Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και η νομολογιακή τοποθέτηση του ΔΕΕ για τη κράτηση του κατηγορουμένου

Γράφει ο Θεόδωρος Φαλελάκης

Ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η δημιουργία ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το άρ. 3 παρ. 1 της ΣΕΕ. Για την επίτευξη αυτού του στόχου και για την βελτίωση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, χρειάστηκαν να θεσπιστούν κάποια εργαλεία με τα οποία προωθείται η συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών. Στη φαρέτρα των εργαλείων πρωτοστάτησε το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (εφεξής ΕΕΣ) που αποτελεί την πρώτη περίπτωση εφαρμογής[i], στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και έχει χαρακτηριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως ο «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας σε δικαστικές υποθέσεις στην Ε.Ε (πρβλ. άρ. 82 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Φορείς που ενισχύουν τον στόχο της βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης, και οι οποίοι εγκαθιδρύθηκαν αργότερα είναι μεταξύ άλλων η Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust)[ii] και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας[iii].

Το 2001 θεσπίστηκε ένα Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων[iv]. Αμοιβαία αναγνώριση σημαίνει ότι η έκδοση μιας δικαστικής απόφασης που εκδίδεται σε ένα κράτος – μέλος της Ε.Ε. είναι αναγνωρισμένη και εκτελείται από τις αρχές κάποιου άλλου. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών – μελών ως προς το ότι οι εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ε.Ε., ιδίως δε από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[v]. Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει ουσιαστικά ένα σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας ποινικών αποφάσεων στην Ε.Ε. και στα πλαίσια αυτά το αλλοδαπό κράτος εμφανίζεται να εκτελέσει την απόφαση του ημεδαπού, χωρίς να την αμφισβητεί. 

Σύμφωνα με το Πρόγραμμα μέτρων προβλέπεται, επίσης, διεύρυνση των μέσων δια των οποίων θα θεσπιστεί ένα καθεστώς παράδοσης βασιζόμενο στην άμεση αναγνώριση και εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως, ώστε να δημιουργηθεί ένας ενιαίος νομικός χώρος για την έκδοση εγκληματιών. Για να εφαρμοστεί αυτή η πρόβλεψη υιοθετήθηκε η Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, για το ΕΕΣ και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών. Η Απόφαση αντικαθιστά την προγενέστερη διαδικασία που ίσχυε βάσει της πολυμερούς ευρωπαϊκής Σύμβασης έκδοσης της 13ης Δεκεμβρίου 1957 και άλλαξε ριζικά το θεσμό της έκδοσης μεταξύ κρατών-μελών. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαισίου, «ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών […] Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας των προδικαστικών όσο και των ορισμένων ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

Το ΕΕΣ είναι δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται όχι από κάποιο ευρωπαϊκό όργανο, αλλά από ένα κράτος-μέλος έκδοσης[vi] προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης του κράτους-μέλους εκτέλεσης[vii]. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο το οποίο έχει διαπράξει ένα ποινικό αδίκημα καταζητείται από τις αρχές ενός κράτους-μέλους και βρίσκεται εντός της επικράτειας άλλου κράτους, η αρμόδια δικαστική αρχή του πρώτου κράτους εκδίδει ΕΕΣ ζητώντας από το δεύτερο να συλλάβει και να παραδώσει τον καταζητούμενο για την άσκηση ποινικής δίωξης, είτε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρων στερητικών της ελευθερίας.

Δεδομένου ότι το ΕΕΣ είναι δικαστική απόφαση, πρέπει να εκδίδεται από δικαστική αρχή. Το Δικαστήριο της ΕΕ στην υπόθεση Parquet de Lübeck έχει κρίνει ότι η ανεξαρτησία της αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων της είναι συμφυή με την έκδοση του ΕΕΣ και αναγκαία για να χαρακτηριστεί ως «δικαστική» κατά την έννοια του άρ. 6 παρ. 1 της Απόφασης-πλαισίου 2002/584. Η δικαστική αρχή εκδόσεως πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει αντικειμενικώς τις προϋποθέσεις έκδοσης ΕΕΣ, ιδίως την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενοχοποιητικά και τα απαλλακτικά στοιχεία[viii] και δεν πρέπει να είναι εκτεθειμένη στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως περί εκδόσεως ΕΕΣ, και να υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε εντολές ή οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης[ix].

Η έκδοσή του ΕΕΣ προϋποθέτει την τέλεση πράξεων που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους-μέλους έκδοσης με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μετρό ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για ήδη αναγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών[x]. Εκτός αυτού όμως, η παράδοση του κατηγορουμένου γίνεται υπό τις προϋποθέσεις της Απόφασης-πλαισίου και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης, για τριάντα δύο (32) κατηγορίες εγκλημάτων κατ’ άρθρον 2 παρ. 2 της Απόφασης, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών.

Στην υπόθεση Melloni το ΔΕΕ έκρινε, ότι η εκτέλεση των αποφάσεων είναι υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δυνάμει του άρ. 1 παρ. 2 της Απόφασης[xi]. Η υποχρέωση αυτή διασπάται καθώς προβλέπονται περιοριστικά περιπτώσεις όπου απαγορεύεται η εκτέλεση ενός ΕΕΣ στο άρ. 3 της Απόφασης-πλαισίου. Εκτός όμως από αυτούς τους υποχρεωτικούς λόγους άρνησης εκτέλεσης, υπάρχουν άλλοι οκτώ (8) προαιρετικοί λόγοι[xii]. Οι επτά από αυτούς προβλέπονται στο άρ. 4 της Απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ και ο όγδοος και τελευταίος στο άρ. 2 της Απόφασης-πλαισίου 2009/299/ΔΕΥ[xiii]. Έτσι στην υπόθεση Radu, το ΔΕΕ τονίζει ότι πράγματι, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις τα κράτη μέλη δύνανται να αρνηθούν την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος. Πέραν τούτων, η δικαστική αρχή εκτελέσεως όμως δεν μπορεί να εξαρτά την εκτέλεση ΕΕΣ από άλλες εγγυήσεις πλην εκείνων στις οποίες αναφέρεται το άρ. 5 της Απόφασης-πλαισίου[xiv].

Ωστόσο, παρά τις παραπάνω εγγυήσεις η Απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δέχτηκε οξεία κριτική και προκάλεσε τεράστιο κύμα αντίδρασης ως προς τη τήρηση του Κράτους-δικαίου όπως προβλέπεται στο άρ. 6 της ΣΕΕ, αλλά και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα με την κατάργηση του διττού αξιοποίνου (άρ. 2 παρ. 2 της Απόφασης) που είναι αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας στις ποινικές υποθέσεις[xv]. Το Δικαστήριο της ΕΕ έχει τοποθετηθεί νομολογιακά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει επιβεβαιώσει ρητά ότι τα Κράτη οφείλουν να τα σέβονται κατά τη εξέταση του ΕΕΣ[xvi], πόσο μάλλον όταν εξετάζονται οι συνθήκες κράτησης του κατηγορουμένου.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην υπόθεση JZ[xvii] έκρινε, ότι η έννοια της «κρατήσεως» κατά το άρ. 26 παρ. 1 της Απόφασης-πλαισίου πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι “αφορά, πέραν της φυλακίσεως, κάθε μέτρο ή σύνολο μέτρων που έχει επιβληθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και το οποίο, λόγω του είδους, της διάρκειας, των αποτελεσμάτων και των λεπτομερών κανόνων εκτελέσεώς του, συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας του ενδιαφερόμενου προσώπου κατά τρόπο συγκρίσιμο προς τη φυλάκιση”. Μάλιστα, στην υπόθεση αυτή το ΔΕΕ ευθυγράμμισε την έννοια της “κράτησης” της Απόφασης-πλαισίου με αυτή που δέχεται η νομολογία του ΕΔΔΑ, δεχόμενο ότι ο Χάρτης αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ε.Ε. και του ΔΕΕ.

Σχετικά με τις εγγυήσεις της Απόφασης-πλαισίου και τις συνθήκες κράτησης το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι χωρούν περιορισμοί των αρχών της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών «υπό εξαιρετικές περιστάσεις»[xviii]. Στην υπόθεση Aranyosi και Căldăraru αποφάσισε ότι εφόσον υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη είτε συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά στις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να εκτιμήσει, αν το πρόσωπο θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρ. 4 του Χάρτη, σε περίπτωση παράδοσής του στο εν λόγω κράτος-μέλος[xix]. Έτσι, το κράτος-μέλος έκδοσης οφείλει να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών και να αναβάλει την απόφασή περί της παράδοσης μέχρι να παραλάβει πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη κινδύνου. Σε περίπτωση που ο κίνδυνος δεν αποκλείεται οφείλει να αποφασίσει εάν πρέπει να τερματίσει τη διαδικασία παράδοσης[xx].

Πέρα όμως από την εκτίμηση του κινδύνου για τις συνθήκες κράτησης, στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft προσδιορίστηκε ότι η εξέταση των συνθηκών αυτών περιορίζεται μόνο εντός εκείνων των σωφρονιστικών καταστημάτων στα οποία είναι πιθανόν, βάσει των πληροφοριών που η αρχή διαθέτει, να κρατηθεί το οικείο πρόσωπο, ακόμη και για περιορισμένη ή μεταβατική περίοδο[xxi]. Πάντως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης για τον λόγο και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος έχει ένδικο βοήθημα προσφυγής κατά των συνθηκών κράτησής του. Μεταξύ άλλων το ΔΕΕ τόνισε στην υπόθεση Lanigan[xxii], ότι τα δικαιώματα του Χάρτη, έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια με αυτά της ΕΣΔΑ στο μέτρο που περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που εγγυάται η ΕΣΔΑ. Συνεπώς με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η έκδοση ΕΕΣ δεν δικαιολογεί κράτηση για χρόνο που υπερβαίνει αυτόν που απαιτείται για την εκτέλεσή του και η συνέχιση της κράτησης μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν η εκτέλεση του διεξαχθεί με επαρκή επιμέλεια και η διάρκεια της κράτησης δεν είναι υπερβολική[xxiii].

Εκτός από την περίπτωση κινδύνου πλημμελειών, όσον αφορά στις συνθήκες κράτησης αντικείμενο κρίσης του Δικαστηρίου τέθηκε και άλλη μία περίπτωση ως αναγκαία για τον περιορισμό έκδοσης ΕΕΣ. Στην υπόθεση Minister for Justice and Equality το ΔΕΕ έκρινε ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να μην εκτελέσει το ΕΕΣ που έχει εκδοθεί κατά του συγκεκριμένου προσώπου, όταν συντρέχει πραγματικός κίνδυνος το οικείο πρόσωπο να υποστεί, εντός του επίμαχου κράτους μέλους, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη[xxiv]. Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική τοποθέτηση του ΔΕΕ καθώς ενισχύει την στάση του για τα ανθρώπινα δικαιώματα και επιβεβαιώνει ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να τα σέβονται απαρεγκλίτως κατά την έκδοση του ΕΕΣ.

Συμπερασματικά, συνάγεται ότι η ασφάλεια και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου της έννομης τάξης της Ε.Ε. αποτελούν επιδιώξεις που πρέπει να διαπνέουν τα νομοθετήματα της Ε.Ε. μεταξύ άλλων και των Αποφάσεων-πλαισίων. Παρά τις αντιδράσεις για την Απόφαση-πλαίσιο 2002/584, το ΔΕΕ μέσα από την νομολογία του καταφέρνει με την προσέγγισή του να ενισχύσει την προαγωγή του Κράτους Δικαίου. Ωστόσο, κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση του πλαισίου έτσι ώστε να εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα οι αρχές της αναγκαιότητας, αναλογικότητας και νομιμότητας κατά την συνεργασία των δικαστικών αρχών στις ποινικές υποθέσεις και κατά την έκδοση και εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης.


Βιβλιογραφία

[i] Βλ. Σ. Καρανικόλας, Η Επίδραση του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στην Ελληνική Έννομη Τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σελ. 22 επ.

[ii] Πρβλ. Απόφαση 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , για την ενίσχυση της Eurojust και την τροποποίηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος.

[iii] Πρβλ. Απόφαση 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο.

[iv] Πρβλ. Πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 012 της 15/01/2001 σελ. 0010 – 0022.

[v] Βλ. ΟλΣτΕ 49/2021 και ΔΕΕ στις C-396/2011, Radu, C-399/2011 Melloni, C-404/2015 Aranyosi, C-659/2015 Căldăraru, C-477/2016 R. Kovalkovas, C-508/2018 OG, C-82/2019 PPU.

[vi] Βλ. Σ. Καρανικόλας, ό.π., σελ. 23.

[vii] Βλ. άρ. 1 Απόφαση-πλαίσιο.

[viii] Πρβλ. Parquet de Lübeck, C‑508/18 και C‑82/19 PPU, σκέψη 73.

[ix] Πρβλ. Parquet de Lübeck, C‑508/18 και C‑82/19 PPU, σκέψη 91, Kovalkovas, C‑477/16 PPU, σκέψη 55.

[x] Βλ. άρ. 2 (1) Απόφαση-πλαίσιο.

[xi] Πρβλ. Melloni, C-399/11, σκέψη 38.         

[xii] Πρβλ. το άρ. 12 Ν. 3251/2004, όπως ισχύει.

[xiii]Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ και 2008/947/ΔΕΥ και την κατοχύρωση, δια του τρόπου αυτού, των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερόμενου προσώπου στη δίκη.

[xiv] Πρβλ. Radu, C-396/1, σκέψη 35 και 36.

[xv] Βλ. Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βιργινία Τζώρτζη Μελέτη: 6. Κράτος Δικαίου και Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σελ. 128, Βλ. ενδ. την ίδια μελέτη και στο Ίδρυμα Καλλιόπης Κούφα, Τα θεμελιώδη δικαιώματα στον Ευρωπαϊκό χώρο: Σύγχρονα ζητήματα και προκλήσεις, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018 σελ. 189.

[xvi] Βλ. Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, ό.π., Ιωάννα Α. Κυριτσάκη, Μελέτη: 7. Η Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις εντός της ΕΕ υπό το πρίσμα της αρχή τους Κράτους Δικαίου. Το παράδειγμα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, σελ. 140.

[xvii] Βλ. JZ v Prokuratura Rejonowa Łódź – Śródmieście, C-294/16 PPU, σκέψεις 47-50.

[xviii] Πρβλ. γνωμοδότηση 2/13, EU:C:2014:2454, σκέψη 191, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15, σκέψη 82.

[xix] Πρβλ. Προοίμιο της Απόφασης-πλαισίου, εδ. 13.

[xx] Πρβλ. Aranyosi και Căldăraru, C-404/15, σκέψη 104.

[xxi] Πρβλ. Generalstaatsanwaltschaft, C-220/18 PPU, σκέψη 117.

[xxii] Βλ. Lanigan, C-237/15 PPU, σκέψεις 56-58.

[xxiii] Βλ. Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης, ό.π., Ιωάννα Α. Κυριτσάκη, ό.π., σελ. 140.

[xxiv] Πρβλ. Minister for Justice and Equality, C-216/18 PPU, σκέψη 78.