayıncılık, Ankara 1993.
  • Καλλιβρετάκης Λεωνίδας, Υπόμνημα περί των νησίδων Λιμνιά-Ίμια, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Νοέμβριος 1996.
  • Kut Şule, «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική» στο συλλογικό Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του F. Sönmezoğlu (επιμ.), μετάφραση Χρήστου Τζιβιτζίογλου, Infoγνώμων, 2001.
  • Ντόκος Θάνος, Αλφαβητάρι των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, Κείμενο Εργασίας ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, Νοέμβριος 2010.
  • Πλουμίδης Μ., Η ελληνοτουρκική κρίση, Εκδόσεις Κολλάρος, 1975.
  • , “Has the Demilitarized Status of the Aegean Islands, as Determined by the Lausanne and Paris Treaties, Changed?”, Turkish Review Quarterly Digest, Vol. 1, No. 2, Winter 1985-1986, σελ. 29-46.
  • Ροζάκης Χρήστος, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου και η ελληνοτουρκική κρίση» στο συλλογικό Οι Eλληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, β’ έκδοση, 1991, σελ. 269-492.
  • Ρούκουνας Εμμανουήλ, Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005.
  • Robins Philip, «Στρατός και Διπλωματία: Η Τουρκική Εξωτερική Πολιτική από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου», μετάφραση Ε. Μπαρτζινόπουλου, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004.
  • Συρίγος Άγγελος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ειδική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, 2018.
  • Τενεκίδης Γιώργος, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου» στο Το Αιγαίο και η ελληνοτουρκική κρίση, 1979.
  • Τσιτσόπουλος Γιώργος, Βερέμης Θάνος, «Οι ελληνοτουρκικές αμυντικές σχέσεις, 1945-1987», Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987, Εκδόσεις Γνώση, 1991, σελ. 173-214.
  • Fırat Melek, “Yunanistan’la İlişkiler” (Σχέσεις με την Ελλάδα) στο Oran Baskın (ed.), Türk Dış Politikası: Kurtuluş Savaşından Bügüne Olgular, Belgeler, Yorumlar (Η Τουρκική Εξωτερική Πολιτική), 2. cilt, 9. Baskı, İletişim Yayınları, İstanbul, 2006.
  • Ψωμιάδης Ι. Χαράλαμπος, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, Εκδόσεις Έφεσος, Αθήνα, 2004.

[1] Η Άγκυρα παράλληλα αποβλέπει και σε άλλα οφέλη από την δημιουργία αυτού του ζητήματος, καθώς έτσι προωθεί έμμεσα τις θέσεις της για αναθεώρηση ορισμένων διεθνών καθεστώτων στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα υποβαθμίζει τη στρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου στο ΝΑΤΟ, καθώς ο χαρακτηρισμός των νησιών ως αποστρατικοποιημένα αποκλείει τη χρήση τους στο στρατιωτικό σχεδιασμό. Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», Οι Eλληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, 1991, σελ. 424.

[2] Χ. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, 2004, σελ. 158.

[3] Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 29.

[4] Η Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά καθιέρωσε τον ελεύθερο πλου στα Στενά τόσο για τα εμπορικά όσο και τα πολεμικά πλοία όλων των κρατών, περιορίζοντας την είσοδο πολεμικού στόλου οποιασδήποτε χώρας σε ποσοστό εκτοπίσματος μεγαλύτερο από αυτό που θα διέθετε η Σοβιετική Ένωση. Όρισε ότι θα υπήρχε ελευθερία υπερπτήσεως για όλα τα αεροσκάφη, ενώ όρισε την αποστρατικοποίηση τόσο της χερσαίας ζώνης των Στενών (εκατέρωθεν της Προποντίδας), όσο και των νήσων Ίμβρου, Τενέδου, Σαμοθράκης και Λήμνου. Την εξασφάλιση και επιτήρηση του καθεστώτος αυτού ανέλαβε η Διεθνής Επιτροπή των Στενών που λειτούργησε για 14 χρόνια (1923-1936) υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ).

[5] Τα άρθρα αυτά όριζαν πως «Ουδέν οχυρωματικόν έργον, ουδεμία μόνιμος εγκατάτασις πυροβολικού […] ως και ουδεμία εγκατάστασις στρατιωτικής αεροναυτικής ή ναυτική βάσις δύνανται να υφίστανται εν ταις […] νήσοις. Ουδεμία ένοπλος δύναμις δύναται να σταθμεύη εν αυταίς, εκτός των προς διατήρησιν της τάξεως αναγκαιουσών δυνάμεων αστυνομίας και χωροφυλακής. […] Η Ελλάς δύναται να μεταφέρη τον στόλον της εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιούμενων ελληνικών νήσων, ουχί όμως και να χρησιμοποιή τα ύδατα ταύτα ως βάσιν επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας ή διά ναυτικήν ή στρατιωτικήν συγκέντρωσιν προς τον σκοπόν τούτον». Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 29.

[6] Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα Κ. Βατικιώτης συζήτησε το θέμα αυτό με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rüştü Araş), η αντίδραση του οποίου ήταν απόλυτα θετική. Ο υπουργός δήλωσε πως η Ελλάδα δε θα συναντούσε καμία αντίδραση από πλευράς της Τουρκίας και πως η Αθήνα θα μπορούσε να οχυρώσει όχι μόνο τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Για περισσότερα σχετικά με τις διμερείς διαβουλεύσεις, βλέπε C. Economides, “Nouveaux elements concernant l’Île de Limnos: un problème totalement artificiel”, Revue Hellénique de Droit International, 1984, σελ. 6-8.

[7] Η πλήρης υποκατάσταση της Σύμβασης της Λωζάνης από αυτήν του Μοντρέ ορίστηκε σαφώς στο προοίμιο της τελευταίας, όπου αναφερόταν πως τα συμβαλλόμενα μέρη «απεφάσισαν να υποκαταστήσωσιν την παρούσαν Σύμβασιν εις την Σύμβασιν την υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 24η Ιουλίου 1923». Η υποκατάσταση αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο, και συγκεκριμένα με τον κανόνα Lex posterior derogat priori (δηλαδή «μεταγενέστερος νόμος καταργεί προγενέστερο που ρυθμίζει το ίδιο θέμα»).

[8] Τη Σύμβαση υπέγραψαν εξ ονόματος της Ελλάδας ο Νικόλαος Πολίτης, ειδικός απεσταλμένος της Ελλάδας στο Παρίσι και πρώην υπουργός Εξωτερικών, και ο Ραούλ Μπίμπικα Ροζέττι, μόνιμος απεσταλμένος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών.

[9] Ο Τούρκος υπουργός επίσης ανέφερε ότι «Με την ευκαιρία αυτή, φαίνεται μια ακόμη φορά ένα από τα χαρακτηριστικά της νέας Τουρκίας: να ευχόμαστε για τους φίλους αυτό που ευχόμαστε και για μας και να απευχόμαστε για τους φίλους […] αυτό που εμείς θεωρούσαμε άδικο». Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην τουρκική εξωτερική πολιτική», Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, 2001, σελ. 357.

[10] Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική», 2001, σελ. 356 και A. Gündüz, Limni Adasının Hukukî Statüsü Üzerinde TürkYunan Uyuşmazlığı (Η ελληνοτουρκική διαφωνία σχετικά με το νομικό καθεστώς της Λήμνου), 1985, σελ. 12.

[11] H. Pazarcı, “Has the Demilitarized Status of the Aegean Islands, as Determined by the Lausanne and Paris Treaties, Changed?”, Turkish Review Quarterly Digest, Vol. 1, No. 2, Winter 1985-1986, σελ. 31.

[12] Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου και η ελληνοτουρκική κρίση», 1991, σελ. 434-435. Για περισσότερα σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλέπε C. Economides, “Nouveaux elements concernant l’Île de Limnos: un problème totalement artificiel”, Revue Hellénique de Droit International, 1984, σελ. 4-10.

[13] Η τουρκική πλευρά απορρίπτει αυτό τον ισχυρισμό, θεωρώντας ότι η δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών ήταν προϊόν ενθουσιασμού που στερείται περιεχομένου και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. H. Pazarcı, “Has the Demilitarized Status of the Aegean Islands, as Determined by the Lausanne and Paris Treaties, Changed?”, Turkish Review Quarterly Digest, Vol. 1, No. 2, Winter 1985-1986, σελ. 33. Ωστόσο, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης έχει ορίσει με αφορμή την υπόθεση του νομικού καθεστώτος της ανατολικής Γροιλανδίας το 1931 ότι ο υπουργός Εξωτερικών μιας χώρας μπορεί να δεσμεύει τη χώρα του και προφορικά, χωρίς να χρειάζεται ειδική επ’ αυτού εξουσιοδότηση από την κυβέρνηση του. Το ζήτημα τέθηκε με αφορμή την προφορική διαβεβαίωση που έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας Ihlen στον Δανό πρέσβη στο Όσλο ότι η Νορβηγία δε θα εγείρει διεκδικήσεις στην ανατολική Γροιλανδία, η οποία κατά το Διαρκές Δικαστήριο δέσμευσε τη Νορβηγία στο ζήτημα αυτό, αναιρώντας κάθε μετέπειτα απόπειρα διεκδίκησης. Η αρχή αυτή επαναβεβαιώθηκε με τη Σύμβαση της Βιέννης το 1969. Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο ΙΙΙ, 2005, σελ. 11-12.

[14] Η διατύπωση αυτή κρίθηκε αόριστη από την ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία ζήτησε να συμπεριληφθεί η απαρίθμηση των 14 κυριότερων νησιών του συμπλέγματος. Ως αποτέλεσμα, η αρχική διατύπωση συμπληρώθηκε με τη φράση «τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας». Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια σχετικά με το καθεστώς του συμπλέγματος, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι αναφερόμενες ως παρακείμενες νησίδες είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία κατά την αρχή του πολέμου το 1940. Λ. Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), 2001, σελ. 678-679 και 689.

[15] Λ. Καλλιβρετάκης, Υπόμνημα περί των νησίδων Λιμνιά-Ίμια, 1996, σελ. 16.

[16] Τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων ως προς την Ιταλία είναι αφενός η ίδια η Ιταλία και αφετέρου η Αλβανία, η Αιθιοπία, η Αυστραλία, το Βέλγιο, η Βραζιλία, η Γαλλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, οι Κάτω Χώρες, η Δημοκρατία της Κίνας (σήμερα Ταϊβάν), η Σ.Σ.Δ. της Λευκορωσίας, η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Αφρική, η Σ.Σ.Δ. της Ουκρανίας, η Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση και η Τσεχοσλοβακία.

[17] Για να γίνει αντιληπτό το παράλογο της τουρκικής θέσης, ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα υιοθετεί το τουρκικό «επιχείρημα» περί μη δεσμευτικότητας των συνθηκών στις οποίες δε συμμετείχε. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να αμφισβητήσει το σύνολο των ασιατικών συνόρων της Τουρκίας (με τη Γεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία), καθώς η ίδια δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος στις συνθήκες που όρισαν τα σύνορα αυτά.

[18] Σημαντικό από την άποψη αυτή είναι και το Άρθρο 89 της Συνθήκης των Παρισίων, το οποίο αναφέρει ότι «οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν». Αν θεσπίζεται μια τέτοια διάταξη για σύμμαχες χώρες, ισχύει πολύ περισσότερο έναντι κρατών που δεν υπήρξαν εμπόλεμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία.

[19] Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι οι πρώτες διαμαρτυρίες για «παραβίαση» του καθεστώτος αποστρατικοποίησης έγιναν από τη Σοβιετική Ένωση το 1950, λόγω της παρουσίας του αμερικανικού 6ου Στόλου στην περιοχή. Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ (George Marshall) είχε τότε υποστηρίξει ότι «η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της στα νησιά για να υπερασπίσει τα σύνορά της», δήλωση που ερμηνεύτηκε ως αναγνώριση του δικαιώματος της Ελλάδας να εξοπλίσει τα Δωδεκάνησα.

[20] P. Drakidis, “La Démilitarisation du Dodécanèse”, Défense Nationale, 1983, σελ. 134.

[21] Το Μάρτιο του 1945 ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαφ Μολότωφ (Vyacheslav Molotov) ενημέρωσε την τουρκική κυβέρνηση ότι δεν ήταν εφικτή η ανανέωση του τουρκοσοβιετικού Συμφώνου Φιλίας του 1925 χωρίς ανταλλάγματα, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, έναν περίπου μήνα μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη, η Μόσχα έθεσε ζήτημα «επιστροφής» των άλλοτε ρωσικών επαρχιών Καρς, Άρτβιν και Αρνταχάν, ζητώντας παράλληλα να της επιτραπεί να έχει στρατιωτική παρουσία στα Στενά. P. Robins, Στρατός και Διπλωματία, 2003, σελ. 162.

[22] Τα σενάρια αυτού του είδους ανήκουν στη σφαίρα του ελάχιστα πιθανού ή και απίθανου για μια συνηθισμένη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά η γειτνίαση της χώρας μας με την Τουρκία -και δη η πολιτική που αυτή ακολουθεί από τη δεκαετία του 1970 και εξής- καθιστά τον εφησυχασμό μια πολυτέλεια που η Ελλάδα δεν μπορεί να απολαύσει.

[23] Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και για δέκα περίπου χρόνια τα στρατιωτικά σχέδια αυτού του είδους ήταν τα αγαπημένα των τουρκικών στρατιωτικών σχολών, αλλά από το 1967 και μετά υιοθέτησαν πιο «επίκαιρες» προσομοιώσεις, μετατοπίζοντας τον στόχο τους ανατολικότερα στην Κύπρο, η οποία είχε καταστεί πολύ πιο εύκολος στόχος μετά την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας το φθινόπωρο του 1967.

[24] Βλ. σχετικά την ιστοσελίδα του Περιφερειακού Κέντρου Πληροφόρησης του ΟΗΕ, όπου είναι αναρτημένο το πλήρες κείμενο του Χάρτη (τελευταία επίσκεψη 29.1.2020).

[25] Ιδιαίτερη σημασία έχει και το ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών έχει χαρακτήρα jus cogens, δηλαδή αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο με αυξημένη νομική ισχύ που δεν επιτρέπει την ύπαρξη κανόνων με περιεχόμενο αντίθετο από το δικό του, είτε αυτοί είναι προγενέστεροι είτε μεταγενέστεροι από αυτόν. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 103 του Χάρτη ορίζει σχετικά ότι «Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των υποχρεώσεων των Κρατών Μελών των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον παρόντα Χάρτη και των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από άλλες διεθνείς συμφωνίες, οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα Χάρτη θα υπερισχύουν». Χ. Ροζάκης, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σελ. 436.

[26] Μ. Πλουμίδης, Η ελληνοτουρκική κρίση, 1975, σελ. 51.

[27] Η περιοχή ευθύνης της 4ης Στρατιάς περιλαμβάνει τα μικρασιατικά παράλια από τα Στενά των Δαρδανελλίων μέχρι την Αττάλεια, ενώ σε αυτήν υπάγεται και το 11ο Σώμα Στρατού, το οποίο εδρεύει στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο και αποτελείται από άλλες 40.000 άνδρες εκτός της τουρκικής επικράτειας. Γ. Τσιτσόπουλος, Θ. Βερέμης, «Οι ελληνοτουρκικές αμυντικές σχέσεις, 1945-1987» στο Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987, 1991, σελ. 196.

[28] Κ. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, 2008, σελ. 256.

[29] Η προσεκτική ανάγνωση κάποιων άρθρων για την αποστρατικοποίηση καταδεικνύει τον παρωχημένο χαρακτήρα των σχετικών ρυθμίσεων. Για παράδειγμα, το Άρθρο 6 της «Περί των Στενών» Σύμβασης της Λωζάνης αναφέρει ότι ο οπλισμός των αστυνομικών δυνάμεων «δέον να αποτελήται μόνον εκ του περιστρόφου, της σπάθης, του όπλου και τεσσάρων οπλοπολυβόλων ανά εκατό άνδρας». Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, 2018, σελ. 29.

[30] Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ευνοείται και από τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις που υπογράφτηκαν έκτοτε, όπως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, τα οποία έχουν αλλάξει σημαντικά τα νομικά και πολιτικά δεδομένα που ίσχυαν κατά την εποχή της υπογραφής των παραπάνω συνθηκών. P. Drakidis, “Le Statut de Démilitarisation de Certaines Îles Grecques”, Défense Nationale, σελ. 79.

[31] Σύμφωνα με τον διακεκριμένο νομικό Χ. Ροζάκη, καμία από τις διεθνείς αρχές που θα έπρεπε να διέπουν τις συνθήκες αυτές και θα συνέβαλαν στη λειτουργικότητά τους δεν εφαρμόστηκε, ενώ «η Ελλάδα αναγκάστηκε, υπό την πίεση των περιστάσεων, να προβεί σε υποχωρήσεις που οι δυνάμεις όρισαν, προκειμένου να απολαύσει την κυριαρχία εδαφών που ιστορικά της ανήκουν». Βλ. σχετικά «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», 1991, σελ. 440-441.