Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Το δίκαιο του ανταγωνισμού – Το παράδειγμα εξαγοράς ανερχόμενων επιχειρήσεων από το Facebook και η τακτική«buy or bury»

Γράφει η Δέσποινα Κρητικού

«Είναι προτιμότερο να το εξαγοράσεις παρά να το ανταγωνιστείς» . Η αναφορά αυτή του ιδρυτή και Διευθύνοντα Συμβούλου της μεγαλύτερης διαδικτυακής πλατφόρμας του Facebook, πυροδότησε ένα κύμα αντιδράσεων που έλαβε εν τέλει την μορφή μαζικών αγωγών ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αμερικής.

 Δεκέμβριος 2020, μόλις τέσσερις μήνες πριν, οπότε η μεγαλύτερη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης έρχεται αντιμέτωπη με το νόμο. Η κατηγορία είναι μία, οι κατήγοροι μόλις σαράντα έξι. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FΤC) συνοδοιπόρος των σαράντα έξι πολιτειών της Αμερικής και των Γενικών Εισαγγελέων, άσκησε αγωγή κατά του ιδρυτή  λόγω των επιχειρηματικών επιλογών του να εξαγοράσει έτερες ανερχόμενες πλατφόρμες, κατηγορώντας τον ότι η πρακτική του είναι ενάντια στους κανόνες του ανταγωνισμού αλλά και της αντιμονοπωλιακής πολιτικής όπως αυτή διασφαλίζεται μέσω των διατάξεων των αντίστοιχων νομοθετικών κειμένων.[1]

Το νομοθετικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών αναφορικά με την προστασία του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, αποτελείται κατά βάση από τρείς διαφορετικούς πυλώνες – νομοθετήματα. Αρχικά, θεμελιώδη θέση, κατέχει o «Sherman act» ( προέρχεται από την απόφαση του Γερουσιαστή Sherman o οποίος πρότεινε την ψήφιση ομοσπονδιακού νόμου για την επιβολή των εθιμικών αρχών και των μεθόδων που εμπόδιζαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό). Πρόκειται για τον πρώτο νόμο σχετικά με τον ανταγωνισμό, ο οποίος ψηφίστηκε μόλις το 1890 από το Κογκρέσο. Είναι το βασικό νομοθετικό κείμενο το οποίο ρυθμίζει ζητήματα του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Απαγορεύει και θεωρεί καταχρηστικές τις συμπράξεις/συγχωνεύσεις/ εξαγορές των επιχειρήσεων οι οποίες στοχεύουν στην συγκέντρωση της ισχύος της αγοράς στα χέρια μιας οικονομικής οντότητας, ενισχύοντας τη μονοπωλιακή θέση που ήδη κατέχει και περιορίζοντας το διαπολιτειακό ή διεθνές εμπόριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως προκύπτει άλλωστε και από τις αντίστοιχες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, απαιτείται η διαπίστωση πρόκλησης βλάβης στην αγορά από τις ως άνω πρακτικές. Ως εκ τούτου, μια απλή σύμπραξη η οποία δεν προκαλεί βλάβη ή απειλεί την αγορά δεν μπορεί να απαγορευτεί. Επισημαίνεται, ότι η παράβαση των σχετικών διατάξεων του «Sherman act» επιφέρει αστικές αλλά και ποινικές κυρώσεις, όπως επί παραδείγματι χρηματική ποινή σε φυσικά πρόσωπα έως 100.000 δολάρια και φυλάκιση έως και τρία έτη και σε εταιρείες μέχρι το ποσό του 1.000.000,00 δολαρίων.[2]

 Ακολούθως, ο νόμος Clayton, ρυθμίζει ομοίως τις επιχειρηματικές πρακτικές και λειτουργεί συμπληρωματικά προς το «Sherman act». Ψηφίστηκε το 1914 και εξειδικεύει περαιτέρω σε σχέση με το προαναφερθέν νομικό πλαίσιο τις καταχρηστικές πρακτικές των επιχειρήσεων, όπως επί παραδείγματι τις αντι-ανταγωνιστικές συγχωνεύσεις και τις επιθετικές επιβολές τιμών. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι η δυνατότητα που παρέχει ο νόμος αυτός αμέσου εφαρμογής του από ιδιώτες, οι οποίοι αποδεικνύοντας την βλάβη που έχουν υποστεί από αντι – ανταγωνιστικές πρακτικές άλλων επιχειρήσεων, μπορούν να διασφαλίσουν ιδιαίτερα υψηλές αποζημιώσεις αλλά και παράλειψη όμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε στο νόμο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου στον οποίο εμπεριέχονται οι σκοποί των αντιμονοπωλιακών ρυθμίσεων και εξουσιοδοτούνται οι αρχές και τα δικαστήρια για την ορθή ερμηνεία τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, η σωρεία των αγωγών που κατατέθηκαν εναντίον του ιδρυτή της αναφερόμενης πλατφόρμας αφορούσαν σε εμφανείς παραβάσεις των ως άνω νομοθετημάτων. Πριν αποπειραθούμε να υπαγάγουμε τα πραγματικά περιστατικά στους εν λόγω κανόνες δικαίου, ας αναλύσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσεται η επίδικη διαφορά. Η αγορά βασίζεται σε δύο κυρίαρχες δυνάμεις: στην προσφορά και τη ζήτηση. Ο αναφερόμενος διευθύνων σύμβουλος του τεχνολογικού αυτού κολοσσού, κατηγορήθηκε ότι προσπαθεί να κυριαρχήσει μέσω της πλατφόρμας του αλλά και των επιχειρηματικών επιλογών του,  από την πλευρά της ζήτησης, εξαγοράζοντας όλο και περισσότερες ανερχόμενες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, παραβιάζοντας τις διατάξεις του νόμου περί αντιμονοπωλιακής πολιτικής των επιχειρήσεων.

Παρότι είχαν ήδη προηγηθεί συνολικά άνω των δέκα εξαγορών άλλων ανερχόμενων εταιρειών, ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο δικόγραφο της αγωγής για την πλατφόρμα του Instagram αλλά και του WhatsApp, οι οποίες εξαγοράστηκαν μόλις το 2012 και το 2014 για τα ποσά των, ενός δισεκατομμυρίου και των δεκατεσσάρων δισεκατομμυρίων αντίστοιχα.[3] Οι καταναλωτές «αγκάλιαζαν» όλο και περισσότερο την ιδέα της ανάρτησης φωτογραφιών, μοιράζοντας με το κοινό τους τις στιγμές που επέλεγαν αλλά και την ιδέα άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων που τους προσέφερε η δεύτερη πλατφόρμα. Eπομένως, αναφερόμαστε σε δύο πλατφόρμες οι οποίες εμφάνιζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την πλευρά της ζήτησης. Πόσο εύκολο θα ήταν να τις συναγωνιστεί κάποιος αντίπαλος;

Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους ανωτέρω κανόνες δικαίου, είναι σαφώς δύσκολη και πολυσύνθετη. Τα δεδομένα έχουν καταγραφεί. Σε κάθε περίπτωση όμως, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το σύνολο των κατηγοριών αλλά και να αποδείξει ότι κάθε κίνηση επέφερε βλάβη τόσο στην ήδη διαμορφωμένη αγορά αλλά και στους καταναλωτές – αποδέκτες των υπηρεσιών που προσέφεραν οι εφαρμογές αυτές. Όπως προαναφέρθηκε, οι επιπτώσεις από την εν λόγω δραστηριότητα θα είναι πολλές. Ιδίως στον τομέα της οικονομίας. Δίκαιο, πολιτική και οικονομία αποτελούν τα βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν μια κοινωνία. Δεν βρίσκονται σε ιεραρχική θέση μεταξύ τους, αλλά αποτελούν ιδιαίτερα επικοινωνιακά συστήματα που εκφράζουν με μία πράξη, την γενική κοινωνική επικοινωνία.[4]

Δεδομένων των ως άνω περιστατικών, ποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καταλληλότερος τρόπος επίλυσης ενός ζητήματος που απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση; Μια οπτική βασιζόμενη τόσο στην νομική όσο και στην οικονομική θεωρία.

Το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι άμεσα συνυφασμένο με την οικονομία της εκάστοτε χώρας. Το δίκαιο αυτό, αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός αποτελεσματικού και δυναμικού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου θα εκτυλίσσονται οι καθημερινές συναλλαγές. Πώς όμως επιτυγχάνεται η ύπαρξη αυτή; Η ιστορία επιβεβαιώνει τον διχασμό. Η  θεωρία περί «στρουκτουραλιστικής βιομηχανικής οργανώσεως» που αναπτύχθηκε από την οικονομική σχολή του Harvard το 1950 αναφορικά με την διδασκαλία περί μονοπωλίων, όριζε πως ο δικαστής για το σχηματισμό της κρίσεώς του πάνω σε ένα ανακύπτον θέμα του ανταγωνισμού, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ως κριτήριο την άμεση ή έμμεση συνέπεια που θα είχε στην αποδυνάμωση ή την ενίσχυση της αγοράς, καθώς και εάν δημιουργεί ή όχι πλεονεκτήματα στους καταναλωτές, χωρίς να εξετάζει κανέναν οικονομικό στόχο. Στον αντίποδα, η σχολή του Σικάγο, που δεν διστάζει να ζητήσει ακόμα και την πλήρη κατάργηση του δικαίου αυτού, διατυπώνει την αρχή ότι από το δίκαιο του ανταγωνισμού πρέπει να αποκλειστεί κάθε μη οικονομικός σκοπός. Και αυτό γιατί η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη. Μόνο τότε θα επέλθει η πραγματική ευημερία των καταναλωτών και η αποτελεσματικότητα των δομών της κοινωνίας[5].

Ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα του θέματος και τη δυσκολία με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο δικαστής ο οποίος καλείται να διερευνήσει μέσα από μία ενιαία οικονομική και νομική σκοπιά ένα ακανθώδες ζήτημα. Δεδομένης της υφιστάμενης σήμερα ενοποιημένης αγοράς και των γρήγορων οικονομικών εξελίξεων, ο ανταγωνισμός φαίνεται να λειτουργεί ως πρότυπο διαδικασίας συντονισμού και προσαρμογής στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται η οικονομική προκατανόηση των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου ο δικαστής να εφαρμόσει τους κανόνες συγκεκριμενοποιώντας αόριστες νομικές έννοιες και καλύπτοντας κενά. Η ερμηνεία όμως αυτή, πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή.

 Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μαζική αγωγή έχει ήδη διαταράξει τον επιχειρηματικό κόσμο, και ιδίως τους επενδυτές και το χρηματιστήριο. Και αυτό γιατί εάν τελικά αποφανθεί το Δικαστήριο για την ορθότητα των σχετικών ως άνω ισχυρισμών, τότε η μόνη λύση είναι η διάλυση της εν λόγω εταιρείας. Η Επιτροπή επιμένει στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας (έχει ήδη χαρακτηρισθεί ως “φάρμακo” η εκποίηση των εξαγορασμένων ήδη υπηρεσιών) αλλά και στην προηγούμενη ειδοποίηση και έγκριση για μελλοντικές συγχωνεύσεις και εξαγορές. Ένα αποτέλεσμα σαν και αυτό όμως, μήπως τελικά θα εμφάνιζε επιπτώσεις δυσχερέστερες για την οικονομία της χώρας; Εμφαίνεται επομένως ότι μια δικαστική απόφαση δύναται να επιφέρει ολική αναπροσαρμογή του οικονομικού σκηνικού που έχει ήδη διαμορφωθεί μέσω της λειτουργίας της εν λόγω εταιρείας.

Η πρακτική του ιδρυτή και οι επιλογές του, οι οποίες μάλιστα χαρακτηρίσθηκαν ως «εγκληματική» παράβαση του άρθρου 2 του Sherman act οδήγησαν την υπόθεση στις δικαστικές αίθουσες. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το πλήθος των κατήγορων δεδομένου ότι αναφερόμαστε συνολικά σε 46 πολιτείες μαζί με την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου. H συζήτηση στις δικαστικές αίθουσες θα καθυστερήσει. Η δικαστική απόφαση, η οποία θα πρέπει να αποφανθεί για την εν λόγω αντιδικία, θα καθυστερήσει ακόμα παραπάνω. Το ενδιάμεσο στάδιο όμως, από την κατάθεση έως και την έκδοση σίγουρα θα αναδιαμορφώσει το ήδη υπάρχον σκηνικό τόσο από επιχειρηματικής όσο και από οικονομικής σκοπιάς. Σίγουρα η ως άνω επίδικη διαφορά θα εμπλουτίσει το νομικό κόσμο με νέα νομολογία, διαμορφωμένη με βάση τις σύγχρονες οικονομικές απαιτήσεις.  Η προσέγγιση του ζητήματος, θα πρέπει να είναι ολιστική, τόσο για την διασφάλιση της οικονομικής ευημερίας αλλά και για την προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών. Όπως άλλωστε έχει επισημανθεί, το δίκαιο του ανταγωνισμού αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον εκφυλισμό των αναμενόμενων από τον ανταγωνισμό ωφέλιμων για το σύνολο της οικονομίας, αποτελεσμάτων.[6] Αναμένουμε επομένως, μια δικαστική απόφαση, η οποία θα εφαρμόσει τους αντίστοιχους οικονομικοδικαιϊκούς κανόνες, και θα διασφαλίσει την ευημερία του καταναλωτή όσο και της κοινωνίας. Άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός του δικαίου αυτού.

Πηγές

Berger., M. 1997.Die funktionale Konkretisierung von Art.

FTC. 2020. FTC Sues Facebook for Illegal Monopolizatio. Διαθέσιμο στο: https://www.ftc.gov/news-events/press-releases/2020/12/ftc-sues-facebook-illegal-monopolization.

Meier-Schatz, C.1982,. Uber Entwicklung, Begrif und Aufgaben des Wirtshaftsrechts.

Smith, Κelly Anne. 2020. What You Need To Know About The Facebook Antitrust Lawsuit. Forbes. Διαθέσιμο στο: https://www.forbes.com/advisor/investing/facebook-antitrust-lawsuit/

Καρύδης, Γεώργιος Σπ. 2020. Ενωσιακό Δίκαιο Ανταγωνισμού και Εσωτερικής Αγοράς. Νομική Βιβλιοθήκη.

Λάμπρος Ε. Κοτσίρης. 2011. Δίκαιο Ανταγωνισμού,Θεμελιώδεις διατάξεις και αρχές του αμερικανικού δικαίου, Αθήνα.


[1]   FTC Sues Facebook for Illegal Monopolization Διαθέσιμο σε https://www.ftc.gov/news-events/press-releases/2020/12/ftc-sues-facebook-illegal-monopolization

[2] Δίκαιο Ανταγωνισμού, Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, 2011, Θεμελιώδεις διατάξεις και αρχές του αμερικανικού δικαίου,377 επ.

[3] What You Need To Know About The Facebook Antitrust Lawsuit, Κelly Anne Smith Διαθέσιμο σε https://www.forbes.com/advisor/investing/facebook-antitrust-lawsuit/

[4] C. Meier-Schatz, Uber Entwicklung, Begrif und Aufgaben des Wirtshaftsrechts,ZSR,1982, Ι 267 επ.296

[5] Δίκαιο Ανταγωνισμού, Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, 2011,Το δίκαιο του ανταγωνισμού ως μέρος του οικονομικού δικαίου, 57 επ.

[6] Die funktionale Konkretisierung von Art, M. Berger,  2 UWG, 1997,62 επ.