Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το ιστορικό της ΟΝΕ – Τα οικονομικά κριτήρια της Ευρωζώνης: Μια νομική ανασκόπηση επί του θέματος

Γράφει ο Ευάγγελος Βέρνερ

Για το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθοριστικό είναι το «σχέδιο Σούμαν» με την ακόλουθη εμβληματική φράση του εμπνευστή αυτού Ζ. Μονέ «Δεν κάνουμε συμμαχίες κρατών, ενώνουμε ανθρώπους». Η ΕΕ σήμερα, ανέρχεται σε 27 κράτη μέλη, με πολλαπλές συμφωνίες από το 1952. Ως γνωστόν, βασικός στόχος της είναι η αποφυγή μίας νέας διένεξης, που θα θύμιζε τον δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο. Το μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού ήταν μια οικονομική διακρατική ένωση, η πρώιμη μορφή της Ε.Ε., η Ε.Ο.Κ. . Η ολοκλήρωση της ΕΕ δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος, που θα κατέρριπτε τους φραγμούς και περιορισμούς, οι οποίοι προκαλούνταν λόγω των διαφορετικών νομισμάτων και θα διευκόλυνε κάθε είδους συναλλαγές. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), μιας βαθμιαίας οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ.

Από τα 27 κράτη μέλη, σήμερα μόνο τα 19 έχουν καθιερώσει ως νόμισμά τους το ΕΥΡΩ (€). Τα υπόλοιπα κράτη είναι σύμφωνα με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, υποχρεωμένα με την πάροδο των χρόνων να ενταχθούν- αλλά μόνο τα υπόλοιπα 7, με μοναδική εξαίρεση τη Δανία- και να καθιερώσουν ως νόμισμά τους το ΕΥΡΩ, ώστε να επιτευχθεί μία καθολικά ενιαία ρύθμιση για τα προϊόντα, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών. Η Ελλάδα μετέβη μαζί με άλλες 11 χώρες (12 στο σύνολο) την 1 Ιανουαρίου του 2002 στο νέο νόμισμα, το ΕΥΡΩ. Εκείνη τη μέρα τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ΕΥΡΩ τέθηκαν σε κυκλοφορία, ενώ η ολική μετάβαση είχε τη διάρκεια δύο μηνών, οπότε και τα τότε εθνικά νομίσματα αποσύρθηκαν πλήρως από τις εγχώριες αγορές. Ο σχεδιασμός είχε ξεκινήσει από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, τη συνθήκη της ευρωπαϊκής ένωσης, όπου και ορίστηκαν οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και των κυβερνήσεων και των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ), των χωρών της ζώνης του ΕΥΡΩ.

Το όνομα του νομίσματος ως «ΕΥΡΩ», αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη Σύνοδο της Μαδρίτης, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου του έτους 1995. Αξιοσημείωτο να αναφερθεί είναι πως το επίσημο όνομα του νομίσματος ορίστηκε σε δύο γλώσσες, «ΕΥΡΩ» και «EURO», μια εκ των δύο ούσα η ελληνική. Τα επόμενα δύο έτη, ανάμεσα στο 1996 και το 1998, ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ), το οποίο προκήρυξε  πανευρωπαϊκό διαγωνισμό σχεδίου για τα τραπεζογραμμάτια, ώστε να επιλεχθεί η τελική μορφή του νέου νομίσματος. Το τελικό στάδιο, στο τολμηρό αυτό εγχείρημα, ξεκίνησε τη 1 Ιανουαρίου του 1999, όταν και άρχισε το τελικό στάδιο της ΟΝΕ. Έντεκα κράτη μέλη της ΕΕ εντάχθηκαν την ημέρα εκείνη στην ΟΝΕ και το ΕΥΡΩ άρχισε την νομισματική του λειτουργεία, μόνο σε λογιστική μορφή, αντικαθιστώντας τα νομίσματα με βάση την ισοτιμία μετατροπής, που καθορίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1998.

Ένα χρόνο αργότερα, στο πλαίσιο της Συνόδου κορυφής, το συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000 στην Πορτογαλία, αποφάσισε την ένταξη της Ελλάδος στο ΕΥΡΩ. Ημερομηνία κατατεθέν για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ΕΥΡΩ είναι η 1η Ιανουαρίου του 2001. και ως αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ΕΥΡΩ ορίστηκε ότι το 1 ΕΥΡΩ ισούται με 340,750 δραχμές.

Ποια είναι λοιπόν τα οικονομικά κριτήρια, που πρέπει να εκπληρώσει μία χώρα μέλος κράτος, για την ένταξη της στο ΕΥΡΩ; Τα κριτήρια ορίζονται νομικά στην Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 140 παράγραφος 1. Τα κριτήρια, τέσσερα σε αριθμό, είναι τα ακόλουθα: πρώτο κριτήριο είναι  η επίτευξη  υψηλού́ βαθμού́ σταθερότητας τιμών, των δημόσιων οικονομικών ελλειμάτων και δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με το πρώτο κριτήριο το δημοσιονομικό έλλειμα δε θα έπρεπε να υπερβαίνει το 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Δεύτερο κριτήριο είναι η σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών του κράτους μέλους, το οποίο καταδεικνύεται από́ την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό́ δημοσιονομικό́ έλλειμμα. Σε ποσοστό δηλαδή δεν θα έπρεπε το δημόσιο χρέος να υπερβαίνει το 60% του συνολικού ΑΕΠ. Τρίτο κριτήριο είναι η τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από́ το μηχανισμό́ συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού́ νομισματικού́ συστήματος επί́ δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ́, δηλαδή το κριτήριο σύγκλισης των επιτοκίων. Συνεπώς είναι απαραίτητο να επικρατούν σταθερές ισοτιμίες στις συναλλαγές, ανάμεσα στο εθνικό νόμισμα και το ΕΥΡΩ για τουλάχιστον δύο έτη, πριν την ένταξη στη νομισματική ένωση. Τελευταίο κριτήριο αποτελεί η διάρκεια της σύγκλισης στο μηχανισμό́ συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπροθέσμων επιτοκίων.

Πληρούσε η Ελλάδα τις προϋποθέσεις για την ένταξη της στην ΟΝΕ, στο ΕΥΡΩ, το 2000;

Εξετάζοντας τα κριτήρια διαπιστώνεται ότι όσο αφορά το έλλειμα του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με τους Οικονομικούς Δείκτες της Eurostat ανερχόταν στο -2,0 %, εκπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο το κριτήριο του ελλείματος του 3%, του συμφώνου σταθερότητας. Δύο χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε – στην επανεξέταση των δεδομένων- με επίσημη από την Eurostat υπ΄αριθμό 117/2004 ανακοίνωση δελτίου τύπου, ότι το πραγματικό δημόσιο έλλειμα της χώρας ανερχόταν σε -4,1% . Το δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 108.5 %, υπερβαίνοντας έτσι κατά μόνο 8.5 % μονάδες το συνολικό ΑΕΠ, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το δεύτερο κριτήριο. Τα υπόλοιπα δύο κριτήρια, του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών και το μακροπρόθεσμο σταθερό επιτόκιο δανεισμού, δεν αποτέλεσαν ποτέ θέμα αμφισβήτησης από τις διεθνείς αρχές.

Στην πάροδο των χρόνων κατέστη φανερό, ότι η Ελλάδα, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλα κράτη μέλη, δε θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν επαρκώς τα απαραίτητα κριτήρια ένταξης, ώστε να εισαχθούν στην Οικονομική Νομισματική Ένωση. Από τη συνθήκη του Μάαστριχτ διαπιστώθηκε από διάφορους μελετητές, ότι τα κριτήρια σύγκλισης ήταν πιθανόν αυθαίρετα και μη κατάλληλα για την επίτευξη μιας βιώσιμης και σταθερής ΟΝΕ. Οι αποκλίσεις στις οικονομίες ήταν μεγάλες με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν στην πάροδο του χρόνου, όπως και διαπιστώθηκε με την οικονομική κρίση του 2009.

Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι η νομισματική ένωση ήταν προσαρμοσμένη στα πρότυπα δυνατών οικονομικά χωρών, όπως της Γαλλίας και της Γερμανίας, αγνοώντας τις διαφορετικές ταχύτητες και ανάγκες άλλων χωρών. Στην προσπάθεια δημιουργίας μίας ενιαίας αγοράς και με βάση τη μονεταριστική ιδεολογία, με τη δημιουργία της ΟΝΕ και την έλευση του ΕΥΡΩ, ένα νέο οικονομικό μοντέλο εμφανίστηκε στο προσκήνιο, όταν ακολουθήθηκε το γερμανικό οικονομικό πρότυπο, δημιουργώντας νέες προκλήσεις για οικονομικά αδύναμες χώρες. Όπως αποδείχθηκε η ένταξη χωρών στην ΟΝΕ δεν ήταν ερώτηση μήτε οικονομικής φύσεως μήτε νομικής, αλλά καθαρά θέμα πολιτικής και δημιουργίας μίας δυνατής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πηγές:

  • Δρέλλιας Π., Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης των Ζαν Μονέ- Ρομπέρ Σουμάν και ο ευρωσκεπτικισμός του 2019, AgrinioPress, Απρίλιος 24, 2019. Διαθέσιμο σε https://www.agriniopress.gr/orama-enomenis-evropis-2019/. Ανακτήθηκε στις
  • Έκθεση της EUROSTAT – Αναθεώρηση του Ελλείμματος και του χρέους της ελληνικής Κυβέρνησης, 22 Νοεμβρίου 2004, σελίδα 12.
  • Σκλίας Π., Μαρής Γ.,  Τα κριτήρια σύγκλισης στην ΟΝΕ και η εικόνα της Ελλάδας: Οι δεκατερίες του 1980 και του 1990.
  • Pollardm, P (1995), EMU: Will it Fly? , Ιούλιος/ Αύγουστος 1995, τόμος 77, νούμερο 4, σελίδες 3-16.
  • Issing, O (2010), The Birth of the Euro, Cambridge, Cambridge University Press.