Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Το δικαίωμα στην εκπαίδευση: η περίπτωση των παιδιών προσφύγων στην Ελλάδα

Γράφει η Ευαγγελία Ρωμάνου

Το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση θεωρείται για πολλά παιδιά δεδομένο, κάτι στο οποίο είναι αδιανόητο να μην μπορούν να έχουν πρόσβαση. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για όλα τα παιδιά στη χώρα μας, πόσο μάλλον για τα παιδιά πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Τα πρόσφατα γεγονότα στη Λέσβο, όπου παιδιά πρόσφυγες εμποδίστηκαν από μαθητές και κυρίως γονείς να εισέλθουν στην τάξη διδασκαλίας τους, ΖΕΠ (Ζώνη Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας), αλλά και πολλά άλλα παρόμοια περιστατικά που έχουν λάβει χώρα στο παρελθόν, φανερώνουν μια κοινωνία, κομμάτι της οποίας αδυνατεί, ακόμη, να αναγνωρίσει την καθολικότητα του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα δικαίωμα που δεν επιδέχεται εκπτώσεων, ούτε διακρίσεων λόγω φυλής, θρησκείας, κουλτούρας, γλώσσας ή σεξουαλικού προσανατολισμού και το οποίο διασφαλίζεται από αρκετά Διεθνή και Εθνικά κείμενα, από τα οποία η Ελλάδα δεσμεύεται από τη στιγμή που τα επικυρώνει ή/και τα ενσωματώνει στην εθνική της νομοθεσία.

 Σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), όλα τα συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και αποσκοπώντας στο να φτάσουν αυτόν τον στόχο με σταδιακό τρόπο και με γνώμονα την ίση ευκαιρία σε αυτήν, χρειάζεται να κάνουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση υποχρεωτική και ελεύθερα προσβάσιμη σε όλους (παρ. 1 (a)). Διαθέσιμη και προσβάσιμη σε κάθε παιδί χρειάζεται να είναι εξίσου και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως ρητά αναφέρει, μεταξύ άλλων, η παράγραφος 1 (c) του ίδιου άρθρου. Παράλληλα, το άρθρο 29 αναφέρει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση συμφωνούν ότι η εκπαίδευση των παιδιών χρειάζεται να είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη του σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες (παρ. 1 (b)), προς την πολιτισμική ταυτότητα, τη γλώσσα και τις αξίες τόσο της χώρας στην οποία κατοικούν, όσο και της χώρας από την οποία μπορεί να προέρχονται, αλλά και απέναντι σε πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δικό τους (παρ.  1 (c)).

 Η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη που έχει κυρώσει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού από το 1992 (Ν.2101/92), στην πράξη, ωστόσο, φαίνεται το δικαίωμα αυτό να μην εξασφαλίζεται για όλα τα παιδιά με ίσους όρους. Ειδικότερα όσον αφορά τα παιδιά πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, ένα μικρό ποσοστό από αυτά καταφέρνει να ενταχθεί σε κάποιο δημόσιο ελληνικό σχολείο, ενώ πολλά παιδιά μένουν εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή περιορίζονται σε μη τυπική εκπαίδευση παρεχόμενη από ΜΚΟ εντός των δομών και των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ), η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την τυπική εκπαίδευση.

 Επίσης, παρατηρείται παρατεταμένη παραμονή των παιδιών στους καταυλισμούς υπό κρατική διαχείριση, κάποιες φορές παραπάνω από έξι μήνες, στους οποίους το κράτος δεν έχει επενδύσει στην παροχή επίσημης εκπαίδευσης εντός των καταυλισμών ή στην παροχή πρόσβασης σε σχολεία εκτός καταυλισμών. Η ενσωμάτωση των παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα δυσχεραίνεται και από την Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016, κατά την οποία συμφωνήθηκε όσοι άνθρωποι φτάνουν παράτυπα στα ελληνικά νησιά μέσω Τουρκίας και δεν ικανοποιείται το αίτημα ασύλου τους ή αυτό θεωρείται αβάσιμο, θα επιστρέφονται στην Τουρκία. Βάση αυτής της Δήλωσης, θεωρείται ότι διαμένουν προσωρινά στα νησιά έως ότου επιστραφούν στην Τουρκία, οπότε και δεν υπάρχει πρόβλεψη για την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση.

 Πέραν τούτων, η Ελλάδα με το νόμο Ν. 4636/2019 για συμμόρφωση με την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, προβλέπει  στο Άρθρο 28 (αντίστοιχο άρθρο 27 της οδηγίας), την πρόσβαση των ανηλίκων που τους έχει χορηγηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας στην εκπαίδευση. Μάλιστα, αναφέρει ότι κάθε ανήλικος υποχρεούται να εντάσσεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους Έλληνες πολίτες. Σε περίπτωση, επιπλέον, παραβίασης αυτής της υποχρέωσης, προβλέπονται κυρώσεις προς τους γονείς των ανηλίκων (άρθρο 28, παρ.1). Επιπλέον, το Άρθρο 51, παρ. 1 του νόμου (αντίστοιχο άρθρο 14 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ) προβλέπει και πάλι, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση των ανήλικων αιτούντων και των ανήλικων παιδιών των αιτούντων διεθνούς ή επικουρικής προστασίας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα αναφέρει ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να παρέχουν τα αναγκαία και επαρκή μέσα για τη διευκόλυνση και την υποστήριξη της διαδικασίας.

 Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η ένταξη στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να γίνει έως και τρείς (3) μήνες από την ημερομηνία που ολοκληρώθηκε η ταυτοποίηση του ανηλίκου. Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η υποχρέωση ένταξης στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις που ισχύουν και για τους Έλληνες πολίτες. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 51, αναγνωρίζεται και η άτυπη εκπαίδευση εντός των κέντρων φιλοξενίας για τη διευκόλυνση της ένταξης στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και χαρακτηρίζεται ως προσωρινή, ενώ αναφέρεται ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τυπική εκπαίδευση. Τέλος, με το άρθρο 52 αναγνωρίζεται και στους ενήλικους αιτούντες η δυνατότητα πρόσβασης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εφόσον δεν ισχύει μέτρο απομάκρυνσής τους.

 Ένα άλλο διεθνές κείμενο που θεμελιώνει το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση και μάλιστα χωρίς διακρίσεις, είναι η Σύμβαση της UNESCO κατά των Διακρίσεων στην Εκπαίδευση (1960), η οποία, όμως, δεν έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη Σύμβαση στο Άρθρο 1 κάνει αναφορά στον όρο «διακρίσεις» στην εκπαίδευση και τον ορίζει ως οποιαδήποτε διαφοροποίηση, εξαίρεση, περιορισμό λόγω φυλής, θρησκείας, γλώσσας, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης κ.ά., ενώ έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση ή αποδυνάμωση της ίσης μεταχείρισης στην εκπαίδευση και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, την στέρηση οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας από την πρόσβαση σε οποιασδήποτε μορφής ή βαθμίδας εκπαίδευσης (άρθρο 1, παρ. 1 (α)). Παράλληλα, στο άρθρο 3 (ε), αναγνωρίζεται η υποχρέωση των κρατών να «παρέχουν στους ξένους υπηκόους που κατοικούν στο έδαφός τους την ίδια πρόσβαση στην εκπαίδευση με την παρεχόμενη στους δικούς τους υπηκόους».

 Αναφορά σε αυτό το δικαίωμα γίνεται και στην Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και συγκεκριμένα στο Άρθρο 26, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τονίζεται η ανάπτυξη της κατανόησης, της ανεκτικότητας και της φιλίας σε όλα τα έθνη, τις φυλές και τις θρησκείες. Ανάλογη αναφορά γίνεται και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 14, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 2 που αναφέρει ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στην εκπαίδευση (Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή…).

 Το γεγονός ότι ποικίλες διεθνείς και ευρωπαϊκές Συμβάσεις, που βασίζονται στην αρχή της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, αλλά και εθνικές νομοθεσίες αναφέρονται στην ανάγκη διασφάλισης και προώθησης του δικαιώματος στην εκπαίδευση και μάλιστα χωρίς εξαιρέσεις ή περιορισμούς, φανερώνει την σημαντικότητα αυτού του δικαιώματος. Ενώ, λοιπόν, στα γραπτά κείμενα η σημασία του δικαιώματος αυτού για κάθε παιδί ανεξαιρέτως γίνεται αντιληπτή, στην πράξη, και ιδίως όσον αφορά τα παιδιά αιτούντες άσυλο και προστασίας στην Ελλάδα, το περιεχόμενο των κειμένων απέχει από την πραγματικότητα. Τόσο η κοινωνία, όσο και οι αρμόδιες αρχές, αντί να διατελούν τον ρόλο αρωγών προς την πρόσβαση των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθεμία από αυτές τις πλευρές παρεμποδίζει με τα δικά της μέσα την εκπλήρωση αυτού του δικαιώματος.

 Την αδυναμία πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία ήρθε να ενισχύσει και η πανδημία του COVID-19. Η παρατεταμένη καραντίνα που έχει επιβληθεί στα ΚΥΤ και στις δομές, ακόμα και κατά τις περιόδους που τα σχολεία στη χώρα λειτουργούσαν δια ζώσης, έχει οδηγήσει στη δυσανάλογη εξαίρεση των παιδιών από την εκπαιδευτική διαδικασία. Η τηλεκπαίδευση, από την άλλη, δεν πραγματοποιείται ή πραγματοποιείται μετ’ εμποδίων, αφού η πλειονότητα των παιδιών αιτούντων δεν έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο ή δεν διαθέτει τα βασικά μέσα για την παρακολούθηση των μαθημάτων. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν είναι ένα αυτόνομο δικαίωμα, αλλά είναι αλληλένδετο με όλα τα υπόλοιπα δικαιώματα και τις ελευθερίες, όπως η ελευθερία έκφρασης, το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Κάθε παιδί και κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί ούτε να γνωρίζει, ούτε να διεκδικεί το σύνολο των δικαιωμάτων του.

Πηγές

Πηγή φωτογραφίας: UNHCR, Διαθέσιμη σε: https://www.unhcr.org/news/latest/2016/2/56d008216/unhcr-highlights-right-safe-return-refugees-cameroon.html