Γράφει η Δανάη Ιατρού
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επακόλουθη στρατιωτική αδυναμία της Δυτικής Ευρώπης, η αμερικανική στρατιωτική υπεροχή και η δυνητική σοβιετική απειλή (όπως γινόταν αντιληπτή) νομοτελειακά οδηγούσαν τα περισσότερα κράτη της Δυτικής Ευρώπης στο συμπέρασμα ότι η Ατλαντική Συμμαχία και οι αμερικανικές εγγυήσεις αποτελούσαν βασικές προϋποθέσεις για την ασφάλεια τους. Η υπογραφή του Βορειοατλαντικού Συμφώνου τον Απρίλιο του 1949 επισφράγισε τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών να παρέχουν εγγυήσεις ασφάλειας στους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους τους.
Ακολούθως, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου και με τον πόλεμο της Κορέας στο προσκήνιο, ανέκυψε όπως ήταν αναμενόμενο στη Δύση το ζήτημα της στενότερης συνεργασίας των κρατών της Δυτικής Ευρώπης στον τομέα της Άμυνας, οπότε και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο αναβαθμίστηκε στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Ωστόσο, αυτό προϋπέθετε τη συμμετοχή και ενσωμάτωση στη Δυτική Συμμαχία της τότε Δυτικής Γερμανίας, η οποία δεν αποτελούσε μέλος του ΝΑΤΟ.
Συνέπεια του παραπάνω ζητήματος ήταν το θέμα του επανεξοπλισμού της Δυτικής Γερμανίας, όπως τέθηκε από την Αμερική με την έναρξη του πολέμου της Κορέας. Βασικό επιχείρημα των Αμερικανών, ορθό από στρατιωτικής απόψεως, ήταν το ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν σε θέση λόγω σχετικής ακόμη αδυναμίας να ανταπεξέλθει απέναντι σε πιθανή αιφνιδιαστική επίθεση του Ανατολικού Συνασπισμού, κατ’ αναλογία με την περίπτωση της Κορέας. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες τόνισαν στους Ευρωπαίους συμμάχους τους ότι δεν ήταν εφικτό να τους παράσχουν την απαιτούμενη ασφάλεια, εάν δεν ήταν πρώτα οι ίδιοι σε θέση να συνεισφέρουν στο σκοπό αυτό. Δεδομένης της εξάρτησής τους από την αμερικανική προστασία και στρατιωτική παρουσία, οι Ευρωπαίοι, αν και με επιφυλάξεις, άρχισαν να εξετάζουν το ζήτημα. Χαρακτηριστική της επιφυλακτικότητας αυτής ήταν η στάση της κυβέρνησης Αντενάουερ, της οποίας οι κύριοι φόβοι ήταν τόσο η πιθανή αναβίωση του μιλιταρισμού στο εσωτερικό της χώρας, όσο και η δυσπιστία των Ευρωπαίων εταίρων απέναντί της. Όπως αποδείχθηκε, ο επανεξοπλισμός της Δυτικής Γερμανίας ήταν ένα πολύπλοκο ζήτημα και έπρεπε να υλοποιηθεί με τρόπο αποδεκτό από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και κυρίως από τη Γαλλία, από την οποία προερχόταν και η εντονότερη αντίδραση.
Ωστόσο, από τη Γαλλία προήλθε μια ρηξικέλευθη πρωτοβουλία για την επίλυση του ζήτήματος: τον Οκτώβριο του 1950, ο γάλλος πρωθυπουργός Ρενέ Πλεβέν πρότεινε ένα σχέδιο για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου Ευρωπαϊκού Στρατού, ο οποίος θα περιελάμβανε τους στρατούς έξι ευρωπαικών χωρών, μεταξύ των οποίων αυτούς της Γερμανίας και της Ιταλίας, με απώτερο στόχο τη δημιουργία στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (EDC), ακολουθώντας το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Ουσιαστικά, στρατιωτικές μονάδες από τα κράτη μέλη θα ενοποιούνταν για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού, ο οποίος θα λειτουργούσε υπό την διεύθυνση ενός συμβουλίου υπουργών των κρατών μελών. Αυτό σήμαινε ότι δυτικογερμανικές στρατιωτικές μονάδες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εντός ενός ευρωπαϊκού στρατού ως ενσωματωμένο τμήμα του χωρίς να απαιτείται δημιουργία νέου γερμανικού στρατού. Οι γερμανικές αυτές στρατιωτικές μονάδες δε θα υπάγονταν σε κάποιο γερμανικό Γενικό Επιτελείο άρα δε θα είχαν και αυτόνομο στρατιωτικό σχεδιασμό, έτσι ώστε να αποκτήσουν επιχειρησιακή αυτονομία από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Οι πρώτες αντιδράσεις απέναντι στο εγχείρημα υπήρξαν αποθαρρυντικές: κατά την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών επρόκειτο απλώς για ένα ακόμη τέχνασμα το οποίο θα καθυστερούσε τη λήψη μιας ξεκάθαρης απόφασης σχετικά με τη συμμετοχή της Δυτικής Γερμανίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, ενώ η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε ότι οι τεχνικές και πρακτικές δυσκολίες μιας τέτοιας πρωτοβουλίας υπερίσχυαν των όποιων θετικών αποτελεσμάτων. Οι εσωτερικές αντιδράσεις στη Γαλλία δε ήταν ακόμη πιο έντονες, υπό τον φόβο της ενδεχόμενης δημιουργίας ενός αμιγούς γερμανικού στρατού κάτω από τις εντολές γερμανικής κυβέρνησης. Αξιοσημείωτη υπήρξε ακόμη η απροθυμία των Δυτικογερμανών για επανεξοπλισμό.
Στις 27 Μαΐου 1952, η Γαλλία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο) υπέγραψαν συνθήκη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (EDC). Κατά τα επόμενα δύο χρόνια πραγματοποιήθηκε σημαντικός σχεδιασμός για τον καλύτερο τρόπο δημιουργίας αυτού του νέου ευρωπαϊκού στρατού ο οποίος επρόκειτο να ενσωματωθεί σταθερά στο ΝΑΤΟ και να έχει πολυεθνικές μεραρχίες, ακόμη και κοινή στολή, όπλα και προϋπολογισμό.
Όπως αποδείχθηκε βέβαια, η υλοποίηση του σχεδίου αυτού παρουσίαζε πολλαπλές δυσκολίες. Το τέλος του πολέμου της Κορέας τον Ιούλιο του 1953, ο θάνατος του Στάλιν την ίδια χρονιά και η ακόλουθη αναθέρμανση των σχέσεων Ανατολής-Δύσης με την υιοθέτηση μιας πολιτικής πιο ειρηνικής συνύπαρξης από τον Χρουτσώφ, υποβάθμιζαν τον κίνδυνο σοβιετικής εισβολής με αποτέλεσμα ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας να μην αποτελεί πλέον προτεραιότητα. Παράλληλα, η έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα της Αλγερίας και του επακόλουθου πολέμου απαιτούσε τη δέσμευση των γαλλικών στρατευμάτων και η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα θα στερούσε από το Γαλλικό Γενικό Επιτελείο Στρατού πολύτιμη ελευθερία κινήσεων.
Παρόλα αυτά, μέχρι τον Αύγουστο του 1954, η Συνθήκη είχε επικυρωθεί από τέσσερις χώρες: τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο, ενώ η Ιταλία περίμενε τη γαλλική απόφαση για να προχωρήσει. Στη Γαλλία, οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να επαναδιαπραγματευτούν κάποιους όρους της Συνθήκης, και ενώ ορισμένα πρόσθετα πρωτόκολλα είχαν γίνει δεκτά από τις κυβερνήσεις των έξι τον Μάρτιο του 1953, μέχρι τον Αύγουστο του επόμενου έτους δεν είχαν ακόμη επικυρωθεί. Τέλος, ενώ από τη Γαλλία προήλθε ως επί το πλείστον η πρωτοβουλία για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, οι σφοδρές αντιδράσεις απέναντι στην κύρωση της Συνθήκης στο εσωτερικό της ήταν η αρχή του τέλους της Κοινότητας αυτής. Τον Αύγουστο του 1954 η Γαλλική Εθνοσυνέλευση τελικώς απέρριψε τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας με 319 ψήφους, έναντι 264 υπέρ και 43 αποχές.
Η αποτυχία της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας σήμαινε ότι έπρεπε να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος για να ενσωματωθεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Σε μια ειδική διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1954 και στην οποία συμμετείχαν οι δυνάμεις της Συνθήκης των Βρυξελλών, δηλαδή το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ιταλία, αποφασίστηκε να προσκληθούν οι δύο τελευταίες χώρες να συμμετάσχουν στη Συνθήκη. Τα συμπεράσματα της διάσκεψης επισημοποιήθηκαν με τις Συμφωνίες των Παρισίων, που υπογράφηκαν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οπότε και τροποποιήθηκε η Συνθήκη των Βρυξελλών, δημιουργώντας τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (WEU) ως ένα νέο διεθνή οργανισμό και προβλέποντας την ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 1955, ως οργανισμός με χαλαρή δομή και γνωμοδοτικό κατά βάση χαρακτήρα προσανατολισμένο στην άμυνα και χάρη σε αυτήν κατόρθωσε η Δυτική Γερμανία να επανεξοπλιστεί (έστω και υπό όρους) και να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ.
Μέσα από την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ειδικά σε σύγκριση με την επιτυχημένη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) μπορεί να γίνει κατανοητή η δυσκολία της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για ένα έργο που σχεδιάστηκε βιαστικά, αποδείχθηκε ότι ήταν ελαττωματικό σε συγκεκριμένους καίριους τομείς, μη ρεαλιστικό στην εφαρμογή του και έπρεπε να τεθεί προς συζήτηση σε μια εποχή με μη ευνοϊκές συνθήκες για διάλογο, λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη περισσότερο, προσέκρουε σε σκληρά εθνικά συμφέροντα που πυροδότησαν παθιασμένο αντίλογο αντί για λογική συζήτηση σε εσωτερικό επίπεδο. Παρά το γεγονός πως οι συνέπειες της αποτυχίας αυτής δεν ήταν άμεσα εμφανείς, είχαν σοβαρές επιπτώσεις συνολικά στο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης καθώς όχι μόνο έθαψε οριστικά κάθε ιδέα μιας ευρωπαϊκής άμυνας (ενσωματωμένης ή μη στο ΝΑΤΟ), αλλά έμελλε να θέσει οριστικό τέλος σε οποιαδήποτε απόπειρα οικοδόμησης μιας πολιτικής Ευρώπης, είτε ομοσπονδιακής είτε συνομοσπονδιακής, γεγονός το οποίο εξηγεί την αυστηρά οικονομική προσέγγιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που ακολούθησε.
Βιβλιογραφία
Franc, C. (2015). Histoire militaire – L’échec de la Communauté européenne de défense (1951-1954), ou l’impossible Europe de la défense. Revue Défense Nationale, 9(9), 123.
Kanter, A. (1970). The European Defense Community in the French National Assembly: A Roll Call Analysis. Comparative Politics, 2(2), 203.
Keukeleire, S. (2010). European Security and Defense Policy: From Taboo to a Spearhead of EU Foreign Policy . Στο The foreign policy of the European Union (σ. 52). Washington DC: Brookings Institution Press.
Klein, A. O. (1980, March-April). El manto de Penélope: Francia y la Comunidad Europea de Defensa. Revista de Estudios Internacionales(1).
Nugent, N. (2010). Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Ιστορία, Θεσμοί, Πολιτικές. Αθήνα: Σαββάλας.
Pike, J. (n.d.). European Defence Community (EDC). Ανάκτηση από GlobalSecurity.org: https://www.globalsecurity.org/military/world/int/edc.htm
SHAPE. (n.d.). SHAPE History | that a 1952 treaty created a European Army within NATO. Ανάκτηση από Shape.nato.int: https://shape.nato.int/page21485221.aspx
Steinmetz, W. (2001). Vom Pleven-Plan zur Europäischen Verteidigungsgemeinschaftl 1950-1952. Die deutsch-französischen Beziehungen 1949-1963, 540-550.
The Round Table. (1951). A European army: The Pleven Plan and its implications. The Round Table: The Commonwealth Journal of International Affairs, 42(165-168), 37-38.
Χατζηβασιλείου, Ε. (2001). Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Αθήνα: Πατάκης.