Γράφει ο Νικόλας Τσιτλακίδης
Με αφορμή τη διεθνή ένοπλη σύρραξη που εκτυλίσσεται με αμείωτη σφοδρότητα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και η οποία έχει πλέον ξεπεράσει κατά πολύ τις αισιόδοξες προβλέψεις του Ρωσικού Επιτελείου Στρατού, περί μίας ταχείας και εύκολης νίκης, έχει προκύψει η ανάδυση ζητημάτων που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου ή αλλιώς Δικαίου Ενόπλων Συγκρούσεων (στο εξής ΔΑΔ ή ΔΕΣ). Ειδικότερα, το τελευταίο διάστημα σημειώνονται, εκ μέρους των ρωσικών ενόπλων ομάδων, πυραυλικές επιθέσεις στον αστικό ιστό της Ουκρανίας και δη στο Κίεβο, οι οποίες μάλιστα έχουν ως αποτέλεσμα τη διακοπή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού σε πλήθος Ουκρανών πολιτών, ως απάντηση στις πρόσφατες επιτυχίες των ουκρανικών στρατευμάτων.
Ως εκ τούτου, ανακύπτουν προβληματισμοί αφενός, για το κατά πόσο είναι θεμιτές, στο πλαίσιο απόκτησης στρατιωτικού πλεονεκτήματος, οι επιθέσεις σε μη νόμιμους στρατιωτικούς στόχους, όπως λόγου χάρη οι αστικές υποδομές και αφετέρου υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται να εκτελούνται επιχειρήσεις που θέτουν σε κίνδυνο άμεσα ή έμμεσα πολιτικούς στόχους, οι οποίοι τυγχάνουν προστασίας. Στα ερωτήματα αυτά, απάντηση επιχειρεί να δώσει το ΔΑΔ μέσω: A. Συμβατικών και Εθιμικών υποχρεώσεων των μερών σε μια ένοπλη σύρραξη και B. Αρχών που το διέπουν.
Προτού, ωστόσο, αναλυθούν οι προαναφερόμενοι παράγοντες, κρίνεται σημαντικό να τονιστούν βασικά χαρακτηριστικά του εν λόγω κλάδου του δημοσίου διεθνούς δικαίου, τα οποία θα συνδράμουν στην ολιστική προσέγγιση του θέματος αλλά και στη καλύτερη κατανόηση των ειδικότερων θεματικών που πρόκειται να αναλυθούν εν συνεχεία.
Αρχικά, ως Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (International Humanitarian Law) εκλαμβάνεται εκείνη η δέσμη κανόνων μέσω των οποίων αντιμετωπίζονται προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εξέλιξη ένοπλης σύγκρουσης διεθνούς ή μη διεθνούς χαρακτήρα, μέσω τόσο της επιβολής περιορισμών (γενικών αλλά και ειδικών) στη χρήση μεθόδων και μέσων πολέμου, όσο και της προστασίας προσώπων που συμμετέχουν (μαχητές) ή όχι (άμαχοι) ή δεν συμμετέχουν πλέον (τραυματίες, ναυαγοί) στις εχθροπραξίες και φυσικά πολιτικών στόχων. Οι κανόνες αυτοί αποτυπώνονται πλέον, στις Συμβάσεις της Γενεύης I-IV του 1949 και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα 1 και 2 του 1977 (εφεξής ΠΠ), ενώ κύριος στόχος τους είναι ο περιορισμός των δεινών του πολέμου και της πρόκλησης ανώφελου/μη αναγκαίου πόνου,ο οποίος δεν συμβάλλει στην απόκτηση στρατιωτικού πλεονεκτήματος.
Προκειμένου βέβαια να αποκτήσει κάποιο μέρος το στρατιωτικό πλεονέκτημα, είναι φυσικό να προβεί σε ενέργειες που εκ φύσεως θα οδηγήσουν σε καταστροφές και απώλειες ανθρώπινων ζωών πολλές φορές και ατόμων που δεν μετέχουν στις εχθροπραξίες, ως παράπλευρες απώλειες. Βάσει της ρεαλιστικής φύσεως του “Jus in bello”, γίνεται αποδεκτό αυτό το σενάριο, επιχειρείται όμως ο δραστικός περιορισμός ενός τέτοιου ενδεχομένου, εφόσον δίνεται έμφαση στην έννοια του νόμιμου στρατιωτικού στόχου και στις αρχές της αναλογικότητας και της διάκρισης μεταξύ στρατιωτικών στόχων και αμάχων/πολιτικών στόχων.
Η έννοια του νόμιμου στρατιωτικού στόχου
Πρόκειται για μία έννοια ουσιώδους σημασίας, καθώς βάσει αυτής κρίνεται η νομιμότητα ή όχι μιας επίθεσης, όπως καθίσταται αντιληπτό από την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 48 και 52 του 1ου ΠΠ. Σε γενικές γραμμές, ο όρος «νόμιμος στρατιωτικός στόχος» εμπεριέχει αντικείμενα που διαθέτουν δύο βασικά γνωρίσματα: από τη μία, διαδραματίζουν αποτελεσματικό ρόλο στη στρατιωτική δράση και οργάνωση του αντίπαλου μέρους και από την άλλη η εξουδετέρωση τους, ολική ή μερική, θα αποδώσει στρατιωτικό πλεονέκτημα κατά χρόνο, όμως, άμεσο.
Βέβαια, η §2 του αρ. 52 του 1ου ΠΠ, είναι αυτή που μέσω της οποίας εισάγονται εκτενέστερα οι προϋποθέσεις εκείνες, η σωρευτική πλήρωση των οποίων είναι απαραίτητη για τον χαρακτηρισμό ενός στόχου επίθεσης ως νόμιμου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη §2 του αρ. 52 του 1ου ΠΠ, η φύση του στόχου θα πρέπει να είναι τέτοια που να δικαιολογεί μια επίθεση εις βάρος του. Αυτό συνεπάγεται το στρατιωτικό χαρακτήρα του αντικειμένου και την απαγόρευση επιθέσεως σε κάθε πολιτικό στόχο, ο οποίος δηλαδή είτε εκ φύσεως είτε εν τοις πράγμασι δεν διευκολύνει τη στρατιωτική δράση του εχθρού. Ακόμη, όταν μια επίθεση λαμβάνει χώρα κατά συγκεκριμένης περιοχής, λόγου χάριν πολιορκία πόλης, η περιοχή αυτή θα πρέπει να διαθέτει κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα, το οποίο να δικαιολογεί την επίθεση εις βάρος της. Τέλος, οφείλεται να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός ή χρήση του αντικειμένου που αφορούν μελλοντική και παρούσα λειτουργία, αντίστοιχα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα νόμιμων στρατιωτικών στόχων είναι: οι ένοπλες δυνάμεις, στρατιωτικά οχήματα, συστήματα και εγκαταστάσεις επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται από στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμός στρατιωτικής χρήσης, όπως οπλικά συστήματα και αποθήκες πυρομαχικών. Σε περίπτωση αμφιβολίας για το status κάποιου στόχου, ισχύει τεκμήριο ως προς την πολιτική του φύση, κατ’ επιταγή της §3 του αρ. 52 του 1ου ΠΠ.
Ολοκληρώνοντας, άξια μνείας είναι η περίπτωση που νόμιμος στρατιωτικός στόχος εντοπίζεται εντός αστικής περιοχής. Η συγκεκριμένη θέση του δεν τον καθιστά παράνομο, ενώ δεν τιμωρείται, ούτε η έμμεση ύπαρξη παράπλευρων απωλειών, ούτε η καταστροφή πολιτικής φύσεως αντικειμένων, υπό την αίρεση πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας. Άλλωστε, τα εμπόλεμα μέρη έχουν υποχρέωση να φροντίζουν, ώστε στρατιωτικοί στόχοι να μην γειτνιάζουν με αστικές περιοχές, όπως ορίζει το αρ. 58 του 1ου ΠΠ. Πρόκειται ωστόσο, για υποχρέωση μικρότερης κλίμακας από εκείνες αντίστοιχα των αρ. 52 και 54 του 1ου ΠΠ.
Πολιτικοί στόχοι και Αρχές ΔΑΔ
Στις Συμβάσεις της Γενεύης δεν περιλαμβάνεται συγκεκριμένος ορισμός για τους πολιτικούς στόχους, αλλά συνάγεται εξ’ αντιδιαστολής από εκείνον των νόμιμων στρατιωτικών στόχων. Ό,τι, δηλαδή, δεν εμπίπτει στην εννοιολογική «ομπρέλα» του νόμιμου στρατιωτικού στόχου, αντιμετωπίζεται ως πολιτικός στόχος. Βέβαια, συχνά εντοπίζονται δυσκολίες, καθώς ένας στόχος δύναται να έχει διττή φύση. Εν παραδείγματι, ένα λιμάνι, είναι πιθανό να φιλοξενεί και εμπορικές αλλά και στρατιωτικές βάσεις.
Το ζήτημα προστασίας των πολιτικών στόχων κατέχει κεντρική θέση στο ΔΑΔ. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως μία από τις βασικότερες, αν όχι η βασικότερη αρχή του, αποσκοπεί στη διαφύλαξή τους. Η αρχή της διάκρισης (principle of distinction), όπως αυτή προσδιορίστηκε από το ΔΔΔκαι το ICTY, αλλά και στο αρ. 8 του 1ου ΠΠ, συνιστά αποκρυστάλλωση εθιμικού κανόνα δικαίου. Εν ολίγοις, επιτάσσει την κατεύθυνση των στρατιωτικών επιθέσεων, μόνο σε στόχους στρατιωτικής φύσεως, η εξουδετέρωση των οποίων έχει ως συνέπεια την επίτευξη άμεσου στρατιωτικού πλεονεκτήματος.
Συνεπώς, υφίσταται ευθύνη του επιτιθέμενου να μην συμπεριλάβει στις πολεμικές του επιχειρήσεις στόχους πολιτικής φύσεως και πριν την έναρξη αυτών να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης των μη στρατιωτικών στόχων.
Στη πιθανή, ωστόσο, περίπτωση που ένας στόχος διαθέτει διττή φύση και είναι αδύνατο να απαντηθεί μέσω της αρχής της διάκρισης αν είναι νόμιμη ή όχι μία επίθεση πλησίον αυτού, θα πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας. Η στάθμιση, δηλαδή, ανάμεσα, στο στρατιωτικό πλεονέκτημα και τις παράπλευρες απώλειες που θα προκληθούν, το οποίο δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογα μικρότερο από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και τη ζημία που θα προκαλέσει.
Συμπεράσματα
Το «πλούσιο» δεσμευτικό περιεχόμενο των Συμβάσεων της Γενεύης I-IV και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων, αποδεικνύει τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για τον εκπολιτισμό των διεθνών ή μη ενόπλων συγκρούσεων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται αντικειμενικά εμπόδια σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα: οι αρχές του ΔΑΔ, εφαρμόζονται υπό τη διακριτική ευχέρεια του κάθε συμβαλλόμενου μέρους, ενώ κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης οι προπαγανδιστικές προσπάθειες των κρατών, συνήθως αποκρύπτουν τυχόν παραβιάσεις. Η παρατήρηση αυτή, βέβαια, δεν θα πρέπει ούτε να αποθαρρύνει τόσο τις προσπάθειες να ρυθμιστεί αυτό το φαινόμενο με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, όσο και την εκπαίδευση εκ μέρους των συμβαλλομένων κρατών των μελών των ενόπλων δυνάμεών τους, σύμφωνα με τις επιταγές του ΔΑΔ.
Βιβλιογραφία
- Β. Καρατζιάς, Β. Ζαλίδης, Αλ. Λιούτας (2022), Εγχειρίδιο Δικαίου Ενόπλων Συγκρούσεων. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ.
- Κ. Χατζηκωνσταντίνου (2009), Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
Πηγή εικόνας: REUTERS