Γράφει ο Θεόδωρος Φαλελάκης
Το Κράτος Δικαίου αποτελεί τόσο αρχή, όσο και θεμελιώδη αξία στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ε.Ε.). Πρόκειται για μία έννοια η οποία εντοπίζεται στο προοίμιο (παρ. 2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (εφεξής ΧΘΔΕΕ) («η Ένωση […] ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου») και στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ε.Ε. (εφεξής ΣΕΕ) («η Ένωση «στηρίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του Κράτους Δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων»). Εξ υπαρχής όμως οι ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν αναφέρονταν ρητά στο Κράτος Δικαίου.
Μετά το 1983 όταν εκδόθηκε η Υπόθεση των Πρασίνων [ΔΕΚ, Υπόθεση 294/83, σκ. 23] υπήρξε πλέον η πανηγυρική αναγόρευση της αρχής του Κράτους Δικαίου σε «συνταγματική» αρχή των Κοινοτήτων και η αφετηρία της προσπάθειας εμβάθυνσής της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το Δικαστήριο στην υπόθεση των Πρασίνων διακήρυξε ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου, υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη-μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο των πράξεών τους απέναντι στο βασικό καταστατικό χάρτη, που αποτελεί η Συνθήκη. Με την αναγόρευση του Κράτους Δικαίου ως κοινής συνταγματικής αρχής της κοινοτικής έννομης τάξης παρασχέθηκε η δυνατότητα στο Δικαστήριο να υιοθετεί μία ερμηνεία ικανή να εξασφαλίσει την θεσμική ισορροπία [Προτάσεις F.G. Jacobs, Υπόθεση C-50/00 P, σκ. 71]. Έτσι, δημιουργήθηκε το στέρεο έδαφος ώστε το Δικαστήριο να διευρύνει τον δικαστικό έλεγχο στα πλαίσια των Συνθηκών, και χωρίς να αλλάζει την αρχιτεκτονική του συστήματος.
Ως αρχή δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απλά μία πολιτική έννοια. Με βάση την ιστορία της εποχής κατά τον εμπλουτισμό των Συνθηκών, ήτοι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τα κράτη-μέλη δεσμεύτηκαν να δημιουργήσουν μία κοινότητα που θα βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, το Κράτος Δικαίου και την δημοκρατία. Κατά αυτό τον τρόπο, δεν είναι περίεργο που τα κράτη-μέλη αποφάσισαν τελικά να εισάγουν την έννοια του Κράτους Δικαίου στις Συνθήκες, παρά την ήδη υπάρχουσα νομολογία του Δικαστηρίου. Δικαιολογητικός δε λόγος της καθιέρωσης της αρχής αυτής είναι να εξασφαλίσει ότι τα όργανα της Ένωσης υιοθετούν πράξεις που συμμορφώνονται με τις Συνθήκες και ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα είναι ικανά να αμφισβητήσουν την νομιμότητα μίας πράξης που επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους [Laurent Pech, σσ. 15, 17]. Το Δικαστήριο μπορεί να φροντίσει με τον δικαστικό του έλεγχο την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Με την ρητή πλέον αποτύπωση της αρχής στο άρθρο 2 της ΣΕΕ τα κράτη-μέλη διασφάλισαν ότι το δίκαιο της Ε.Ε. δεν θα απειλεί τις θεμελιώδεις αρχές των συνταγμάτων τους μεταβιβάζοντας την αρμοδιότητα ελέγχου των αρχών αυτών στο Δικαστήριο [Προτάσεις P. Maduro, Υπόθεση C-127/07, σκ. 16].
Σημειωτέον ότι αποφεύγεται να οριστεί το περιεχόμενο της έννοιας του Κράτους Δικαίου ως κοινής συνταγματικής αρχής, αλλά για τον εννοιολογικό χαρακτηρισμό υφίσταται παραπομπή στα δίκαια των κρατών-μελών. Παρά τις διαφοροποιήσεις στα δίκαια των κρατών μελών η έννοια του Κράτους Δικαίου εντοπίζεται να έχει κοινά χαρακτηριστικά στον τρόπο με το οποίο αντιμετωπίζεται, όπως αυτά συνάγονται από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. Συγκεκριμένα αποτελεί μία ανοιχτή έννοια, με υπερσυνταγματικό και δυναμικό χαρακτήρα στην οποία πρέπει να βασίζεται κάθε συνταγματικά διαμορφωμένο σύστημα. Ο στόχος της αρχής κατατείνει στην υπαγωγή της δημόσιας εξουσίας σε νομικούς περιορισμούς και στην προστασία του ατόμου από την παράνομη δράση της Διοίκησης [Μ. Χρυσομάλλης, σσ. 31, 32].
Το Δικαστήριο αντλώντας τα χαρακτηριστικά αυτά από τις γενικές αρχές των κρατών-μελών προσδιορίζει την αρχή του Κράτους Δικαίου στο πλαίσιο της Ε.Ε. και τροφοδοτεί μία πλούσια νομολογία σχετικά με την άρρηκτη σύνδεση της θεμελιώδους αυτής αρχής με το δίκαιο της Ε.Ε. Η νομολογία αυτή έχει αναπτυχθεί κυρίως από παραβάσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στις οποίες η κρίση του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα ως προς την παράβαση της δικαστικής ανεξαρτησίας έχει κορυφωθεί.
Οι μεταρρυθμίσεις της Πολωνίας στο δικαστικό σύστημα υπέσκαψαν την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών επισύροντας μία σειρά από ζητήματα παράβασης του Κράτους Δικαίου. Η μεταρρυθμίσεις αυτές θεωρήθηκαν ασύμβατες με το άρθρο 2 και 10 της ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του ΧΘΔΕΕ [Λ. Παπαδοπούλου, σ. 51-66, παρ. 63]. Αρχικά, έγιναν προσπάθειες από την Επιτροπή να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 7 της ΣΕΕ, αλλά δεδομένης της ενισχυμένης πλειοψηφίας των 4/5 των κρατών-μελών που απαιτείται για την ενεργοποίηση του μηχανισμού, δεν οδήγησαν σε αιτιολογημένη πρόταση προς λήψη απόφασης εκ μέρους του Συμβουλίου [Proposal for Council Decision 20.12.2017]. Αργότερα, ακολούθησε η ψήφιση του Κανονισμού 2020/2092 της 16ης Δεκεμβρίου 2020 ο οποίος επιτρέπει στο Συμβούλιο αν διαπιστώσει παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου σε ένα κράτος μέλος που επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο επαρκώς άμεσο να επιβάλει πρόωρη αποπληρωμή δανείων ή να αναστείλει πληρωμές σε ένα κράτος-μέλος (άρθρο 4). Για τους σκοπούς του κανονισμού ως Κράτος Δικαίου ορίστηκε η αξία της Ένωσης που περιλαμβάνει: την αρχή της νομιμότητας, την ασφάλεια δικαίου, την απαγόρευση της αυθαίρετης άσκησης εκτελεστικών εξουσιών, την αποτελεσματική δικαστική προστασία, την διάκριση των εξουσιών, την απαγόρευση των διακρίσεων και ισότητα ενώπιον του νόμου.
Προσφυγές της Επιτροπής επί παραβάσει και μία σειρά από άλλες προσφυγές οδήγησαν το Δικαστήριο σε μία πλούσια νομολογία επί των μεταρρυθμίσεων της Πολωνίας στο δικαστικό σύστημα. Στις Υποθέσεις Associação Sindicaldos Juízes Portugueses [ΔΕΕ, Υπόθεση C-64/16, σκ. 36, 37] και Minister for Justice and Equality [ΔΕΕ, Υπόθεση C-216/18 PPU, σκ. 51, 52] το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή καθαυτήν η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη Κράτους Δικαίου και γι’ αυτό κάθε κράτος-μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα δικαστήρια ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Τέτοιες παραβιάσεις της Πολωνίας ως μη ανταποκρινόμενης στην αρχή της δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου στην αρχή του Κράτους Δικαίου είναι μεταξύ άλλων κατά το Δικαστήριο η μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεων των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου [ΔΕΕ, Υπόθεση C-619/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκ. 43, 47, 48] και των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων [ΔΕΕ, Υπόθεση C-192/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκ. 98, 106] και η δημιουργία ειδικού πειθαρχικού τμήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο επιφορτισμένο με ευρείες αρμοδιότητες ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών οργάνων [ΔΕΕ, Υπόθεση C‑585/18, Α.Κ. κ.λπ., σκ. 41, 120, 124, 167].
Ακόμη, το Δικαστήριο έχει κρίνει στην Υπόθεση Μiasto Łowicz (αν και απαράδεκτη η αίτηση) ότι δεν επιτρέπονται εθνικές διατάξεις, όπως αυτές της Πολωνίας, οι οποίες ενδέχεται να εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές σε κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών λόγω του ότι υπέβαλαν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως [ΔΕΕ, Υπόθεση 558/18, σκ. 58]. Αντίστοιχη παράβαση της Πολωνίας αφορούσε τις μεταρρυθμίσεις που επέτρεπαν τον χαρακτηρισμό του περιεχομένου δικαστικής αποφάσεως ως πειθαρχικού παραπτώματος και την τροποποίηση νόμων μη διασφαλίζοντας την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων από δικαστήριο «που έχει συσταθεί νομίμως» [ΔΕΕ, Υπόθεση C-791/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκ. 235].
Στην δε Υπόθεση ΑΒ κ.λπ. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο διορισμός δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας βάση πορίσματος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου εγείρει ζητήματα ανεξαρτησίας και σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης το αιτούν δικαστήριο υποχρεούται να μην εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις, αλλά τις προϊσχύσασες εθνικές διατάξεις, ασκώντας παράλληλα τον δικαστικό έλεγχο που προβλέπουν οι τελευταίες. [ΔΕΕ, Υπόθεση C-824/18, σκ. 156, 166]. Στην Υπόθεση Prokuratura Rejonowa το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται παράβαση εθνικής ρύθμισης της Πολωνίας κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, αφενός, να αποσπάσει δικαστή σε ανώτερο ποινικό δικαστήριο για ορισμένο χρoνικό διάστημα ή επ’ αορίστω και, αφετέρου, να ανακαλέσει την απόσπαση αυτή ανά πάσα στιγμή και δη με μη αιτιολογημένη απόφαση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για απόσπαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου [ΔΕΕ, Υπόθεση C-748/19, σκ. 90].
Σε όλο αυτό το διάστημα η κατάσταση εξελισσόταν, καθώς στις 14 Ιουλίου του 2021 το ΔΕΕ ενέκρινε προσωρινά μέτρα που ζήτησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 279 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. για την αναστολή περαιτέρω διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας που επηρεάζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (ΔΕΕ, Υπόθεση C-204/21). Στις 14 Ιουλίου 2021, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας αποφάνθηκε ότι τα προσωρινά μέτρα που διέταξε το ΔΕΕ δεν συνάδουν με το πολωνικό Σύνταγμα [Υπόθεση P 7/20], ενώ στις 6 Οκτωβρίου 2021 το ΔΕΕ απέρριψε αίτημα της Πολωνίας να ακυρωθεί η εντολή της 14ης Ιουλίου (ΔΕΕ, Υπόθεση C-204/21). Αργότερα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας κατόπιν αίτησης του Πρωθυπουργού, με την απόφασή του στις 7 Οκτωβρίου 2021 έκρινε ότι τα άρθρα 1, 2 και 19 της ΣΕΕ, είναι αντίθετα με το πολωνικό σύνταγμα, φτάνοντας την κρίση του Κράτους Δικαίου στο αποκορύφωμά της [Υπόθεση K 3/21] [Μ. Ροδόπουλος, σσ. 62-66].
Ως αντίδραση και συνέπεια της ψήφισης του Κανονισμού 2020/2092 η Πολωνία και η Ουγγαρία άσκησαν βέτο στο χρηματοδοτικό σχέδιο της Ε.Ε. έως το 2027 και στο σχέδιο βοήθειας κατά του Covid-19 και μπλοκάρουν την έκδοση απόφασης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Επιτροπή να αναστείλει την εφαρμογή του Κανονισμού. Αυτό οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκήσει προσφυγή επί παραλείψει κατά της Επιτροπής η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (για δεύτερη φορά στα χρονικά). Το Μάρτιο του 2021, η Πολωνία και η Ουγγαρία υπέβαλαν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΔΕΕ. Το Δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 2022 απέρριψε πλήρως την προσφυγή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας για ακύρωση κατά του γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ε.Ε. που προβλέπεται από τον Κανονισμό 2020/2092 [ΔΕΕ, Υπόθεση C-157/21]. Στην απόφασή του, το ΔΕE έκρινε ότι ο Κανονισμός εκδόθηκε με έγκυρη νομική βάση και είναι συμβατός με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 της ΣΕΕ. Επιπλέον, έκρινε ότι είναι εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε. και είναι πλήρως σύμφωνος με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Με αυτό τον τρόπο η νομιμότητα του Κανονισμού είναι πλέον οριστική και παρέχεται στην Ε.Ε. ένα νέο εξαιρετικό εργαλείο για την επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις του Κράτους Δικαίου από τα κράτη-μέλη της.
Συμπερασματικά, η παρέμβαση αυτή της Ε.Ε. δείχνει την πρωταρχική σημασία που έχει το Κράτος Δικαίου στην έννομη τάξη της Ε.Ε., ενώ προστίθεται ένα επιπλέον αντικίνητρο για τα κράτη-μέλη, αυτό των μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα. Από την άλλη όμως, αποδεικνύεται η ατελής ισχύ του ευρωπαϊκού δικαίου να εμποδίσει την εκ των έσω εξάρθρωση των συνταγματικών αρχών. Το άρθρο 7 της ΣΕΕ αποτελεί μηχανισμό που δύσκολα ενεργοποιείται και όταν ενεργοποιηθεί θα είναι ήδη αργά. Η Ένωση ως μόρφωμα που στηρίζεται καθαρά σε ισορροπίες και διαπραγματεύσεις πρέπει να ενισχύσει το Κράτος Δικαίου στην έννομη τάξη της και να αποδείξει ότι μπορεί να υπερασπιστεί της αρχές που την συνιστούν. Ο κίνδυνος να οδηγηθεί η Ε.Ε. στην απώλεια του ελέγχου τήρησης των ενωσιακών αξιών είναι προ των πυλών…
Βιβλιογραφία
Ελληνική Εταιρία Δικαίου του Περιβάλλοντος. (2022). Το βιώσιμο Κράτος. Τιμητικός Τόμος για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Παπαδοπούλου Λ.: Το κράτος δικαίου στην Ευρώπη και ο αυταρχικός λαϊκισμός ως «δούρειος ίππος» για την άλωσή του. Σάκκουλας. σσ. 51-66 [ΤΝΠ sakkoulas-online.gr].
Ροδόπουλος M. (2021). Η κορύφωση της κρίσης του Κράτους Δικαίου στην Πολωνία – Ευθεία ρήξη με τις θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου. ΣΥΝ. 147/2021.σσ. 62 – 66 [ΤΝΠ QUALEX].
Χρυσομάλλης M. (2018). Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3. Το Κράτος Δικαίου ως αξία/αρχή που είναι κοινή στα Κράτη-μέλη της ΕΕ. Νομική Βιβλιοθήκη. σσ. 31, 32 [ΤΝΠ Qualex].
Pech L. The Rule of Law as a Constitutional Principle of the European Union. Jean Monnet Working Paper 04/09. σσ. 15, 17. Διαθέσιμο σε: https://jeanmonnetprogram.org/paper/the-rule-of-law-as-a-constitutional-principle-of-the-european-union/.
Trybunał Konstytucyjny, Υπόθεση K 3/21. Διαθέσιμο σε: https://trybunal.gov.pl/en/hearings/judgments/art/11662-ocena-zgodnosci-z-konstytucja-rp-wybranych-przepisow-traktatu-o-unii-europejskiej.
Trybunał Konstytucyjny, Υπόθεση P 7/20. Διαθέσιμο σε: https://trybunal.gov.pl/en/hearings/judgments/art/11589-obowiazek-panstwa-czlonkowskiego-ue-polegajacy-na-wykonywaniu-srodkow-tymczasowych-odnoszacych-sie-do-ksztaltu-ustroju-i-funkcjonowania-konstytucyjnych-organow-wladzy-sadowniczej-tego-panstwa.
ΔEE, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, υπόθεση C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A62021CN0157.
ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Ιουλίου, 6ης Οκτωβρίου, 27ης Οκτωβρίου, υπόθεση C-204/21, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πολωνίας. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?lgrec=fr&td=%3BALL&language=en&num=C-204/21&jur=C.
ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021. υπόθεση C-791/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας. σκ. 235. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/documents.jsf?num=C-791/19.
ΔΕΕ, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, υπόθεση C-748/19 – Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim σκ. 60. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-748/19.
ΔΕΕ, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18, A. K. κατά Krajowa Rada Sądownictwa και CP και DO κατά Sąd Najwyższy, σκ. 41, 120, 124, 167. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-585/18.
ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, υπόθεση C-619/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκ. 43, 47, 48. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-619/18.
ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, υπόθεση C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality κατά LM, σκ. 51, 52. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-216/18.
ΔΕΕ, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, υπόθεση C-558/18, Miasto Łowicz, σκ. 58. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-558/18.
ΔΕΕ, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, υπόθεση C-64/16, Associação Sindicaldos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas, σκ. 36, 37. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-64/16.
ΔΕΕ, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, υπόθεση C-824/18, ΑΒ κ.λπ. κατά Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, σκ. 156, 166. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-824/18.
ΔΕΕ, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, υπόθεση C-192/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκ. 43, 98, 106. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-192/18.
ΔΕΚ, απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, υπόθεση 294/83, Κόμμα Οικολόγων “Les Verts” κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκ. 23. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A61983CJ0294.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Reasoned Proposal in Accordance with Article 7(1) of the Treaty on European Union Regarding the Rule of Law in Poland. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A52017PC0835.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Resolution of 12 September 2018 on a proposal calling on the Council to determine, pursuant to Article 7(1) of the Treaty on European Union, the existence of a clear risk of a serious breach by Hungary of the values on which the Union is founded. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A52018IP0340.
Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32020R2092.
Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα F.G. Jacobs, της 21ης Μαρτίου 2002, στην υπόθεση C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σκ. 71. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&num=C-50/00.
Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα P. Maduro, της 21ης Μαΐου 2008, στην υπόθεση C-127/07, Gestoras Pro Amnistía κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σκ. 16. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&num=C-354/04.