Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Το «ειρηνευτικό σχέδιο» του Τrump για τη Μέση Ανατολή, πλην μη ειρηνευτικό.

Γράφει η Πηνελόπη Ξένου

Στις 28 Ιανουαρίου 2020, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, παρουσίασε το πολυαναμενόμενο ειρηνευτικό του σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, το οποίο επί δύο έτη προετοίμαζε ο γαμπρός του, Jared Kushner. Το κεντρικό υποκείμενο που εμπλέκεται στην προετοιμασία αυτού, πράγματι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς η ιστορική εμπειρία μας έχει, άλλωστε, διδάξει, πως, όποτε εμφανίζονται στο προσκήνιο οι λέξεις «πρόβλημα» και «Μέση Ανατολή», ο παράγοντας ΗΠΑ δεν αργεί να καταστήσει την παρουσία του έντονα αισθητή.

Το συγκεκριμένο σχέδιο καταρτίστηκε με σκοπό, όπως οι δημιουργοί του διατυμπανίζουν,  την επίλυση της, επί δεκαετιών μαινόμενης, διαμάχης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων για τον εδαφικό τίτλο στην περιοχή. Η επίσημη παρουσίασή του συνοδεύτηκε από πλήθος χαρακτηρισμών, σκοπίμως παραπλανητικά διατυπωμένων από πλευράς Trump και Netanyahu, μία μέθοδος που έχει αποδειχθεί για τον πρώτο, όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά και επιτυχής.

Αρχικά, αποκαλέστηκε «ρεαλιστική λύση μεταξύ των δύο κρατών», μόνο που μία λύση δικαιούται να λάβει τον χαρακτηρισμό «ρεαλιστική», όποτε η υλοποίησή της τυγχάνει όντως πρόσφορου εδάφους. Οι Παλαιστίνιοι, ωστόσο, όπως ήταν προφανώς αναμενόμενο, δεν αποδέχτηκαν και ούτε πρόκειται να αποδεχθούν ένα σχέδιο, που τους στερεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ο πλανητάρχης υποστήριξε, επιπλέον, πως το 80σέλιδο αυτό σχέδιο αποτελεί το «πιο λεπτομερές που έχει ποτέ καταρτισθεί», όντας μάλιστα «θεμελιωδώς διαφορετικό» από όποια παρόμοια διαμεσολαβητική απόπειρα έχει σημειωθεί στο παρελθόν. Προς λογική κατάρρευση αυτής της αναλήθειας, προσκομίζεται το πλάνο με τίτλο «Master Plan for the Development of Settlements in Judea and Samaria, 1979-1983», το οποίο 40 χρόνια πριν προτάθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Ζιονιστών, και φέρει απίστευτη ομοιότητα με αυτό της σημερινής Αμερικανικής κυβέρνησης. Τέλος, μεταξύ άλλων χαρακτηρισμών, ξεχωρίζει και αυτός του Ισραηλινού Πρωθυπουργού, που περιέγραψε το σχέδιο ως «τη συμφωνία του αιώνα» με κριτήριο τη ρεαλιστικότητα, τη δικαιοπολιτική ορθότητα και τη διεθνή αποδοχή, θα αποπειραθεί παρακάτω η αποδόμηση και του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού.

Μία, ωστόσο, ουσιαστική αξιολόγηση του σχεδίου δε δύναται να πραγματοποιηθεί εκτός του ιστορικού πλαισίου, που συνέβαλε στη διαμόρφωση των σύγχρονων σχέσεων Ισραήλ – Παλαιστίνης. Με μία σύντομη ιστορική αναδρομή, μπορεί κανείς να διακρίνει πέντε στάδια εξέλιξης του καθεστώτος ανάμεσά τους. Το 1947 υπογράφεται από τον ΟΗΕ το σχέδιο κατάτμησης της Βρετανικής Παλαιστίνης στα δύο κράτη. Ως απάντηση σε αυτό, το 1948 λαμβάνει χώρα ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος, οπότε και ο ηττημένος λαός των Παλαιστινίων απώλεσε την κρατική του υπόσταση. Το 1949, καθιερώνεται από τον ΟΗΕ η αποκαλούμενη «πράσινη γραμμή», ως το σύνορο του Εβραϊκού κράτους, και ως γραμμή εκεχειρίας μεταξύ των Ισραηλινών και Αραβικών στρατών. Το 1967, ο «πόλεμος των 6 ημερών» δημιουργεί ένα πανίσχυρο και γεωγραφικά ασύγκριτα εκτεταμένο Ισραήλ, με σημαντικές κατακτήσεις σε Αίγυπτο, Ιορδανία και Συρία. Τέλος, το 1993 – 1995 υπογράφονται οι συμφωνίες στο Όσλο, οπότε και η Δυτική Όχθη χωρίζεται στην περιοχή Α, τμήμα πλήρους παλαιστινιακού ελέγχου (11% της συνολικής περιοχής), στην περιοχή Β, συνδυασμός μεικτής Ισραηλινής και Παλαιστινιακής στρατιωτικής διαχείρισης (28%), και στην περιοχή Γ, τμήμα υπό πλήρη Ισραηλινό έλεγχο (61%). Το έκτο, λοιπόν, στάδιο χρονολογείται στο 2020 με το ειρηνευτικό σχέδιο του Προέδρου Trump.

Γιατί όμως το σχέδιο αυτό, ενώ αποκαλείται «ειρηνευτικό», έχει προκαλέσει τόσο σφοδρές αντιδράσεις μεταξύ των Παλαιστινίων; Την απάντηση δίνει και μόνο η σύντομη ανάλυση του περιεχομένου του.

Όσον αφορά την τύχη του παλαιστινιακού οράματος, η συμφωνία αυτή δημιουργεί, σε μία πρώτη ανάγνωση, μία θετική εντύπωση, η οποία, όμως, τελικά αναιρείται από την ουσιαστικότερη θεώρησή της. Τα επιχειρήματα, λοιπόν, που διαρκώς προωθεί η Ισραηλινή πλευρά προς υποστήριξη του σχεδίου συνοψίζονται περιοριστικά στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης, στον υπερδιπλασιασμό του εδάφους της και εγκαθίδρυση της πρωτεύουσάς της σε ένα χωριό στα περίχωρα της Αν. Ιερουσαλήμ. Γιατί, τότε, η παλαιστινιακή πλευρά δεν πείθεται; Αρχικά, η έκταση εδάφους που προστίθεται στο παλαιστινιακό κράτος έχει ασήμαντη οικονομική και πρακτική αξία, όντας κυρίως άγονη και δυσχερώς εκμεταλλεύσιμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έκταση νότια της Γάζας στην περιοχή Νεγκέβ. Συστατικό στοιχείο, όμως, της συμφωνίας, που αποτελεί ταυτοχρόνως και τη βάση της δριμείας κριτικής της, καθίσταται η εξάρτηση της κρατικής παλαιστινιακής υπόστασης από τις κινήσεις των Παλαιστινίων για την αυτοδιοίκησή τους. Τίθενται, με άλλα λόγια, συγκεκριμένα κριτήρια, όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ελευθερία του τύπου, η διαφάνεια και αξιοπιστία των θεσμών, στη βάση των οποίων θα κριθεί η ολοκλήρωση μίας πλήρως ανεξάρτητης παλαιστινιακής κρατικής μηχανής. Και φυσικά, ως κριτές του βαθμού πλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών τοποθετούνται οι δημιουργοί του «ειρηνευτικού σχεδίου» (ΗΠΑ – Ισραήλ).

Τι ορίζεται, από την άλλη πλευρά, για το κράτος του Ισραήλ; Αφενός, καταγράφεται ρητά η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως της «αδιαίρετης και πολύ σημαντικής πρωτεύουσάς του», δεδομένο που καταφανώς παραβιάζει το ισχύον, από τον ΟΗΕ καθορισμένο, καθεστώς της τριχοτομημένης αυτής πόλης. Αφετέρου, αναγνωρίζεται η ισραηλινή κυριαρχία στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και στους παράνομους -κατά τα Ηνωμένα Έθνη- εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη. Προσαρτώνται, με άλλα λόγια, στο Ισραήλ τα «κατεχόμενα εδάφη».

Επιπροσθέτως, ορίζονται πλήθος οικονομικών παραχωρήσεων προς τους Παλαιστινίους υπό τη μορφή χορηγήσεων, δανείων και βοήθειας ύψους έως και 50 δις. δολαρίων, εάν συμμορφωθούν με τους όρους του σχεδίου, περιλαμβανομένης της αποκήρυξης των προσπαθειών απόκτησης περισσότερων εδαφών.

Παρά, λοιπόν, το γόητρο του «υπερδιπλασιασμού» των εδαφών και του ύψους της χρηματικής υποστήριξης, αυτά σε καμία περίπτωση δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες που προβλέπονται για τους Παλαιστινίους. Η ανταλλαγή αρόσιμης γης (όπως η Κοιλάδα του Ποταμού Ιορδάνη) με εδάφη στην έρημο, καθώς και η στέρηση του δικαιώματος ελέγχου του εθνικού νερού, αέρα, συνόρων, ασφάλειας ή συμμάχων, στην ουσία, δεν εκπληρώνει την επιθυμία των Παλαιστινίων για «κράτος» -που αποτελεί και το κεντρικό επιχείρημα της Ισραηλινής ρητορικής-, αλλά απλώς επιτρέπει τη δημιουργία μίας κατακερματισμένης οντότητας, που από πολλούς κατατάσσεται στη μοναδική κατηγορία κρατικής υπόστασης, του αποκαλούμενου “state minus”. Μάλιστα, η οριζόμενη -από το, κατά τα άλλα, «ειρηνευτικό» σχέδιο- τάξη πραγμάτων θα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος «απάρτχαιντ» μεταξύ των δύο κρατών.

Ως απάντηση στη συμφωνία, πέρα από την αυτονόητη αποδοκιμασία του από τις παλαιστινιακές αρχές, ο αποτελούμενος από 57 μέλη Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας ομόφωνα απέρριψε το σχέδιο, ενώ η Τουρκία, το Ιράν και ο Λίβανος το χαρακτήρισαν ως προσπάθεια κλοπής των παλαιστινιακών εδαφών. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί, ότι η αντίσταση δεν κρίνεται τόσο έντονη όσο θα άρμοζε σε μία συμφωνία στερητική σε σημαντικό βαθμό των δικαιωμάτων ενός ολόκληρου λαού η εξήγηση είναι απλή και έγκειται, κυρίως, στο γεγονός πως κανένα κράτος στη Μέση Ανατολή δεν θέλει να διακινδυνεύσει την οικονομική και διπλωματική του θέση με τις ΗΠΑ, σε αντάλλαγμα με την απλή κατάκτηση της θέσης του «υποστηρικτή» των Παλαιστινίων.

Πίστευαν, ωστόσο, πράγματι Trump και Netanyahu, ότι θα αποτελέσει το ειρηνευτικό αυτό σχέδιο την τελική λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα; Ή μήπως επέλεξαν, διόλου τυχαία, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, για να αποκομίσουν απλώς και μόνο πολιτικά προσωπικά οφέλη από ένα τέτοιο, κατά τα άλλα, μεγαλόπνοο εγχείρημα; Στην πραγματικότητα, το δεύτερο καθίσταται αληθές, δεδομένου των πολιτικών προκλήσεων, που αμφότεροι αντιμετωπίζουν φέτος στην επανεκλογή τους.

Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να μεταφράσει το σχέδιο όχι τόσο ως μία «ειρηνευτική απόπειρα», αλλά ως ένα εγχείρημα κωδικοποίησης του status quo, δηλαδή της κατάστασης που δεκαετίες τώρα έχει αναπόφευκτα επικρατήσει, με απώτερο στόχο την απόκτηση προσωπικού οφέλους. Με άλλα λόγια, λίγο ενδιαφέρον διατηρούν οι δύο πολιτικές προσωπικότητες για την παλαιστινιακή ή άλλη αντίδραση. Μάλλον στόχος της συμφωνίας αποτελεί η νομιμοποίηση των παράνομα συστημένων ισραηλινών αποικιών στα παλαιστινιακά εδάφη και κυρίως η μετατροπή της κυριότητας τους επί του εδάφους από «κατεχόμενα» σε νόμιμο τίτλο κτήσης. Με τη δημιουργία μίας διεθνώς πιο εύφορης βάσης αναγνώρισης της παράνομης Ισραηλινής αποικιακής δραστηριότητας, οι ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας το πολιτικό ρίσκο της διεθνούς αποδοκιμασίας, προσφέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή απόδειξη αυτού, που ο Netanyahu διατύπωσε σε μία φράση: «οι ΗΠΑ αποτελούν τον σημαντικότερο φίλο που είχε ποτέ το Ισραήλ». Και όντως, δίχως την ύπαρξη αυτού του «φίλου», το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση θα είχε εδώ και δεκαετίες υλοποιηθεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ