Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το νομικό καθεστώς της Ανταρκτικής

Γράφει ο Μάνος Αμανιός

Ως το νοτιότερο και πιο απόμακρο σημείο του πλανήτη, η Ανταρκτική είναι αποτυπωμένη στην κοινή γνώμη σαν ένα αφιλόξενο και άγονο μέρος το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο αποκλειστικά με την επιστημονική έρευνα, την προστασία του περιβάλλοντος και εν γένει την χρήση του για ειρηνικούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα, όμως, επτά κράτη εκφράζουν εδαφικές απαιτήσεις στην Ανταρκτική, ήτοι η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Χιλή, η Γαλλία, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι διεκδικήσεις συνυπάρχουν από το 1961 εντός του διεθνούς πλαισίου του Συστήματος Συνθήκης της Ανταρκτικής ή Συνθήκης της Ανταρκτικής (Antarctic Treaty System ή Antarctic Treaty).

            Παρά την μέχρι τώρα επιτυχία του εν λόγω καθεστώτος, αυτό έχει αποτύχει να επιλύσει την ασάφεια που επικρατεί στην Ανταρκτική από άποψη Διεθνούς Δικαίου, καθότι το σύστημα αυτό διατηρεί έναν συμβιβασμό μεταξύ των κρατών την ίδια ώρα που οι εδαφικές τους διεκδικήσεις παραμένουν «παγωμένες», αλλά όχι εγκαταλελειμμένες, με βάση το άρθρο 4 της Συνθήκης της Ανταρκτικής. Το μείζον ζήτημα εν προκειμένω είναι το εάν και σε ποιον βαθμό τα κράτη μπορούν αξιοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους επί της ηπείρου αυτής σε συνδυασμό με το συμβατικό Διεθνές Δίκαιο και την Συνθήκη της Ανταρκτικής και εάν η τελευταία έχει αποδυναμώσει τις διεκδικήσεις αυτές.

Η Ανταρκτική ως επικράτεια

Σε αντίθεση με την Αρκτική, η Ανταρκτική αποτελεί γεωλογικά μία ηπειρωτική μάζα. Επομένως, η ήπειρος μπορεί prima facie να αποτελεί αντικείμενο εδαφικών διεκδικήσεων. Το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει τέσσερις μεθόδους νόμιμης απόκτησης εδάφους. Αυτές είναι η αποτελεσματική κατοχή ενός αδέσποτου εδάφους (terra nullius), η κτητική παραγραφή (prescription), ήτοι η μακροχρόνια ειρηνική κατάληψη εδάφους που ανήκει σε άλλο κράτος και οδηγεί σε νόμιμη κτήση, η εκχώρηση (cession), δηλαδή η μεταβίβαση εδάφους με διεθνή συνθήκη και, τέλος, η επαύξηση εδάφους λόγω γεωφυσικών μεταβολών. Καθώς, λοιπόν, η Ανταρκτική ήταν ακατοίκητη όταν εκφράστηκαν οι ανωτέρω διεκδικήσεις από τα κράτη, πρέπει να εξετασθεί η συνδρομή ή όχι αποτελεσματικής κατοχής επί αδέσποτου εδάφους.

            Για την θεμελίωση της αποτελεσματικής κατοχής απαιτείται από το κράτος να έχει σκοπό και θέληση να δρα ως κυρίαρχο, να ασκεί συνεχόμενα και ειρηνικά κρατικές λειτουργίες στην περιοχή. Προϋποτίθεται πραγματική κατοχή, σε συνδυασμό με την δημόσια διακήρυξη της εδαφικής διεκδίκησης από πλευράς του ενδιαφερομένου κράτους. Λόγω των ακραίων συνθηκών στην Ανταρκτική, η πραγματική κατοχή επί της ηπείρου φαντάζει πρακτικά αδύνατη. Σύμφωνα, όμως, με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση της Γροιλανδίας το 1933, αρκεί η «εξουσία σε επαρκή βαθμό» επί αραιοκατοικημένων ή ακατοίκητων εδαφών, εφόσον δεν παρουσιαστεί κάποια άλλη «ανώτερη διεκδίκηση». Στην ίδια γραμμή κινούνται και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Island of Palmas (1928), Clipperton Island (1931) Sovereignty over Pedra Branca/Palau Batu Puteh (2008). Η νομική συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η αποτυχία «εποικισμού» των διεκδικούμενων περιοχών δεν αποτρέπει την αποτελεσματική κατοχή, εφόσον το κράτος εκδηλώνει συνεχή και ειρηνική άσκηση κρατικών λειτουργιών και δεν υπάρχει ανώτερη αξίωση κάποιου άλλου κράτους, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην μη αναγνώριση των διεκδικήσεων αυτών. Πριν το 1961, οπότε η Συνθήκη της Ανταρκτικής τέθηκε σε ισχύ και «πάγωσε» τις εδαφικές διεκδικήσεις επί της ηπείρου, οι ανωτέρω ισχυρισμοί θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, καθότι όλα τα διεκδικούντα κράτη διακήρυξαν δημοσίως τις προθέσεις τους, ασχολήθηκαν με επιστημονικές έρευνες και με εμπορικές δραστηριότητες, π.χ. φαλαινοθηρία, και θέσπισαν νομοθεσία για τις υπό διεκδίκηση περιοχές.

Η Συνθήκη της Ανταρκτικής

Η Συνθήκη (1959) αριθμεί σήμερα 53 μέλη και δημιουργήθηκε με σκοπό την διαχείριση της Ανταρκτικής υπό το Διεθνές Δίκαιο. Από την πλευρά του Διεθνούς Δικαίου πυρήνα της Συνθήκης αποτελούν τα άρθρα 1, 2 και 4 περί αποστρατιωτικοποίησης, ελευθερίας επιστημονικής έρευνας και αδρανοποίησης – αλλά όχι άρνησης – των εδαφικών διεκδικήσεων των ενδιαφερόμενων κρατών επί της ηπείρου. Η Συνθήκη συμπληρώνεται από το Πρωτόκολλο της Μαδρίτης (1991), το οποίο καθόρισε την Ανταρκτική ως βιότοπο και εισήγαγε καθολική απαγόρευση των εξορύξεων (άρθρο 7) μέχρι το 2048, οπότε η ισχύς του ανανεώνεται αυτομάτως εκτός αν προταθεί βάσει του άρθρου 25 ένα δεσμευτικό καθεστώς για τις εξορύξεις που πρέπει να προστατεύει τα συμφέροντα όλων των κρατών που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Συνθήκης και να υιοθετηθεί από την πλειοψηφία των μερών, συμπεριλαμβανομένων και των τριών τετάρτων των κρατών – μερών της Συνθήκης της Ανταρκτικής. Αυτό αποτελεί αυστηρή προϋπόθεση, καθότι τα κράτη δεν μπορούν να γίνουν μέρη στην Συνθήκη χωρίς να προσχωρήσουν στο Πρωτόκολλο.

            Συνολικά, αυτά τα δύο όργανα, σε συνδυασμό με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να αναγνωσθούν ως απόπειρα διασφάλισης του περιβάλλοντος και της εκμετάλλευσης της ηπείρου μόνο για επιστημονικούς και ειρηνικούς σκοπούς.

Δίκαιο της Θάλασσας

Σύμφωνα με την Συνθήκη του Δικαίου της Θάλασσας, τα κράτη δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες στα παρακείμενα του ηπειρωτικού εδάφους τους ύδατα. Όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη έχουν διεκδικήσει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα στην Ανταρκτική, πλην όμως και αυτές οι διεκδικήσεις επί των υδάτων του Νότιου Ωκεανού παραμένουν αδρανείς βάσει του άρθρου 4 της Συνθήκης.

Κοινή Κληρονομιά της Ανθρωπότητας

Το καθεστώς αυτό, στο οποίο ανήκουν το Διάστημα και ο Διεθνής Βυθός και αποκαλούνται Πάνδημοι Χώροι, χαρακτηρίζεται από τέσσερα στοιχεία: μη οικειοποίηση, κοινή διαχείριση, δίκαιη διανομή των ωφελειών προς όφελος της ανθρωπότητας και χρήση αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς.

            Επιπλέον, μολονότι η Συνθήκη της Ανταρκτικής παρουσιάζει ομοιότητες με το Διάστημα και την Διεθνή Βυθό ως προς την προστασία του περιβάλλοντος, την ειρηνική χρήση και την αποστρατιωτικοποίηση, η πρώτη, σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο της Μαδρίτης, δεν αρνείται ρητώς τις εδαφικές διεκδικήσεις των ενδιαφερομένων κρατών, όπως η Συνθήκη για το Διάστημα (1967) και η ΣΔΘ (1982) στις διατάξεις της για την Ανοιχτή Θάλασσα.

            Σε σύνοψη των παραπάνω, η Ανταρκτική δεν ανήκει στην Κοινή Κληρονομιά της Ανθρωπότητας από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, διατηρεί το καθεστώς του εδάφους και οι εδαφικές διεκδικήσεις είναι έγκυρες. Παρόλα αυτά, πρόκειται για ένα ιδιάζον νομικό καθεστώς αδρανοποιημένης κυριαρχίας, καθώς οι έγκυρες διεκδικήσεις συνοδεύονται από άκρως σημαντικούς κανόνες οι οποίοι έχουν αποκρυσταλλωθεί ως εθιμικό δίκαιο, ήτοι την αποστρατιωτικοποίηση, την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, την προστασία του περιβάλλοντος και την καθολική απαγόρευση των εξορύξεων.

Εμμανουήλ Αμανιός,

Δικηγόρος, LLM Διεθνούς Δικαίου

Βιβλιογραφία