Loading...
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το ιστορικό της Θαλάσσιας Οριοθέτησης και η περίπτωση της Μαύρης Θάλασσας

Γράφει η Μιχαέλα Φουρναράκου

Αδιαμφισβήτητα, η θάλασσα με τις ποικίλες λειτουργίες και πλουτοπαραγωγικές πηγές της, συνιστά αναπόσπαστο και  ακρογωνιαίο λίθο για τη πραγμάτωση πολυάριθμων δραστηριοτήτων. Το αυξημένο λοιπόν ενδιαφέρον των λαών από τα αρχαία κιόλας χρόνια για την αξιοποίηση και εκμετάλλευση της θάλασσας ως πηγής ενέργειας και μεταλλευμάτων καθώς και πηγής πλουτισμού, αλλά και ως διαύλου εμπορικών συναλλαγών και μέσου αναψυχής, οδήγησε στην επιθυμία για την όσο το δυνατόν καλύτερη και αποδοτικότερη αξιοποίηση της θάλασσας. Ως εκ τούτου, για πολλά χρόνια το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, δηλαδή, των υδάτων που περιβάλλουν την εδαφική έκταση του κράτους, τους όρμους, τους κόλπους και τα στενά αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων.

Σε γενικότερο βέβαια βαθμό, το ζήτημα του πώς και συγκεκριμένα με ποιο κριτήριο ορίζεται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτέλεσε ζήτημα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, επειδή στη θάλασσα δεν υπάρχουν φυσικά στοιχεία τα οποία θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν οροθετικά σημεία. Στο παρελθόν η θαλάσσια οριοθέτηση ακολουθούσε την αρχή των τριών ναυτικών μιλιών, δηλαδή όπως είχε χαρακτηριστεί, του «δραστικού βεληνεκούς ενός ταγμένου στην ακτογραμμή πυροβόλου». Ωστόσο, όπως γίνεται αντιληπτό, η αρχή αυτή αδυνάτισε να επικρατήσει καθώς λόγω της ανάπτυξης ισχυρότερων όπλων πολλά κράτη αξίωσαν ευρύτερη περιοχή.

Ιστορικά, οι πρώτοι κανόνες οριοθέτησης στο δίκαιο της θάλασσας θεσπίστηκαν σε συγκεκριμένη ρύθμιση στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος κανόνας της αιγιαλίτιδας ζώνης ήταν η αρχή της «Ίσης Απόστασης», που θεσπίστηκε με τις συμβάσεις της Πρώτης Συνδιάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1958 η αρχή της ίσης απόστασης (equidistance principle, μέση/πλάγια γραμμή) με την εξαίρεση των «ειδικών περιστάσεων». Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 12 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης 1958 για την Αιγιαλίτιδα και τη Συνορεύουσα Ζώνη προέβλεπε πως, σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών η οριοθέτηση επιτελούταν με βάση τη μέση γραμμή που χαράσσονταν από τα πλησιέστερα σημεία επί των γραμμών βάσης, από τις οποίες μετριούνταν η αιγιαλίτιδα ζώνη των κρατών.

 Στη σύγχρονη εποχή, το ζήτημα της θαλάσσιας οριοθέτησης ρυθμίζεται από τη Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας του οποίου το Άρθρο 3 προβλέπει ότι τα κράτη έχουν δικαίωμα να ορίζουν το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης τους μέχρι το όριο των 12 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές της βάσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1994, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό διάφορες κωδικοποιητές συμβάσεις του 1958. Όμως και το ζήτημα ρύθμισης των γραμμών της βάσης θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο. Γι΄αυτό και σήμερα ορίζονται με βάση το Άρθρο 5 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο βέβαια αντανακλά έναν εθιμικό κανόνα.

 Στο σημείο αυτό, για να γίνει κατανοητή η ξεχωριστή περίπτωση οριοθέτησης της Μαύρης Θάλασσας που θα αναλύσουμε παρακάτω, θα χρειαστεί να διασαφηνίσουμε πως 200 μίλια από τις γραμμές βάσης εκτείνεται η ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη). Η συγκεκριμένη συνιστά περιοχή πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη και αποτελεί πηγή σημαντικού αλιευτικού και ορυκτού πλούτου. Στην περιοχή αυτή(ΑΟΖ) το παράκτιο κράτος απολαμβάνει κυριαρχικά δικαιώματα σε συγκεκριμένα ζητήματα, δηλαδή μόνο για την εξερεύνηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση ζώντων και μη φυσικών πόρων. Επιπλέον, περαιτέρω ανάλυση για την κατανόηση του ειδικότερου ζητήματος της Μαύρης Θάλασσας θα χρειαστεί να δοθεί και στην έννοια της υφαλοκρηπίδας. Η τελευταία αποτελεί φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους ενός κράτους στη θάλασσα, προτού κατακρημνισθεί στα βάθη του ωκεανού. Εάν η υφαλοκρηπίδα θεωρήθηκε η κατεξοχήν διεκδίκηση των ανεπτυγμένων κρατών αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ο θεσμός της ΑΟΖ αποτέλεσε την κυρίαρχη προσπάθειά τους στον τομέα της κατοχύρωσης των σοβαρών οικονομικών τους διεκδικήσεων στο θαλάσσιο χώρο, προς όφελος των παράκτιων κρατών. 

Το 1997 στην περίπτωση της Μαύρης Θάλασσας η Ρουμανία και η Ουκρανία υπέγραψαν μια συνθήκη στην οποία αμφότερα τα κράτη «επιβεβαιώνουν ότι τα υφιστάμενα σύνορα μεταξύ τους είναι απαραβίαστα και, συνεπώς, θα απέχουν, τώρα και στο μέλλον, από κάθε απόπειρα κατά των συνόρων, καθώς και από οποιαδήποτε απαίτηση ή πράξη, κατάσχεση και σφετερισμό μέρους ή του συνόλου του εδάφους του συμβαλλόμενου μέρους».

Και οι δύο πλευρές έτσι, συμφώνησαν ότι αν δεν μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα εντός δύο ετών, οποιαδήποτε πλευρά θα μπορούσε να ζητήσει την έκδοση οριστικής απόφασης από το Διεθνές Δικαστήριο. Δέκα εκατομμύρια τόνοι πετρελαίου και ένα δισεκατομμύριο κυβικά μέτρα σε αποθέματα φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν κάτω από τον βυθό της θάλασσας. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση, το Φιδονήσι, το οποίο βρίσκεται στον Εύξεινο Πόντο και  ανήκει στα σύνορα Ουκρανίας-Ρουμανίας κοντά στο Δέλτα του Δούναβη αποτέλεσε το επίκεντρο της συνοριακής διαφοράς μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας δηλαδή τα εδαφικά όρια της υφαλοκρηπίδας γύρω από το Φιδονήσι.

Η θέση του τελευταίου αποτέλεσε θέμα αμφιλεγόμενο καθώς εάν θεωρείτο νησί τότε η υφαλοκρηπίδα του θα άνηκε στα ουκρανικά σύνορα. Απεναντίας, εάν ήταν νησίδα, σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο, τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας δεν θα το λάμβαναν υπόψη. Για το λόγο αυτό στις 16 Σεπτεμβρίου του 2004 η Ρουμανία ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου κατά της Ουκρανίας στο πλαίσιο αυτής της διαμάχης μεταξύ των δύο κρατών της Μαύρης Θάλασσας προσέφυγε και ισχυρίστηκε ότι το Φιδονήσι δεν είχε κοινωνικοοικονομική σημασία. Το Δικαστήριο εξέτασε την συγκεκριμένη περίπτωση και από τις δύο πλευρές. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα πως το Φιδονήσι δεν πρέπει να έχει επίδραση στην οριοθέτηση εκτός από εκείνη που απορρέει από το ρόλο του τόξου των 12 ναυτικών μιλίων των χωρικών υδάτων του.

Θα χρειαστεί βέβαια να αναφερθεί και το γεγονός πως ενώ η συγκεκριμένη απόφαση επέβαλε μια γραμμή ανάμεσα στα δύο κράτη που να ήταν δίκαιη, η Ρουμανία ωστόσο έλαβε το 80% της αμφισβητούμενης περιοχής με δικαίωμα εκμετάλλευσης 100 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων αποθεμάτων φυσικού αερίου καθώς και 15 τόνων πετρελαίου από τον βυθό. Από την ουκρανική πλευρά, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Φιδονήσι δεν αποτελεί μέρος της παράκτιας διαμόρφωσης της Ουκρανίας, εξηγώντας ότι “η προσμέτρηση του νησιού Φιδονήσι ως σχετικού τμήματος της ακτής θα ισοδυναμούσε με τοποθέτηση ενός εμβόλιμου εξωτερικού στοιχείου στην ακτογραμμή της Ουκρανίας. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια δικαστική αναδιαμόρφωση της Γεωγραφίας”. Το ΔΔΧ (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Φιδονήσι “δεν πρέπει να έχει καμία επίδραση στην οριοθέτηση σε αυτή την περίπτωση, εκτός από εκείνη που απορρέει από το ρόλο του τόξου των 12 ναυτικών μιλίων των χωρικών υδάτων του” όπως άλλωστε διαπιστώνουμε πως ισχύει και σε κάθε άλλη περίπτωση σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Ενώ η απόφαση επέβαλε μια γραμμή που παρουσιάζεται να είναι δίκαιη και για τα δύο μέρη, η Ρουμανία έλαβε σχεδόν το 80% της αμφισβητούμενης περιοχής γεγονός που της επέτρεπε να εκμεταλλευτεί μια σημαντική αλλά απροσδιόριστη μερίδα περίπου 100 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων αποθεμάτων φυσικού αερίου και 15 εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου κάτω από τον βυθό. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ουκρανό Επίτροπο στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, Volodymyr Vasylenko, «σχεδόν όλα τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου βρίσκονται κατά βάση στο βυθό που πήγε στην Ουκρανία». Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτωρ Γιούσενκο δήλωσε ότι η απόφαση ήταν «δίκαιη και τελική» και ελπίζει ότι θα ανοίξει «νέες ευκαιρίες για περαιτέρω παραγωγική συνεργασία σε όλους τους τομείς της διμερούς συνεργασίας μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ