Γράφει η Μαρία Γιαννακοπούλου
Διαχρονικά, το φαινόμενο της διεκδίκησης του δικαιώματος στη συνειδητή αντίρρηση της στρατιωτικής θητείας έχει παρουσιάσει τεράστια πολυπλοκότητα, αποτελώντας, συγχρόνως, πεδίο ρήξης μεταξύ διεθνών και εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Ζητήματα αναγνώρισης και αξιολόγησης της εγκυρότητας του φαινομένου έχουν προκύψει, κατά κύριο λόγο, σε κράτη όπου η στρατολόγηση είναι υποχρεωτική από το νόμο, είτε σε περιόδους μαζικής επιστράτευσης για την προάσπιση εθνικών ζωτικών συμφερόντων. Μάλιστα, σύμφωνα με τη δικηγόρο Marie-France Major, ως «αντιρρησίες συνείδησης» ορίζουμε τα άτομα όπου, για λόγους συνείδησης ή βαθύτατων πεποιθήσεων, αρνούνται να επιτελέσουν μια στρατιωτική υπηρεσία.
Ειδικότερα, από την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, η οποία αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο προκειμένου να αποκτήσει το αμφιλεγόμενο αυτό δικαίωμα νομικό υπόβαθρο, μέχρι και σήμερα, συνεχίζεται ο αγώνας ρητής αναγνώρισής του από όλα τα εθνικά νομικά συστήματα, ώστε να καταπολεμηθεί η καταπάτηση των ατομικών πεποιθήσεων. Βέβαια, οι αντιρρησίες συνείδησης και ως εκ τούτου το δικαίωμα στην άρνηση επιτέλεσης στρατιωτικής υπηρεσίας δεν συναντώνται αποκλειστικά στη σύγχρονη ιστορία. Μολονότι, τα πρώτα ευρέως αναγνωρισμένα κινήματα συνειδητής αντίρρησης αναδύθηκαν στις παρυφές του 20ου αιώνα, ως επί το πλείστον σε Καναδά, Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρώτος καταγεγραμμένος αντιρρησίας συνείδησης τοποθετείται στη Ρώμη, το 295 μ.Χ. Στο βιβλίο του Άγγλου ιστορικού Peter Brock, «Pacifism in Europe to 1914», εξιστορείται ότι ο Μαξιμιλιανός, γιός ενός ρωμαίου βετεράνου, αρνήθηκε να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στις λεγεώνες, επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Η αντίρρησή του αυτή οδήγησε στη θανάτωσή του.
Στη σύγχρονη ιστορία, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πυροδότησε την εμφάνιση των πρώτων «αυτοαποκαλούμενων» ως αντιρρησίες συνείδησης. Ουσιαστικά, η επιτακτική ανάγκη των κρατών για μαζική στρατολόγηση του πληθυσμού, αποβλέποντας στην αποτελεσματικότερη προάσπιση των εθνικών τους ζωτικών συμφερόντων, βρέθηκε σε αντιδιαστολή με τις ιδεολογίες, τα πιστεύω (θρησκευτικά και μη), όπως και τις ηθικές αρχές ορισμένων ατόμων. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι εκείνη την περίοδο περισσότεροι από 16.000 αντιρρησίες συνείδησης καταγράφηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και περίπου 4.000 στις ΗΠΑ. Μέχρι και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατολόγηση εξακολουθούσε να είναι υποχρεωτική. Ως εκ τούτου, τα ρεύματα αντίρρησης συνείδησης στη στρατιωτική θητεία εξαπλώθηκαν σε όλες τις ηπείρους. Η υιοθέτηση του άρθρου 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948), καθώς και του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1976), κατέστησαν το Δικαίωμα στην Αντίρρηση Συνείδησης αδιαπραγμάτευτο. Αντίστοιχα, στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, το δικαίωμα στη συνειδητή αντίρρηση στη στρατιωτική θητεία έχει θεωρηθεί σύμφυτο με το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι επιπλοκές στην αναγνώριση ενός Αντιρρησία Συνείδησης από τα εθνικά συστήματα, ως επί των πλείστον, απορρέουν από την πολυδιάστατη φύση του χαρακτηρισμού. Η διάκριση ή και η ταύτιση μεταξύ θρησκευτικής και ηθικής αντίρρησης, η αποδοχή της έννοιας «εν μέρει αντιρρησίας», καθώς και η χρονική στιγμή εκδήλωσης της αντίρρησης (κατά τη στρατιωτική θητεία ή νωρίτερα) δυσχεραίνουν τη σαφή νομική αποτύπωση του όρου σε εθνικό επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διεθνής δικαιοταξία τίθεται ενάντια στη διάκριση των αντιρρησιών με βάση τη φύση της πεποιθήσεώς τους, αναγνωρίζοντας όλες τις πεποιθήσεις ως rational stricto sensu και απορρίπτει την αναγκαιότητα ύπαρξης χρονικού ορίου στην έκφραση του δικαιώματος. Ένα ακόμη ερώτημα που συνιστά τροχοπέδη στην ομόφωνη αποδοχή μιας αντίρρησης σχετίζεται με τον προσδιορισμό των κατάλληλων προϋποθέσεων. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να καταστεί σαφές ότι η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Η.Ε. δεν έχει τοποθετηθεί επίσημα αναφορικά με το αν κάθε ισχυρισμός άρνησης της στράτευσης πρέπει να γίνεται αυτομάτως αποδεκτός ως bona fide.
Ποιος, όμως, είναι ικανός να κρίνει την εγκυρότητα ενός αντιρρησία; Η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, με την απόφαση 1998/77, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαιοδοτικού σώματος για την αξιολόγηση των αιτήσεων. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή προτρέπει τα κράτη, που έχουν θεσμοθετήσει ως υποχρεωτική τη στρατιωτική θητεία, να δίνουν στους αντιρρησίες τη δυνατότητα επιλογής εναλλακτικής υπηρεσίας ανάμεσα σε ένα ευρύ φάσμα καθηκόντων, η οποία θα βρίσκεται σε συνάρτηση με την αιτία της αντίρρησης. Τέλος, με την προαναφερθείσα απόφαση, δηλώνεται ρητά η υποχρέωση αποφυγής της φυλάκισης και της επαναλαμβανόμενης τιμωρίας των Αντιρρησιών Συνείδησης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 1911. Έκτοτε, ακολούθησε η αλλεπάλληλη εμπλοκή του ελληνικού στρατού σε περιφερειακές και παγκόσμιες ένοπλες συγκρούσεις για τις τέσσερεις επόμενες δεκαετίες. Η μακροχρόνια και εξαντλητική φύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων οδήγησε στη μαζική ανάδυση τάσεων λιποταξίας. Επομένως, τα πρώτα κρούσματα αποστροφής προς τον στρατιωτικό θεσμό δεν είχαν ως έρεισμα θρησκευτικές, ηθικές ή ανθρωπιστικές πεποιθήσεις.
Στη συνέχεια και μέχρι τη δεκαετία του 1980, η άρνηση στράτευσης για λόγους πεποιθήσεων υπήρξε συνυφασμένη με το χριστιανικό δόγμα των Μαρτύρων του Ιαχωβά. Εξάλλου, η άρνηση χρήσης όπλου αποτελεί διαχρονική και οικουμενική πεποίθηση της πίστεώς τους. Η πολυετής ή ισόβια κάθειρξη, η εξορία, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, ακόμη και η θανατική καταδίκη αντιπροσώπευαν πάγιες τακτικές αντιμετώπισης σε βάρος των αντιρρησιών συνείδησης. Το 1997, η ψήφιση του νόμου 2510/97 αποτέλεσε τομή, καθώς έτσι κατοχυρώθηκε ο θεσμός της εναλλακτικής πολιτικής-κοινωνικής υπηρεσίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ορίστηκε 18 μήνες μεγαλύτερης διάρκειας από τη στρατιωτική θητεία προκάλεσε την αντίδραση ευρωπαϊκών και διεθνών οργάνων. Σε αντίθεση με τα κινήματα πασιφισμού που εξαπλώθηκαν σε ΗΠΑ και Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1960, στην μεταπολεμική Ελλάδα η εμφύλια διαμάχη και μετέπειτα η Δικτατορία δεν άφησαν περιθώριο για την ανάπτυξή τους.
Μολονότι, ρεκόρ υποθέσεων έχει εκδικαστεί σε βάρος του ελληνικού κράτους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την παραβίαση άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκ των οποίων απορρέει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης, η εσωτερική νομοθεσία ακόμα και στην εποχή μας εξακολουθεί να εφαρμόζει διακρίσεις σε βάρος των αντιρρησιών συνείδησης. Η παραπάνω θέση τεκμηριώνεται με την ανάγκη εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και την κατά 3 μήνες μεγαλύτερης διάρκειας της εναλλακτικής υπηρεσίας από την στρατιωτική, όπως ορίζει η ΚΥΑ Αριθμ. Φ.421.4/7/228631/Σ.6400/2019 των Υφυπουργών Οικονομικών και Εθνικής Άμυνας.
Σήμερα, αν και οι συνθήκες δείχνουν ευνοϊκότερες για τους αντιρρησίες, εν συγκρίσει με το παρελθόν, μένει ανεξίτηλο στην παγκόσμια ιστορία ότι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές υπέφεραν και υπέστησαν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση εξαιτίας της αδιαλλαξίας και της αυστηρότητας των στρατιωτικών συστημάτων. Η απουσία νομοθετικού πλαισίου στο εσωτερικό των κρατών είχε ως αποτέλεσμα την κυνική αντιμετώπισή τους από τα δικαστικά εθνικά σώματα ως εγκληματίες και ριψάσπιδες, μη διστάζοντας να τους προσάψουν μάλιστα και τη βαρύτατη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έννοιες όπως ο ανθρωπισμός, η αλληλεγγύη, η προστασία της αξιοπρέπειας του ατόμου και η ελευθερία έκφρασης υπήρξαν σε δεύτερη μοίρα. Αισίως, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, παρατηρείται κινητοποίηση διεθνών και περιφερειακών οργάνων, διακηρύσσοντας τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα του δικαιώματος στην ελευθερία συνείδησης, σκέψης και θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό αποτέλεσε κατά βάση την πηγή αισιοδοξίας και θάρρους για τους αντιρρησίες συνείδησης να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους και να ξεφύγουν από το τέλμα της καταναγκαστικής στρατολόγησης.
Εν κατακλείδι, η υποχρεωτική στρατολόγηση όχι μόνο δεν έχει καταργηθεί σε ένα σημαντικό αριθμό χωρών (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Συρία, Ιράν, Βραζιλία), αλλά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται η επαναφορά της για άντρες και γυναίκες ακόμα και σε χώρες όπου είχε καταργηθεί (Λιθουανία, Σουηδία, Γεωργία,). Όσο η ανθρωπότητα εξακολουθεί να μαστίζεται από κρατικές αντιπαραθέσεις πολιτικής φύσεως, αυταρχικά καθεστώτα και ένοπλες συρράξεις, δεν προβλέπεται η καθολική και απόλυτη κατοχύρωση του αυθυπόστατου δικαιώματος στην αντίρρηση συνείδησης.
Πηγές:
- United Nations, Conscientious Objection to Military Service, New York and Geneva, 2012 (1st ed. [ebook]) Διαθέσιμο σε: https://www.google.com/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=&cad=rja&uact=8&ved=2ahUKEwiA5beD7MnxAhVihv0HHQZVCmwQFnoECAIQAA&url=https%3A%2F%2Fwww.ohchr.org%2FDocuments%2FPublications%2FConscientiousObjection_en.pdf&usg=AOvVaw3UHSC2tseExWHVImgXsZqE (Ανακτήθηκε 20/06/2021).
- Major, M.F. (2001), Conscientious Objection to Military Service: The European Commission on Human Rights and the Human Rights Committee, California Western International Law Journal, Volume 32: 1-38.
- Puppinck, G. (2017), Conscientious Objection And Human Rights, a Systematic Analysis, Brill Research Perspectives in Law and Religion, Volume1, Issue 1: 1-54.
- Lippman, M. (1990), The recognition of Conscientious Objection to Military Service as an International Human Right, California Western International Law Journal, Volume 21, No 1, Art 3.
- BBC News, Reality Check: Which countries have military service?, June 28, 2018. Διαθέσιμο σε: https://www.bbc.com/news/world-44646267 (Ανακτήθηκε 27/06/2021).
Πηγή Εικόνας: APOLLO, The International Art Magazine: https://www.apollo-magazine.com/a-show-of-pacifism-at-the-imperial-war-museum/