Γράφει η Λυδία Νίκα
Κατά την έναρξη και εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, συχνά οι κατηγορούμενοι ή ύποπτοι μπορεί να μη γνωρίζουν επαρκώς ή και καθόλου τη γλώσσα στην οποία αυτή διεξάγεται. Μπορεί ασφαλώς να γίνει κατανοητό ότι σε μία τέτοια περίπτωση είναι αναγκαία η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα ή πρόσβασης σε μεταφρασμένα έγγραφα σε γλώσσα που κατανοούν οι κατηγορούμενοι ή ύποπτοι, προκειμένου να λάβουν γνώση του περιεχομένου της ποινικής δικογραφίας που έχει σχηματιστεί εις βάρος τους και να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στη διαδικασία. Σε αντίθετη περίπτωση, γίνεται λόγος περί κατάφωρης παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης και του πηγάζοντος εξ αυτής σχετικού δικαιώματος. Για τον λόγο αυτό, μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) προβλέφθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα σε παροχή διερμηνείας ενώ με την κύρωσή της από τα συμβαλλόμενα κράτη, διαμορφώθηκε ένας διεθνής και κατ’ αρχήν ομοιόμορφος νομικός πολιτισμός σε σχέση με την προστασία τόσο των συγκεκριμένων όσο και εν γένει των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εν συνεχεία, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίθηκε απαραίτητη η θέσπιση ελάχιστων κανόνων αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων στην ποινική διαδικασία, προκειμένου «να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις». Το παρόν, επετεύχθη μέσω της θέσπισης της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ, το περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής της οποίας, όπως και η συναφής με αυτή νομολογία, θα εξεταστούν εκτενώς κατωτέρω.
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΧΘΔΕΕ), ετέθη σε ισχύ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και μέσω αυτού ενισχύθηκε ο «ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός» της ΕΕ. Καίτοι δεν επιδιώχθηκε η διαμόρφωση μιας ακόμη πηγής διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά μάλλον η επιβεβαίωση όσων είχαν ήδη αναγνωριστεί εντός της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, με τις διατάξεις κάποιων άρθρων του Χάρτη φαίνεται να διευρύνεται η προστασία ή το πεδίο εφαρμογής (των δικαιωμάτων αυτών) συγκριτικά προς την ΕΣΔΑ. Ασφαλώς, καθοριστικής σημασίας στη διαφύλαξη των βασικότερων δικαιωμάτων και αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) που μεταξύ άλλων ασχολείται με την ερμηνεία και εφαρμογή του Χάρτη και το οποίο με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εξοπλίστηκε με νέες δυνατότητες προκειμένου να ανταποκριθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά στη σχετική αποστολή του.
Ακολούθως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ειδικότερα σε σχέση με το ζήτημα της ενίσχυσης των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων στις ποινικές διαδικασίες και ιδίως αναφορικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση, υιοθετήθηκε η Οδηγία 2010/64/ΕΕ. Επρόκειτο για την πρώτη Οδηγία η οποία αφορούσε την προστασία των δικαιωμάτων των συγκεκριμένων προσώπων ενώ η υπογραφή της έλαβε χώρα στις 20 Οκτωβρίου 2010 στο Στρασβούργο. Ακολούθησε δε η δημοσίευση αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ στις 26 Οκτωβρίου 2010. Συγχρόνως, ορίστηκε στο άρθρο 9 η 27η Οκτωβρίου 2013 ως η καταληκτική ημερομηνία για την ενσωμάτωσή της στην εθνική νομοθεσία.
Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής αυτής, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι βάσει του αρ. 1 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας, το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης ισχύει τόσο κατά την ποινική διαδικασία όσο και κατά τη διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ασφαλώς, όταν γίνεται λόγος για ποινικές διαδικασίες, δεν εννοούνται μόνο αυτές που χαρακτηρίζονται από την εθνική νομοθεσία ως τέτοιες, αλλά και όσες έχουν «γνήσιο ποινικό χαρακτήρα» και κυρίως σε σχέση με τη δραστικότητα των απειλούμενων κυρώσεων, όπως προβλέπεται και βάσει του σχετικού κριτηρίου Engel, όπως διαμορφώθηκε στη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εφεξής ΕΔΔΑ). Στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ δε, γίνεται ρητώς αναφορά στο δικαίωμα διερμηνείας ενώ βάσει του σημείου 33 του Προοιμίου της Οδηγίας, η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων αυτής, θα πρέπει να εναρμονίζεται τόσο με την ΕΣΔΑ όσο και με τον ΧΘΔΕΕ.
Εντούτοις, βάσει του αρ. 1 παρ. 3 της Οδηγίας, εξαιρούνται οι διαδικασίες που αφορούν την επιβολή κυρώσεων «για ήσσονος σημασίας αδικήματα» από κάποια αρχή εκτός των ποινικών δικαστηρίων και υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται δυνατότητα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των εν λόγω κυρώσεων. Ειδικότερα, πρόκειται για τις προβλεπόμενες σε ορισμένα κράτη μέλη κυρώσεις που αφορούν παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε «μεγάλη κλίμακα» και δύναται να διαπιστωθούν κατόπιν ελέγχου της οδικής κυκλοφορίας. Η προαναφερόμενη εξαίρεση ασφαλώς, θεωρείται προβληματική, εφόσον δεν είναι σύμφωνη τόσο με τις σχετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ όσο και με την εν γένει νομολογία του ΕΔΔΑ.
Εν συνεχεία, σε σχέση με τον χρόνο έναρξης της ισχύος του εδώ εξεταζόμενου δικαιώματος, θα πρέπει να τονιστεί ότι βάσει του αρ. 1 παρ. 2 της Οδηγίας, αυτό ενεργοποιείται κατά τη στιγμή ενημέρωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου αναφορικά με την αξιόποινη πράξη για την οποία θεωρείται υπαίτιος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν δύναται να αποδυναμωθεί το δικαίωμα αυτό του ενδιαφερομένου, εάν οι αρμόδιες αρχές καθυστερήσουν σκοπίμως ή μη την ενημέρωσή του, ενώ το παρόν καταλαμβάνει όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, ήτοι από την προδικασία μέχρι την περάτωση της κύριας διαδικασίας με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κατηγορίας πλην του σταδίου εκτελέσεως της ποινής, όπως προβλέπεται σχετικά και στο αρ. 6 παρ. 1 και 3 περ. α’ και ε’ ΕΣΔΑ.
Ακόμη, σε σχέση με το περιεχόμενο του δικαιώματος διερμηνείας, βάσει του αρ. 2 παρ. 1 της Οδηγίας, αυτό αναγνωρίζεται υπέρ των υπόπτων ή κατηγορουμένων οι οποίοι είτε δεν ομιλούν είτε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας. Πρέπει να παρέχεται δε, άνευ ουδεμίας καθυστέρησης, προκειμένου ιδίως κατά τη σύλληψη ή την αστυνομική προανάκριση ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να λάβει γνώση της πράξης για την οποία θεωρείται υπαίτιος και να ασκήσει αποτελεσματικά και έγκαιρα τα νόμιμα δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίμαχο δικαίωμα διερμηνείας. Τυχόν αδυναμία εξεύρεσης διερμηνέα, έστω και δικαιολογημένη, δεν είναι δυνατόν να οδηγεί σε καταστρατήγηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω προσώπων και συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές μπορούν μεν να προβούν σε επείγουσες ανακριτικές πράξεις, αλλά όχι για παράδειγμα σε λήψη απολογίας άνευ παρουσίας διερμηνέα που γνωρίζει επαρκώς την απαιτούμενη γλώσσα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βάσει του αρ. 2 παρ. 2 και του σημείου 19 του Προοιμίου της Οδηγίας, το δικαίωμα διερμηνείας εκτείνεται και στην επικοινωνία των υπόπτων ή κατηγορουμένων με τους συνηγόρους τους. Ασφαλώς, δεν καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις επικοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, αλλά μόνο εκείνες που αυτή σχετίζεται άμεσα με την εξέταση των ανωτέρω αναφερομένων προσώπων, ακροάσεις στη διάρκειά της, άσκηση ενδίκων μέσων ή υποβολή έτερων δικονομικών αιτημάτων. Πρόκειται φυσικά για διά ζώσης διαδικασία η οποία απαιτεί τη φυσική παρουσία του διερμηνέα. Κατ’ εξαίρεση, βάσει του αρ. 2 παρ. 6 της Οδηγίας, «εφόσον απαιτείται, μπορεί να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο», εκτός αν η φυσική παρουσία του διερμηνέα κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης.
Ακόμη, είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι η ικανότητα των υπόπτων ή κατηγορουμένων να ομιλούν και να κατανοούν τη χρησιμοποιούμενη γλώσσα, θα πρέπει να ελεγχθεί από τις αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή της οικείας φάσης της ποινικής διαδικασίας. Σε περίπτωση δε που υπάρχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου, οι προαναφερόμενες αρχές οφείλουν να διαπιστώσουν την ανάγκη διορισμού διερμηνέα και να προχωρήσουν στις σχετικές ενέργειες. Αντίστοιχα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου ή υπόπτου, υποχρεούται τόσο να πληροφορήσει εγκαίρως τις αρμόδιες αρχές για τυχόν αδυναμία ομιλίας ή επαρκούς κατανόησης της γλώσσας της διαδικασίας από τον εντολέα του όσο και να συμβάλλει ο ίδιος στην όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση της κατηγορίας και των αποδείξεων, προβαίνοντας και στην παροχή των απαραίτητων εξηγήσεων προς τον εντολέα του. Ασφαλώς, το εδώ εξεταζόμενο δικαίωμα παρέχεται και σε άτομα με προβλήματα ακοής ή ομιλίας, αλλά και σε όσους δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν επαρκώς τις διενεργηθείσες διαδικασίες ή να συμμετάσχουν σε αυτές εξαιτίας για παράδειγμα ψυχικής παθήσεως ή νοητικής υστέρησης, όπως προβλέπεται σχετικά και στο αρ. 2 παρ. 3 και στο σημείο 27 του Προοιμίου της Οδηγίας.
Παρεμφερείς είναι και οι διατάξεις για το δικαίωμα μετάφρασης το οποίο καθίσταται ενεργό από τη στιγμή που προσλαμβάνεται η ιδιότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης βάσει του αρ. 1 παρ. 2 της Οδηγίας. Στο αρ. 3 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας, προβλέπεται ότι σε εκείνους τους υπόπτους ή κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται γραπτή μετάφραση όλων εκείνων των εγγράφων που κρίνονται ουσιώδη και η οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου. Εντούτοις, εξαιρούνται τα χωρία που δεν συμβάλλουν στην κατανόηση του περιεχομένου της εναντίον τους δικογραφίας και πάντως υπό την προϋπόθεση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Αντίστοιχα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι επιτρεπτή και η προφορική μετάφραση ή σύνοψη, όπως για παράδειγμα επί αθωωτικών αποφάσεων και εφόσον κατ’ αυτών δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο ή δεν συντρέχει έτερος σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί τη μετάφρασή τους, αλλά και σε περιπτώσεις που η αστυνομική προανάκριση ή η ανάκριση έπεται της επ’ αυτοφώρω σύλληψης του υπόπτου, οπότε η μετάφραση ουσιωδών εγγράφων κρίνεται χρονικά πιο απαιτητική.
Ωστόσο, η προφορική μετάφραση σε επείγουσες περιπτώσεις, δεν είναι δυνατόν να ματαιώνει οριστικά τη γραπτή μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να μεριμνήσουν για την έγγραφη μετάφραση όλων εκείνων των ουσιωδών εγγράφων που μεταφράστηκαν ή συνοψίσθηκαν αρχικά προφορικά. Η παρούσα ενέργεια κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη της αποτελεσματικής άμυνας του κατηγορουμένου, αλλά και τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της εν γένει διαδικασίας.
Σε σχέση με τα ανωτέρα αναλυόμενα δικαιώματα των κατηγορουμένων ή υπόπτων, θα πρέπει να γίνει αναφορά στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα και σε κάποιες χαρακτηριστικές αποφάσεις που αφορούν τα εν λόγω ζητήματα, όπως για παράδειγμα η απόφαση Covaci (Υπόθεση C-216/14). Πρόκειται για την πρώτη φορά που το εν λόγω Δικαστήριο ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την ερμηνεία των Οδηγιών για το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης. Πιο αναλυτικά, το Δικαστήριο του Laufen Γερμανίας, επέβαλε στον Gavril Covaci χρηματική ποινή για παραβάσεις σχετικές με την τροχαία κυκλοφορία με τη «συνοπτική διαδικασία της «ποινικής διαταγής» στην οποία δεν μετέχει ο κατηγορούμενος». Εντούτοις, ασκήθηκε από τον τελευταίο το προβλεπόμενο δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων εγγράφως στη μητρική του γλώσσα, ήτοι τη ρουμανική και όχι τη γερμανική, όπως επιβάλλεται βάσει του αρ. 184 του γερμανικού νόμου για την οργάνωση των δικαστηρίων. Συνεπώς, το ένα εκ των προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν στο ΔΕΕ και μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφορούσε τη συμβατότητα του προαναφερόμενου άρθρου προς τις διατάξεις της Οδηγίας που σχετίζονται με τυχόν απορρέουσα υποχρέωση των κρατικών αρχών περί μετάφρασης του ασκηθέντος ενδίκου μέσου από τη ρουμανική στη γερμανική γλώσσα, προκειμένου αυτό να είναι παραδεκτό και συγχρόνως, να οδηγήσει στην κατ’ αντιμωλία συζήτηση της υπόθεσης.
Όμως, σύμφωνα με το ΔΕΕ, εφόσον το δικαίωμα υποβολής αντιρρήσεων ασκήθηκε εγγράφως, δεν υφίσταται κατ’ αρχήν υποχρέωση μετάφρασης εκ μέρους των κρατικών αρχών βάσει των σχετικών διατάξεων της Οδηγίας. Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος οφείλει να υποβάλλει τις αντιρρήσεις του στη γλώσσα του δικάζοντος δικαστηρίου. Ωστόσο, διευκρινίστηκε ότι εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να αξιολογήσει εάν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας για την οποία γίνεται λόγος εδώ, επιβάλλουν την καθιέρωση υποχρέωσης μετάφρασης των αντιρρήσεων του αλλοδαπού κατηγορουμένου. Επίσης, επαφίεται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου ο χαρακτηρισμός των αντιρρήσεων ως «ουσιωδών» και η επακόλουθη μετάφραση του σχετικού εγγράφου, πέραν εκείνων αντίστοιχα που μεταφράζονται υποχρεωτικώς.
Εν συνεχεία, θα πρέπει να γίνει μία αναφορά στην απόφαση Balogh (Υπόθεση C-25/15). Στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση, ο Ούγγρος υπήκοος Istvan Balogh, καταδικάστηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Eisenstad της Αυστρίας σε φυλάκιση 4 ετών και 6 μηνών για το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής και διάρρηξης. Η εν λόγω καταδίκη γνωστοποιήθηκε ασφαλώς στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ποινικού Μητρώου από την αρμόδια Υπηρεσία της Αυστρίας στην αντίστοιχη ουγγρική αρχή. Όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου της Βουδαπέστης κατά την προβλεπόμενη διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων, ετέθη το ζήτημα εάν η απόφαση αυτή ήταν αναγκαίο να μεταφραστεί στη μητρική γλώσσα του καταδικασθέντος, ήτοι την ουγγρική σε συμφωνία με το θεσπισμένο στην Οδηγία αντίστοιχο δικαίωμα. Για τον λόγο αυτό, υποβλήθηκε σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ αναφορικά με την αναγκαιότητα εφαρμογής της Οδηγίας για το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης κατά τη διαδικασία αναγνώρισης της προαναφερόμενης αλλοδαπής καταδικαστικής απόφασης. Το ΔΕΕ από την πλευρά του δε, διαπίστωσε ότι η καταδικαστική απόφαση είχε διερμηνευθεί προφορικά κατά την απαγγελία της και εν συνεχεία κοινοποιήθηκε στον καταδικασθέντα έχοντας προηγουμένως μεταφραστεί στην ουγγρική γλώσσα και επομένως, δεν συνέτρεχε λόγος εκ νέου μετάφρασής της.
Τέλος, συναφής είναι και η απόφαση επί της υποθέσεως C-564/19. Η παρούσα αφορούσε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφορικά με την ερμηνεία μεταξύ άλλων του αρ. 5 παρ. 2 της εδώ εξεταζόμενης Οδηγίας σε σχέση με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, κατά του IS, Σουηδού υπηκόου τουρκικής καταγωγής, ασκήθηκε ποινική δίωξη για πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων του ουγγρικού δικαίου σε σχέση με την απόκτηση, κατοχή, κατασκευή, εμπορία, εισαγωγή, εξαγωγή και μεταφορά πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών. Η σχετική διαδικασία διεξήχθη στην ουγγρική γλώσσα την οποία ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ενώ όπως προκύπτει και από την αίτηση προδικαστικής παραπομπής, αυτός μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο με τη συνδρομή διερμηνέα. Να τονιστεί ότι συνελήφθη στην Ουγγαρία στις 25 Αυγούστου 2015 και την ίδια μέρα έλαβε χώρα η ακρόασή του ως υπόπτου. Ωστόσο, προηγουμένως είχε ζητήσει τη συνδρομή τόσο δικηγόρου όσο και διερμηνέα ενώ στη διάρκεια αυτής στην οποία δεν εδύνατο να παραστεί ο συνήγορός του ενημερώθηκε για τις εις βάρος του υπόνοιες και αρνήθηκε να καταθέσει ο ίδιος λόγω ακριβώς της μη προηγούμενης επικοινωνίας με δικηγόρο. Εν συνεχεία, κατά την ακρόαση, καίτοι εζητήθη από τον ανακριτικό υπάλληλο η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας στη σουηδική γλώσσα, εντούτοις δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία αναφορικά, τόσο με τον τρόπο επιλογής, όσο και με την πιστοποίηση των προσόντων του διερμηνέα και την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ αυτού και του υπόπτου.
Επί των προαναφερομένων ζητημάτων, το αιτούν Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Ουγγαρία δεν διαθέτει επίσημο μητρώο μεταφραστών και διερμηνέων, ενώ συγχρόνως βάσει των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας της εν λόγω χώρας, δεν προβλέπονται συγκεκριμένα κριτήρια αναφορικά με τον διορισμό μεταφραστών ή διερμηνέων ad hoc σε ποινικές διαδικασίες και συνεπώς, η ποιότητα οποιασδήποτε διερμηνείας δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ούτε από το συνήγορο ούτε από το δικαστή. Επεβλήθη δε, μεταξύ άλλων, το προδικαστικό ερώτημα περί του εάν το αρ. 5 της εδώ εξεταζόμενης Οδηγίας έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταρτίσουν μητρώο ανεξάρτητων μεταφραστών και διερμηνέων ή να διασφαλίσουν ότι η ποιότητα της παρεχόμενης διερμηνείας δύναται να ελεγχθεί. Το ΔΕΕ επί του παρόντος απεφάνθη ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ποιότητα της παρεχόμενης διερμηνείας είναι επαρκής. Κατά αυτόν τον τρόπο, είναι εφικτή εκ μέρους του υπόπτου ή του κατηγορουμένου η κατανόηση της εναντίον του κατηγορίας, αλλά και ο έλεγχος από τα εθνικά δικαστήρια της παρεχόμενης ερμηνείας.
Κλείνοντας, βάσει όσων αναλύθηκαν ανωτέρω κατέστη σαφές ότι το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά τις ποινικές διαδικασίες είναι θεμελιώδους σημασίας για τους υπόπτους ή κατηγορουμένους που βρίσκονται ήδη σε μειονεκτική θέση. Μέσω της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ, επιχειρήθηκε τόσο η διευκόλυνση της εφαρμογής των εν λόγω δικαιωμάτων εμπράκτως όσο και η ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ενώ απαιτήθηκε η διασφάλιση της επαρκούς ποιότητας της διερμηνείας και μετάφρασης, αλλά και η πρόσβαση σε αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Τα δε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα που τίθενται συχνά προς το ΔΕΕ, έρχονται να εξειδικεύσουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής και να επιβεβαιώσουν την ορθή ενσωμάτωση της Οδηγίας στην έννομη τάξη των διαφόρων κρατών μελών.
Πηγές:
Βιβλιογραφία
Αναγνωστόπουλος Ηλίας (2017) Δικαιώματα των κατηγορουμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 16-20, 21-39, 42-43, 52-53, 62-64, 181-182, 185-186.
Αρθρογραφία
Αρβανίτης Δομίνικος (2013) Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και η σχετική Οδηγία 2010/64/ΕΕ. Ποινική Δικαιοσύνη. 31 Ιουλίου. ΤΝΠ Qualex. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.qualex.gr/el-GR/periexomeno/arthrografia/arthrografia?id=742383 (τελευταία πρόσβαση 13/12/2023)
Πρωτογενείς πηγές
Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2010) Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 26 Οκτωβρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32010L0064 (τελευταία πρόσβαση 12/12/2023)
Νομολογία
Υπόθεση C-216/14. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. InfoCuria. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=164146&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=4911900 (τελευταία πρόσβαση 12/12/2023)
Υπόθεση C-25/15. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. InfoCuria. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=179786&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=4912298 9τελευταία πρόσβαση 12/12/2023)
Υπόθεση C-564/19. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ΤΝΠ Qualex. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.qualex.gr/el-GR/periexomeno/nomologia/nomologia?id=1337608 (τελευταία πρόσβαση 12/12/2023)
Πηγή εικόνας: