Γράφει ο Μαρίνος Μπρίνιας
- Εισαγωγή:
Ένα από τα διαχρονικά ζητήματα τα οποία χαρακτήρισαν και προπολεμικά τα ευρωπαϊκά κράτη είναι ο εθνικισμός. Αν κανείς παρατηρήσει τα ιστορικά παραδείγματα της Ιταλίας και της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνειδητοποιεί την έκταση του ευρωπαϊκού διχασμού ανάμεσα σε εκείνα τα κράτη όπως η Γαλλία, και στην αντίπερα – αλλά όχι και τόσο μακρινή όχθη την ψυχρή πρακτική του ναζισμού. Η ανθρωπιστική κρίση που έως και σήμερα απειλεί την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία εμφανίζεται ως μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις, δεδομένης της διάστασης των απόψεων πάνω στο φλέγον θέμα της νόμιμης επανεγκατάστασης και της κοινωνικής προσαρμογής αφενός και του αποκλεισμού και της ξενοφοβίας αφετέρου. Σε σχέση με τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη, η περίπτωσή της Ιταλίας θα εξεταστεί μεμονωμένα αλλά και συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την σφαιρική και σαφέστερη διαφώτιση του εν λόγω θέματος με βάση την πρόσφατη εμπειρική αποτίμηση.
- Η ιταλική μεταναστευτική κρίση και το οικονομικό ρίσκο
Ενώ το μεταναστευτικό ζήτημα πίεζε διαρκώς, η Iταλική οικονομία, ούσα σε οικονομική ύφεση, εξακολουθούσε να εφαρμόζει παρελκυστικές τακτικές. Παράλληλα με την οικονομική κρίση, άνθιζαν τα φαινόμενα παραοικονομίας και πολιτικής διαφθοράς οδηγώντας σε πραγματική παράλυση την κυβερνητική πολιτική για διεξαγωγή προκαταρκτικής εποπτείας και έννομης εξακρίβωσης των νεοεισαχθέντων στο Iταλικό κράτος. Συνέπεια αυτής της διοικητικής δυσλειτουργίας ήταν η είσοδος μεταναστών να περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Σταδιακά, η κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων, μεταξύ άλλων και της ενίσχυσης της νομοθεσίας Martelli και Μπόσσι-Φίνι από το 1990 ικανοποιώντας έτσι το καθολικό αίτημα ευθυγράμμισης με την κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική (Σούκου Γεωργία, 2009). Στο επίκεντρο της ενίσχυσης των μέτρων αυτών ήταν, ως επί το πλείστον, η εξάλειψη της διαφθοράς και του παρεμπερίου, τα πρωτεία του οποίου, μετά την Ελλάδα, έφερε η Ιταλία από το 2007 όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τα στοιχεία του παρακάτω πίνακα:
2. Τα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης στην Ιταλία
Κατά την περίοδο του 2004 η Ιταλία ψήφισε νόμο βάσει του οποίου θα γίνονταν δεκτοί στη χώρα εβδομήντα εννέα χιλιάδες πεντακόσιοι αλλοδαποί από κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι τέθηκαν αρκετοί περιορισμοί στους αιτούντες διαμονή και εργασία και, κυρίως αριθμητικοί περιορισμοί σε όσους ήταν υπήκοοι κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συνεργάζονταν επαρκώς για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης (Σούκου Γεωργία (2009) «Πολιτικές ένταξης των μεταναστών. Η ευρωπαϊκή εμπειρία»). Το εν λόγω μέτρο απέβλεπε στην ικανοποίηση του γενικού αιτήματος για αποτροπή των περιπτώσεων εμφάνισης φαινομένων λαθρεμπορίου και πάρα-οικονομίας τα οποία, εν προκειμένω, λειτουργούν ανασταλτικά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ειδικά στις επαρχίες της νότιας Ιταλίας τέτοια φαινόμενα είναι πολύ συχνά και δυστυχώς τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητα λόγω είτε της πολυπλοκότητας του διοικητικού μηχανισμού (spoil system) είτε της υψηλού επιπέδου επιδεξιότητας και οργάνωσης των εγκληματικών επιχειρήσεων δίνοντας έτσι «το πράσινο φως» σε παρακρατικές οργανώσεις για ευκαιρίες εκμετάλλευσης. Συμπληρωματικά, οι εγκληματικές δραστηριότητες αναπαράγονται από τα ειδησεογραφικά δελτία με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η αντίληψη της κοινής γνώμης, μέρος της οποίας καλλιεργεί έντονο αίσθημα ξενοφοβίας και επιφυλακτικότητας ή και επιθετικότητας ακόμη προς τους αλλοδαπούς οι οποίοι αισθάνονται παρείσακτοι και δυσαρεστημένοι.
Η Ιταλική κυβέρνηση, ως μέτρο αντιμετώπισης της παραοικονομίας, θέσπισε μια σειρά αυστηρής νομοθεσίας και εκτεταμένου ελέγχου για τις σχέσεις ανάμεσα στον αλλοδαπό εργοδότη και εργαζόμενο. Πιο συγκεκριμένα κατοχυρώθηκε ένα ορισμένο – ανάλογα με τον σκοπό και την περίπτωση της μετανάστευσης, χρονικό διάστημα διαμονής και δραστηριοποίησης. Ταυτόχρονα, κρίθηκε αναγκαίο να υπάρχει εντατικοποιημένος και συχνός έλεγχος καθώς επίσης και αυστηρές ποινές για τους παρανομούντες, πρόγραμμα το οποίο εφαρμόστηκε επιτυχώς
Από την άλλη μεριά ωστόσο έχει επισημανθεί από πολλούς πως η Ευρώπη μαστίζεται από την υπογεννητικότητα. Πράγματι, πρέπει να αναλογιστεί κανείς πως ανάμεσα σε τόσα μικρά ευρωπαϊκά κράτη, λίγα είναι τα εύπορα, εκείνα δηλαδή τα οποία συνιστούν πρωτεύοντα στόχο εγκατάστασης των μεταναστών λόγω των βελτιωμένων βιοτικών συνθηκών. Η Ιταλία για πολλά χρόνια, κι ιδιαίτερα έως τη δεκαετία του ενενήντα, αποτελούσε πόλο έλξης μεταναστών, την επαγγελματική δραστηριότητα των οποίων εντούτοις, δεν ρύθμιζε η σχετική μεταναστευτική νομοθεσία. Αυτό επετεύχθη μεταγενέστερα με την εφαρμογή των προαναφερθέντων εθνικών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση η Ιταλία αντιδρούσε επιφυλακτικά στις μεταναστευτικές ροές δεδομένης της οικονομικής ύφεσης και της κοινωνικής προκατάληψης που παρουσίαζε ενώ διαμόρφωνε σταδιακά μια πιο εσωστρεφή οικονομική πολιτική επιδεικνύοντας μια στάση ολιγωρίας προς την διαχείριση και αντιμετώπιση των μεταναστών οι οποίοι ετίθεντο στο περιθώριο . Μια οφθαλμοφανής πράξη, με τεράστιο πολιτικό κόστος που εκτίει έως και σήμερα η ιταλική κυβέρνηση, ήταν το 2018, όταν δεν υιοθέτησε την κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική η όποια είχε δεσμευτικό χαρακτήρα και απευθύνονταν σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απερίσκεπτη αδιαφορία της Ιταλίας και η μη συμμόρφωσή της με το κοινοτικό δίκαιο (όπως και στην περίπτωση «Φράνκοβιτς») είχαν ως άμεση συνέπεια να εκτοπιστεί έμμεσα από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
3. Επίλογος:
Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε να επιτρέπει με δημοκρατικό τρόπο την αναγνώριση απόκτησης παραπάνω από μίας πολιτικής ιθαγένειας για όσους είναι πολίτες των κρατών – μελών και το επιθυμούν. Άλλωστε, όπως πιστοποιείται και από την ιστορική εμπειρία, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η αυξανόμενη επιρροή του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης χάρη στην οποία αλλοδαποί ενσωματώθηκαν στον εθνικό κοινωνικό και πολιτιστικό κορμό, απέκτησαν σταδιακά περισσότερα δικαιώματα και αυτονομήθηκαν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες χωρίς να προκύπτει η ανάγκη απόκτησης και της σχετικής υπηκοότητας. Κατά συνέπεια, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μεταλλάχθηκαν σε κοινωνίες πολυπολιτισμικότητας επιφέροντας θετικές κυρίως εξελίξεις για ίσες ευκαιρίες αδιακρίτως και στο κοινοτικό αλλά και εθνικό δίκαιο. Από την χοάνη των εξελίξεων αυτών επηρεάστηκε και η ιταλική νομοθεσία μέλημα της οποίας έγινε το μελλοντικό όραμά της για την εκ των πραγμάτων αναγνώριση από πλευράς του ντόπιου πληθυσμού ότι η ίδια ακολουθεί το προοδευτικό παράδειγμα εκδημοκρατισμού της Γαλλίας για ίση μεταχείριση και δικαιώματα χωρίς ρατσιστικά κατάλοιπα και αποδεσμευόμενη από αναχρονιστικές πρακτικές φυλετικής ανωτερότητας.
Σχετικές πηγές :
Ξενοφώντας Α. Γιαταγάνας, « η πρόκληση του μεταναστευτικού φαινομένου για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», Αθήνα, εκδ. Σάκκουλα, 111-126, 2010,
Σούκου Γεωργία, « Πολιτικές ένταξης των μεταναστών. Η ευρωπαϊκή εμπειρία», Καλαμάτα, Τ.Ε.Ι Καλαμάτας Τμήμα Εκδόσεων και Βιβλιοθήκης, 2009,
Ιωάννης Α. Κατσούνη, « Η μεταναστευτική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Εναρμονισμός και αποκλίσεις», Πειραιάς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκων Σπουδών, 2015
Ιουλία Κολωνιώτη, (2012), «Ευρωπαϊκή Ένωση και μετανάστευση, ευκαιρίες και προκλήσεις», Πρέβεζα, Τ.Ε.Ι. Ηπείρου, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Λογιστικής, σελ. 65.