Γράφει η Μαρία Στεφιάδου
Στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα, η υπογραφή του συμφώνου που αποκλήθηκε «Σύμφωνο Κομμουναζί» από το περιοδικό Times, προκάλεσε σοκ στις δημοκρατικές χώρες. Επρόκειτο για το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ ή γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης, με το οποίο στην πράξη κατατμήθηκε η Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής ανάμεσα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης. Το Σύμφωνο παρέμεινε σε ισχύ έως τις 22 Ιουνίου 1941, όταν ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότοφ διαδέχτηκε το Μαξίμ Λιτβίνοφ στο αξίωμα του υπουργού εξωτερικών της ΕΣΣΔ μετά την παραίτηση του τελευταίου στις 3 Μαΐου 1939. Ο Λιτβίνοφ, έχοντας σημειώσει σημαντικές επιτυχίες, όπως η εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ το 1933, οπότε οι ΗΠΑ αναγνώρισαν διπλωματικά την ΕΣΣΔ και η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στην Κοινωνία των Εθνών το 1934, δεν κατάφερε να εφαρμόσει τη στρατηγική του για την επίτευξη συμφωνίας με τις δυτικές δημοκρατίες, καθώς οι σχεδιασμένες διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Γαλλία, Αγγλία και ΕΣΣΔ στη Μόσχα ματαιώθηκαν την άνοιξη του 1939. Απειλούμενη από τον ολοένα αναπτυσσόμενο γερμανικό επεκτατισμό και υποκινούμενη από τα γεωπολιτικά της συμφέροντα, η ΕΣΣΔ δέχεται την πρόταση του Γ’ Ράιχ σχετικά με τη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης, το οποίο υπογράφεται τελικώς από τους δύο υπουργούς εξωτερικών των επιμέρους δυνάμεων.
Το μυστικό πρωτόκολλο της συμφωνίας προέβλεπε το διαχωρισμό της βορειοανατολικής Ευρώπης σε γερμανικές και σοβιετικές ζώνες⋅ σύμφωνα με τον ιστορικό Sergei Khudyakov, το γερμανικό αντίγραφο του πρωτοκόλλου διασώθηκε σε μορφή μικροφίλμ, και δημοσιεύτηκε πρώτα στο Βρετανικό και Αμερικάνικο Τύπο το 1946. Το σοβιετικό αντίγραφο δε δόθηκε στη δημοσιότητα μέχρι το 1993.
Σύμφωνα με το εν λόγω πρωτόκολλο, η Πολωνία μοιράζεται ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, με τους ποταμούς Νάρεφ, Βιστούλα και Σαν να λειτουργούν ως σύνορα. Η Εσθονία, η Λετονία, η Φινλανδία και η Ρουμανία κατατάσσονται στη σοβιετική πλευρά και η Λιθουανία στη γερμανική. Στη Σοβιετική Ένωση ανήκαν επίσης οι περιοχές της Βεσσαραβίας (σημερινό κομμάτι της Μολδαβίας) και της Βουκοβίνας (περιοχή στα Ανατολικά Καρπάθια, ανάμεσα στη Ρουμανία και στην Ουκρανία), απ’ όπου εκδιώχθηκαν οι γερμανικές μειονότητες με την υπογραφή της συμφωνίας.
Με την έναρξη του πολέμου στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1939, η Πολωνία βρέθηκε σε δυσχερή θέση, καθώς η σοβιετική εισβολή στη χώρα ακολούθησε τη γερμανική με μόλις 16 ημέρες διαφορά, καθιστώντας αδύνατη την αποτελεσματική απόκρουση των αντίπαλων στρατευμάτων. Με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία, η NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ) συνέλαβε 240.000 Πολωνούς στρατιώτες, αξιωματικούς, ακόμα και δημόσιους υπαλλήλους ως πολιτικούς κρατούμενους, σηματοδοτώντας την πολιτική τρομοκρατίας που είχαν σκοπό να ακολουθήσουν οι σοβιετικοί στα πολωνικά. Τουλάχιστον 37,000 από τους συλληφθέντες καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα, ενώ άγνωστος αριθμός εξορίστηκε στα σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης gulag. Ο σοβιετικός επίτροπος εσωτερικών υποθέσεων Λαβρέντι Μπέρια διέταξε, παράλληλα, τη δημιουργία τριών στρατοπέδων συγκέντρωσης αποκλειστικά για τους Πολωνούς «πολιτικούς κρατούμενους»: δύο από αυτά θα χτίζονταν στις ρωσικές περιοχές Kozelsk και Starobelsk για τους αξιωματούχους και τους στρατιώτες και το ένα στη ρωσική περιοχή Ostashkov, προορισμένο για τους αστυνομικούς και τους κρατούμενους που δεν ήταν στρατιωτικοί. 11.000 κρατούμενοι ακόμα στάλθηκαν σε φυλακές στην περιοχή της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσίας από την NKVD. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρόμου, η Επιτροπή διοργάνωσε πλασματικές εκλογές στις 22 Οκτωβρίου, σε μία προσπάθεια νομιμοποίησης των πράξεών της. Υπολογίζεται ότι μετά το πέρας των εκλογών, περίπου 13,5 εκατομμύρια Πολωνοί πολίτες απέκτησαν σοβιετική υπηκοότητα.
Ταυτόχρονα, διεξάγονταν μαζικά απελάσεις και διωγμοί: εκτιμάται ότι από το Φεβρουάριο του 1940 μέχρι τον Ιούνιο του 1941 εκδιώχθηκαν πάνω από 319.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με την ιστορικό Katerine R. Jolluck, ακόμη και σήμερα δε γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό και τα στοιχεία των εκδιωχθέντων καθώς η καταγραφή τους για πολλές δεκαετίες εξαρτιόταν από τον τρόπο ερμηνείας των εκθέσεων της NKVD από τους εκάστοτε μελετητές. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη Τζόλουκ, παρατηρείται γενική συμφωνία ως προς το προφίλ των απελαθέντων σε τέσσερα στάδια διεκπεραίωσης των απελάσεων: το Φεβρουάριο του 1940, οι πρώτοι απελαθέντες ήταν στρατιωτικοί αξιωματικοί που είχαν αμειφθεί για την υπηρεσία τους στον Μεγάλο Πόλεμο ή τον Πολωνο-Σοβιετικό Πόλεμο με γη στα ανατολικά σύνορα, και οι οικογένειές τους. Ακολούθησαν τον Απρίλιο του 1940 οι προαναφερθέντες «πολιτικοί κρατούμενοι» με τις οικογένειές τους, μικροί αγρότες, έμποροι και πόρνες⋅ τον Ιούνιο του 1940 απελάθηκαν οι κάτοικοι των κατεχόμενων εδαφών της Βεσσαραβίας και της Βουκοβίνας που είχαν αιτηθεί μεταφοράς στη Γερμανία αλλά είχαν απορριφθεί και, τέλος, το Μάιο και τον Ιούνιο του 1941, μέλη των παραπάνω κατηγοριών που είχαν διαφύγει από τις προηγούμενες απελατικές διαδικασίες. Από το Μάρτιο έως και τα τέλη του Μαΐου του 1940, έλαβε χώρα το τραγικό γεγονός της σφαγής του Κατύν, μία διαδικασία μαζικών εκτελέσεων Πολωνών αξιωματικών, αστυνομικών και «πολιτικών κρατουμένων» οργανωμένης από την NKVD.
Από την άλλη πλευρά, τα ναζιστικά στρατεύματα ακολούθησαν τις κτηνώδεις μεθόδους μαζικής εξόντωσης του πολωνικού πληθυσμού, όπως αυτές περιγράφονταν διεξοδικά στο Generalplan Ost: συγκεκριμένα, το 85% των πολιτών με πολωνική υπηκοότητα θα οδηγούνταν προς εκτέλεση και το 15% προοριζόταν για καταναγκαστική εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπό τις εντολές των υπηρεσιών Wehrmacht, Selbstschutz[1], Gestapo και SS συλλαμβάνονταν και κατ’ επέκταση εκτελούνταν όλοι οι πολωνικής καταγωγής χριστιανοί και Εβραίοι, καθώς και μέλη των πολωνικών μυστικών υπηρεσιών και επικεφαλής οικονομικών και κοινωνικών οργανώσεων, αλλά και εμπορικών συνεταιρισμώ. Ο ιστορικός Richard C. Lukas, στο σύγγραμμά του The Forgotten Holocaust: The Poles Under German Occupation, 1939-1944 αναφέρει ότι, πριν τη μοιραία εισβολή των στρατευμάτων του Γ’ Ράιχ στα πολωνικά εδάφη, ο Χίτλερ έδωσε εντολή στους αξιωματικούς «να θανατωθούν χωρίς έλεος όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά πολωνικής καταγωγής». Τους πρώτους τέσσερις μήνες της γερμανικής κατοχής, σημειώθηκαν σφαγές σε περίπου 22 πολωνικές πόλεις, οι πιο αιματηρές από τις οποίες υπήρξαν η σφαγή στην πόλη Czestochowa, από τις 4 μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου του 1939 με 1.140 νεκρούς και η μαζική εκτέλεση περίπου 3.000 πολωνών πολιτών στην περιοχή της Bydgoszcz από τις 3 μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 1939, που καταγράφηκε από τους ιστορικούς ως «η πεδιάδα του θανάτου». Τα γεγονότα της Bydgoszcz έμειναν στην πολωνική ιστορία γνωστά με τον τίτλο «Ματωμένη Κυριακή».
Η σύναψη του γερμανοσοβιετικού συμφώνου είχε άμεσες επιπτώσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή: η Κομιντέρν, έχοντας εγκαταλείψει την πολιτική περί λαϊκών μετώπων κατά της απειλής του ναζισμού την οποία είχε υιοθετήσει λίγα χρόνια πριν, επέβαλε την αλλαγή της γραμμής των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ. Πλέον, τα τελευταία όφειλαν να αντιταχθούν στον πόλεμο και να αποκαλύψουν το ιμπεριαλιστικό του πρόσωπο, ενώ κανένα κομμουνιστικό κόμμα δεν έπρεπε να εκφράσει υποστήριξη απέναντι στον αγώνα επιβίωσης της Πολωνίας μετά τη γερμανική εισβολή, η οποία προηγήθηκε της σοβιετικής. Έτσι, η επιστολή του Νίκου Ζαχαριάδη από τις φυλακές της Κέρκυρας, η οποία στάλθηκε στις 31 Οκτωβρίου και έκανε λόγο για «αλύπητη εξόντωση κάθε πράκτορα του φασισμού» προξένησε πολλά ερωτήματα και ποικίλες αντιδράσεις εντός της κοιτίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς τοποθετούνταν στον αντίποδα των πρόσφατων εξελίξεων. Στη δεύτερη επιστολή του, η οποία χρονολογείται στις 26 Νοεμβρίου 1940, ο Ζαχαριάδης καταδικάζει τον πόλεμο και το καθεστώς του Μεταξά ως ιμπεριαλιστικό, υποστηρίζει πως η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αναμιχθεί στην πολεμική σύγκρουση, ενώ προτείνει τη διαμεσολάβηση της σοβιετικής εξουσίας ώστε να επιτευχθεί ειρήνη ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς. Στην τρίτη επιστολή του, η οποία απεστάλη λίγες ημέρες μετά την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν τις 10 Ιανουαρίου 1941 (η οποία ανακοίνωσε πως «ο πόλεμος δε διεξάγεται για την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας»), έκανε λόγο και πάλι για την επίτευξη ελληνο-ιταλικής ειρήνης με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ και για «πόλεμο της πλουτοκρατίας και του αγγλικού ιμπεριαλισμού».
Μετά την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ και την παραβίαση του συμφώνου, η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος η οποία συγκροτήθηκε την 1η Ιουλίου 1941 κάλεσε «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ’ ένα εθνικό μέτωπο Απελευθέρωσης», με στόχο την ανατροπή της γερμανο-ιταλικής κατοχής και της δοσιλογικής κυβέρνησης, την υποστήριξη της σοβιετικής πολιτικής και κάθε αντιφασιστικής δύναμης και τη δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων. Είναι φανερό ότι μετά τα γεγονότα της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, η ΕΣΣΔ πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών στη στρατηγική της εθνικής της ασφάλειας και υποστήριξε εντόνως τη στοίχιση των επιμέρους εθνικών αντιναζιστικών μετώπων σε ένα ενιαίο κίνημα υπό τη σοβιετική καθοδήγηση.
Το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ όχι μόνο αποτέλεσε μελανό σημείο αναφοράς στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και συνεχές αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς, καθώς περαιτέρω λεπτομέρειες και στοιχεία συνέχισαν να βγαίνουν στο φως μετά τη δεκαετία το 1990. Για κάθε μία από τις επιμέρους δυνάμεις εξυπηρέτησε έναν διαφορετικό σκοπό: αφενός παρείχε στην ΕΣΣΔ το πλεονέκτημα της κοινοπραξίας με μία ευρωπαϊκή χώρα – γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό μετά τον αποκλεισμό της από τις διαπραγματεύσεις της Συμφωνίας του Μονάχου το 1938 – και αφετέρου επέτρεψε χρονικά στα γερμανικά στρατεύματα να προετοιμαστούν στρατηγικά και από άποψη εξοπλισμού για την επικείμενη επίθεση στα σοβιετικά εδάφη. Οι συνέπειες και τα γεγονότα που ακολούθησαν την υπογραφή του Συμφώνου ήταν ανυπολόγιστου ανθρώπινου, γεωπολιτικού και οικονομικού κόστους, ιδιαίτερα για τις χώρες των οποίων η μοίρα αποφασίστηκε ανάμεσα στους εκπροσώπους ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Βιβλιογραφία
- Χουντιάκοφ, Σ., Η απελευθέρωση των Βαλκανίων, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1976.
- Katherine R. Jolluck, Exile and Identity: Polish Women In The Soviet Union During World War II. University of Pittsburgh Press, 2002.
- Richard C. Lukas, The Forgotten Holocaust: The Poles Under German Occupation, 1939-1944. University of Kentucky Press, 1986.
- Kosiscki, Piotr H., The Katyn Massacres of 1940. Sciences Po, 2011. Ανακτήθηκε από: https://www.sciencespo.fr/mass-violence-war-massacre-resistance/fr/document/katyn-massacres-1940.html#title6
- Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, Η Ευρώπη 70 χρόνια μετά το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Ανακτήθηκε από: https://www.europarl.europa.eu/greece/el/%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%0A-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/%CE%B7-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-70-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%8D%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF-%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80-%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CF%84%CF%89%CF%86
- Καλύβας Στάθης Ν., Μαραντζίδης Ν., Εμφύλια Πάθη: 23+2 Eρωτήσεις και Απαντήσεις για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αθήνα, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016.
- Παπαδημητρίου, Δέσποινα Ι., Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Αθήνα, εκδόσεις Σαββάλας, 2006.
[1] Selbstschutz (σημασία στα γερμανικά: αυτοπροστασία): πρόκειται για παραστρατιωτικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν από Γερμανούς πολίτες μετά το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ενόψει του Δεύτερου. Στη διάρκεια της εισβολής στην Πολωνία από τα ναζιστικά στρατεύματα, οι επιμέρους εν λόγω οργανώσεις συγχωνεύθηκαν σε μία ενιαία οργάνωση, τη Volksdeutscher Selbstschutz (σημασία στα γερμανικά: αυτοπροστασία του γερμανικού λαού) και διετέλεσαν βοηθητικό ρόλο στα γερμανικά σώματα ασφαλείας Wehrmacht, SS και Gestapo.