Γράφει ο Αναστάσιος Πατηρίδης
Το κυπριακό ζήτημα είναι μία από τις πιο περίπλοκες διεθνείς διαφορές, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στη γειτονιά της Ανατολικής Μεσογείου. Το καλοκαίρι του 1974, την ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος. Αποτέλεσμα της εισβολής ήταν θάνατοι, πολλοί αγνοούμενοι, αιχμαλωσίες, καταπάτηση περιουσιών και εκδίωξη των ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών τους. Αποτέλεσμα ήταν, επίσης, η δημιουργία μίας de facto οντότητας, της αυτοαποκαλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου» («ΤΔΒΚ»), η οποία ουσιαστικά υφίσταται μέσω κατοχής, και δεν τυγχάνει αναγνώρισης από τη διεθνή κοινότητα, παρά μόνο από την Τουρκία.
Στα τέλη του 20ού αιώνα, με την εξέλιξη του ευρωπαϊκού κεκτημένου και τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο εκδικάζει παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κατά κύριο λόγο των κρατών εις βάρος των ιδιωτών, ξεκίνησαν και οι πρώτες προσφυγές Κυπρίων πολιτών εναντίον της Τουρκίας, αναζητώντας δικαίωση για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αποτελέσματα των τουρκικών ενεργειών.
Η πρώτη προσφυγή στο ΕΔΔΑ ήταν η υπόθεση Λοϊζίδου, υπόθεση που έχει χαρακτηριστεί ως ορόσημο στο χρονικό του Κυπριακού. Η Τιτίνα Λοϊζίδου, Κύπρια πολίτης με καταγωγή από την κατεχόμενη, πλέον, Κερύνεια, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ καταγγέλλοντας την απαγόρευση της πρόσβασης στις ιδιοκτησίες της στην Κερύνεια από τα τουρκικά στρατεύματα από το 1974, οπότε και έγινε η τουρκική εισβολή. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι δικαιούται δίκαιης ικανοποίησης λόγω της συνεχούς παραβίασης του δικαιώματός της στην ιδιοκτησία από την Τουρκία. Η Τουρκία υποστήριξε πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί δίκαιη ικανοποίηση στην εν λόγω υπόθεση.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε την Τουρκία ως υπεύθυνη παραβιάσεων, καθώς η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην «ΤΔΒΚ» μαρτυρούν αποτελεσματικό έλεγχο στη Βόρεια Κύπρο από την Τουρκία. Η «ΤΔΒΚ» δεν τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί νομίμως να αφαιρέσει την ιδιοκτησία της προσφεύγουσας, επομένως η τελευταία παραμένει η νόμιμη ιδιοκτήτρια. Η άρνηση του Ψευδοκράτους να επιτρέψει την χρήση της ιδιοκτησίας στη νόμιμη κάτοχό της συνιστά συνεχή παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από την Τουρκία. Αντικρούστηκε, έτσι, και η θέση της Τουρκίας ότι οι Ελληνοκύπριοι εκτοπισμένοι δεν είχαν πλέον δικαιώματα στην ιδιοκτησία τους δυνάμει του άρθρου 159 του «Συντάγματος» της «ΤΔΒΚ», καθώς τάχα το τελευταίο υιοθετήθηκε 5 χρόνια πριν η Τουρκία αποδεχθεί την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Το άρθρο αυτό όριζε ότι θα μπορούσαν να λάβουν χώρα απαλλοτριώσεις χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης από το «κράτος». Όμως, το Ψευδοκράτος δεν είναι αναγνωρισμένο, επομένως και το «Σύνταγμά» του δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο. Η κυρία Λοϊζίδου, συνεπώς, δεν θεωρείται ότι έχασε τους τίτλους ιδιοκτησίας της, αλλά, οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν αφορούσαν την διαρκή παρεμπόδισή της από τη χρήση της ιδιοκτησίας της. Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις συνολικού ύψους 437.084 λιρών Κύπρου, ποσό που θα τοκιζόταν, εάν δεν αποπληρωνόταν εντός τριών μηνών. Η κυρία Λοϊζίδου παραμένει η νόμιμη ιδιοκτήτρια.
Αυτή η απόφαση, με τις άκρως σημαντικές διαπιστώσεις που δικαίωναν σε σημαντικό βαθμό τις ελληνοκυπριακές θέσεις, δημιούργησε εύλογα στην ελληνοκυπριακή πλευρά την προσδοκία ότι γενικότερα οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ θα κινούνται γύρω από τις πάγιες διεκδικήσεις της αναφορικά με το κυπριακό ζήτημα, την επιστροφή, δηλαδή, όλων των ελληνοκυπριακών ιδιοκτησιών στη Βόρεια Κύπρο στους εκτοπισμένους κατόχους τους.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, ξεκίνησε να κινείται σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος στην υπόθεση Δημόπουλος και λοιποί εναντίον Τουρκίας. Οι προσφεύγοντες, όλοι Κύπριοι πολίτες, καταγγέλλουν την παρεμπόδιση της πρόσβασής τους σε ακίνητες και κινητές περιουσίες τους στη Βόρεια Κύπρο, από τα τουρκικά στρατεύματα. Η Τουρκία υποστήριξε πως έχει συμμορφωθεί με τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου και πως έχει εγκαθιδρύσει αμερόληπτη και ανεξάρτητη Επιτροπή Ακίνητων περιουσιών. Έχοντας κάνει, όπως ισχυρίστηκε, βήματα για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κύπρο, η Τουρκία αμφισβήτησε την ίδια την προσφυγή, επειδή δεν εξαντλήθηκαν τα προσφερόμενα εσωτερικά μέσα της «ΤΔΒΚ», όπως ορίζει η διάταξη για την υποχρέωση εξάντλησης εσωτερικών ένδικων μέσων, στο άρθρο 35 της ΕΣΔΑ. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι όσα επικαλείται η Τουρκία θεσπίστηκαν μετά την προσφυγή τους και, άρα, δεν είχαν καμία υποχρέωση να προσφύγουν στα τουρκοκυπριακά μέσα, ενώ ζητούσαν την φυσική αποκατάσταση των περιουσιών τους.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου δεν ήταν η αναμενόμενη για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η Επιτροπή Αποκατάστασης Περιουσιών που δραστηριοποιούνταν στην «ΤΔΒΚ» αποτελούσε αποτελεσματική μορφή επανορθώσεων. Όχι μόνο δεν προέκρινε τη φυσική αποκατάσταση των περιουσιών στους κατόχους τους, αλλά υποστήριξε ότι έχει εξασθενίσει ο δεσμός των προ 1974 ιδιοκτητών με τις ιδιοκτησίες τους και ότι οι τωρινοί χρήστες των περιουσιών αυτών έχουν μεγαλύτερους δεσμούς με αυτές, για τους σκοπούς του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σχετικά με την προστασία της κατοικίας.
Είναι καταφανέστατο πως η απόφαση αυτή ήταν ένα σοκ για την ελληνοκυπριακή πλευρά, καθώς αποτέλεσε «χτύπημα» στις πάγιες θέσεις της, μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Η πάγια θέση της Κύπρου περί κατά κανόνα φυσικής αποκατάστασης των περιουσιών των εκτοπισμένων παραμερίστηκε, πολλώ δε μάλλον αναγνωρίστηκαν δικαιώματα στους Τουρκοκυπρίους και Τούρκους έποικους χρήστες των περιουσιών των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων.
Οι δύο πλευρές διαφωνούσαν θεμελιωδώς ως προς τους σκοπούς των προσφυγών. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, δηλαδή, θεωρούσε ότι τα ζητήματα για τα οποία διαμαρτυρόταν ήταν καθαρά νομικά, καθώς επρόκειτο για παραβιάσεις της ΕΣΔΑ, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά θεωρούσε πως επρόκειτο για καθαρά πολιτικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα, ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση.
Με μία σειρά προσφυγών στο ΕΔΔΑ, με τις πολιτικές διαπραγματεύσεις να συνεχίζονται παράλληλα, το κυπριακό ζήτημα μεταφερόταν στις αίθουσες του Δικαστηρίου, κάτι που το Δικαστήριο φάνηκε να μην προκρίνει. Δεν επιθυμούσε να πάρει θέση στις πολιτικές πτυχές του ζητήματος, παρά μόνο στις νομικές.
Το αν και πότε θα επιλυθεί το κυπριακό ζήτημα είναι σαφέστατα ένα πολύ δύσκολο ερώτημα, καθώς κάτι τέτοιο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η νόρμα λέει πως πρέπει να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Στην πράξη, ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί τι είδους υποχωρήσεις θα είναι αυτές και το κατά πόσο θα είναι αποδεκτές σε αμφότερες τις κοινότητες. Η τελευταία προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ήταν σίγουρα δυσάρεστη, έκρυβε όμως και ένα μήνυμα· η επίλυση του εν λόγω ζητήματος έχει θέση περισσότερο στην αίθουσα της πολιτικής διαπραγμάτευσης, παρά στις δικαστικές αίθουσες.
Βιβλιογραφία
• Rhodri C. Williams and Ayla Gürel, The European Court of Human Rights and the Cyprus Property Issue – Charting a way forward, signed in Nicosia on January 1st, 2011.
• Kudret Özersay and Ayla Gürel, The Cyprus problem at the European Court of Human Rights, PRIO Cyprus Centre, 2009.
• ECtHR, 28 July 1998, Loizidou v. Turkey, Application no 40/1993/435/514. Διαθέσιμο στο http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-58201
Πηγή εικόνας: Η επόμενη μέρα σε Κυπριακό και ελληνοτουρκικές σχέσεις – Η Τουρκία αντιμετώπη με όλα τα μόνιμα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ, www.in.gr. Διαθέσιμο στο https://www.in.gr/2021/05/01/politics/epomeni-mera-se-kypriako-kai-ellinotourkikes-sxeseis-tourkia-antimetopi-ola-ta-monima-meli-tou-sa-tou-oie/