Γράφει η Ευαγγελία Ρωμάνου
Ιστορική αναδρομή
Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας στην Ταϊβάν υπήρξε ανέκαθεν αμφιλεγόμενο τόσο στην κοινωνική, όσο και στην πολιτική ζωή της χώρας, ξεκινώντας από την περίοδο της πτώσης της ιαπωνικής κατοχής στο νησί και φτάνοντας έως τη σημερινή εποχή. Τα γεγονότα από το 1945 και μετά προετοίμασαν το έδαφος για την ανάδειξη του θέματος της εθνικής ταυτότητας, οπότε και το κυβερνόν κόμμα της Κίνας, το Kuomintang (KMT), ύστερα από τη κατάρρευση της Ιαπωνικής κατοχής στο νησί, κατέλαβε την Ταϊβάν και εστάλη ο στρατηγός Chen Yi ως προσωρινός κυβερνήτης. Τον Φεβρουάριο του 1947 σημειώνεται εξέγερση εναντίον του διεφθαρμένου και καταπιεστικού καθεστώτος του Chen Yi, η οποία έμεινε γνωστή ως το «Περιστατικό της 28ης Φεβρουαρίου» (“February 28 Incident”). Ωστόσο, το πραγματικό σημείο έναρξης του ζητήματος της εθνικής ταυτότητας αποτελεί η άφιξη στην Ταϊβάν του Chiang Kai-shek, αρχηγού του κόμματος Kuomintang, μετά την ήττα του από τους κομμουνιστές στον εμφύλιο πόλεμο στην Κίνα, ο οποίος και εγκαθιδρύει δικτατορία στο νησί που διήρκησε από το 1950 έως το 1975, με στόχο την νομιμοποίηση του αυταρχικού καθεστώτος και την ενσωμάτωση με την Κίνα (αυτός είναι και ο βασικός στόχος του ΚΜΤ).
Η Ταϊβάν (αλλιώς και Δημοκρατία της Κίνας) αποτέλεσε καταφύγιο για πάνω από 2 εκατομμύρια πρόσφυγες από την Κίνα την περίοδο 1948-1949 και έτσι προέκυψαν πολλές ομάδες πληθυσμών με διαφορετική προέλευση και ποικίλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Το δικτατορικό καθεστώς του Chiang Kai-shek, που βασιζόταν στις παλιές φεουδαρχικές δομές, προχώρησε στην επιβολή του στρατιωτικού νόμου (που διήρκησε έως το 1987), αλλά και στην περίοδο που έγινε γνωστή ως «Λευκός τρόμος», από το 1947 έως το 1987 (“White Terror”), στη διάρκεια της οποίας έγινε προσπάθεια για «εθνικοποίηση» της Ταϊβάν μέσω της επιβολής της κινεζικής γλώσσας και κουλτούρας και της υποβάθμισης του πολιτισμού και των διαλέκτων της Ταϊβάν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, η λεγόμενη «ταϊβανοποίηση» ξεκινά μόλις από το ’80 και μετά, καθώς έως τότε η πολιτική εξουσία βρισκόταν κυρίως στα χέρια κινέζων. Σε αυτό συνέβαλαν διάφορες πολιτικές προσωπικότητες (όπως ο Chiang Ching-kuo – ιδρυτής του κόμματος Democratic Progressive Party (DPP) – , ο Lee Teng-hui) που ανέδειξαν την «ταϊβανοποίηση» σε κύριο πολιτικό τους μέλημα, με μετριοπάθεια, ωστόσο, για να μην «ταράξουν» την κινεζική πλευρά και ακολουθήσει στρατιωτική επέμβαση (PLA).
Κοινωνική πόλωση
Παρά τις προσπάθειες αυτών των πολιτικών προσωπικοτήτων, το χάσμα που είχε δημιουργηθεί στην κοινωνία δεν ήταν εύκολο να ξεπερασθεί. Συγκεκριμένα, είχε προκύψει ένας κοινωνικοπολιτικός διαχωρισμός που περιλάμβανε, από τη μια τους υποστηρικτές του κόμματος ΚΜΤ και από την άλλη τους υποστηρικτές του DPP. Οι πρώτοι ήταν υπέρ του συντηρητισμού, ενάντια στην ανεξαρτητοποίηση της Ταϊβάν από την κινεζική επιρροή και υπέρ ενός κινεζικού εθνικισμού, ενώ οι δεύτεροι, οι πιο προοδευτικοί, δεν επιθυμούσαν στενές σχέσεις με την Κίνα, έδιναν έμφαση στην εθνική ταυτότητα της Ταϊβάν και υποστήριζαν εν μέρει την ανεξαρτησία. Έτσι, η εθνικότητα στην Ταϊβάν λειτουργούσε και λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή για τα δύο κυρίαρχα κόμματα,το Kuomintang (KMT) και το Democratic Progressive Party (DPP), ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται ως μέσο νομιμοποίησής τους στην κοινωνία.
Το ζήτημα της εθνικότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορική εξέλιξη της Ταϊβάν και τον εκδημοκρατισμό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει και το άλλο μεγάλο ζήτημα που ταλανίζει την κοινωνία της Ταϊβάν, εκείνο της ανεξαρτητοποίησης ή της ενσωμάτωσης με την Κίνα. Με άλλα λόγια, η εθνική ταυτότητα καθορίζεται με δυο τρόπους: πρώτον, με τον αυτοπροσδιορισμό είτε ως κινέζο πολίτη, είτε ως πολίτη της Ταϊβάν ή και τα δυο και δεύτερον, με βάση την προτίμηση για το πολιτικό σύστημα, δηλαδή ενοποίηση ή ανεξαρτητοποίηση. Η προτίμηση των κατοίκων της Ταϊβάν, σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό τους, φαίνεται να έχει μια διαχρονική κίνηση, όπως επιβεβαιώνεται και από την τελευταία δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Election Study Center of Taiwan’s National Chengchi University (ESC) το 2018.[1] Σε αυτήν καταδεικνύεται ότι, όλο και περισσότεροι πλέον προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως πολίτες της Ταϊβάν, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων τάσσεται υπέρ της ανεξαρτητοποίησης ή της διατήρησης του status quo.
Σύγχρονα δεδομένα
Πλέον παρατηρείται περισσότερη ομοιογένεια στις προτιμήσεις των κατοίκων, από ότι στην εποχή του «μεγάλου χάσματος» ( the “Great Divide”). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι της Ταϊβάν απαρνούνται οποιαδήποτε σχέση με την Κίνα. Αναγνωρίζουν την πολύπλευρη σχέση και αλληλεξάρτηση της Ταϊβάν με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αλλά ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά και κυρίαρχα κράτη και άρα υποστηρίζουν ότι υπάρχει de facto ανεξαρτησία (Schubert Gunter, 2004, σελίδα 538). Είναι «ανοιχτοί» προς μια πολιτική και οικονομική προσέγγιση με την Κίνα, αλλά όχι με όρους που θα επιβάλλει το Πεκίνο. Οι ήδη υπάρχουσες οικονομικές και ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις δεν έχουν καταφέρει να φέρουν κοντά την κινεζική με την ταϊβανική εθνική ταυτότητα, αλλά να τις απομακρύνουν, όπως προκύπτει και από τη δημοσκόπηση του ESC. Σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι, οι κάτοικοι της Ταϊβάν ταυτίζονται πλέον με το κράτος της Ταϊβάν και την κοινότητά τους σε αυτήν, ακόμα και αν έχουν ρίζες από την Κίνα. Επιπλέον, η Ταϊβάν θεωρείται δημοκρατικό κράτος (το 2017 μάλιστα νομιμοποιήθηκε ο γάμος ανάμεσα σε ομόφυλα ζευγάρια),[2] ενώ η Κίνα εξακολουθεί να απέχει από αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει εδώ είναι το κατά πόσο η κοινωνία της Ταϊβάν οδηγείται προς μια «ταϊβανοποίηση». Αυτό που φαίνεται είναι ότι δεν οδεύει προς μια ομοιογενή εθνική ταυτότητα (δηλαδή αμιγώς κινεζική ή ταϊβανική), αλλά περισσότερο προς ένα συνονθύλευμα χαρακτηριστικών, που προκύπτουν από την ιστορική της εξέλιξη και την ταύτιση με το κράτος της Ταϊβάν, και τα οποία συγκροτούν μια νέα ταϊβανική εθνική ταυτότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά «χτίζουν» μια ξεχωριστή εθνική ταυτότητα, η οποία πηγάζει τόσο από την ιστορική σχέση της Ταϊβάν με τον κινεζικό πολιτισμικό κόσμο (τις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες που υπάρχουν), όσο και από την ταύτιση, πλέον, με το κυρίαρχο έθνος – κράτος της Ταϊβάν, στο οποίο και στηρίζεται περισσότερο για να διαφοροποιηθεί από την Κίνα. Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, δεν αφορά μόνο το δικαίωμα των κατοίκων της Ταϊβάν για αυτοπροσδιορισμό, αλλά και την ανάγκη για εθνική-κρατική κυριαρχία, φανερώνοντας έτσι, εκτός από την κοινωνικοπολιτισμική και την πολιτική-κρατική διάσταση του θέματος.
Βιβλιογραφία
Fang-Yu Chen, Wei-ting Yen, Austin Horng-en Wang and Brian Hioe, The Taiwanese see themselves as Taiwanese, not as Chinese, The Washington Post, Jan. 2, 2017. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η 5/5/2020. Διαθέσιμο σε: https://www.washingtonpost.com/news/monkey-cage/wp/2017/01/02/yes-taiwan-wants-one-china-but-which-china-does-it-want/
Fu-Lai Tony Yu & Diana Sze Man Kwan, Social construction of national identity: Taiwanese versus Chinese consciousness, Social Identities Journal for the Study of Race, Nation and Culture, 14, no. 1, (2008), 33-52.
Jean-Pierre Cabestan, Specificities and Limits of Taiwanese Nationalism, China Perspectives, no. 62, December 1, 2005.
Schubert Gunter, Taiwan’s Political Parties and National Identity: The Rise of an Overarching Consensus, Asian Survey, 44, no. 4 (2004): 534-54.
Syaru Shirley Lin, Analyzing the Relationship between Identity and Democratization in Taiwan and Hong Kong in the Shadow of China, The Asan Forum, December 20, 2018. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης η 5/5/2020. Διαθέσιμο σε: http://www.theasanforum.org/analyzing-the-relationship-between-identity-and-democratization-in-taiwan-and-hong-kong-in-the-shadow-of-china/
Zhong Yang, Explaining National Identity Shift in Taiwan, Journal of Contemporary China, 25, No. 99, (2016), 336-352.
[1] Syaru Shirley Lin, Analyzing the Relationship between Identity and Democratization in Taiwan and Hong Kong in the Shadow of China, The Asan Forum, December 20, 2018.
[2] Fang-Yu Chen, Wei-ting Yen, Austin Horng-en Wang and Brian Hioe, The Taiwanese see themselves as Taiwanese, not as Chinese, The Washington Post, Jan. 2, 2017.