γράφει η Ειρήνη Ντούρα
Το Γερμανικό Ζήτημα έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το ζήτημα της ενοποίησης της Γερμανίας. Ο όρος “Γερμανία” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά το 1871 όπου κηρύχθηκεστις Βερσαλλίες ένα νέο κράτος με γνώση της ταυτότητάς του. Η Γερμανική Συνομοσπονδία αποτελούνταν από τμήματα της Πρωσίας, της Αυστρίας και άλλων 39 πολιτειών. Μία ενοποίηση και δημιουργία ενός κράτους και λαού που τάραξαν τις ισορροπίες της Ευρώπης και έγιναν αφορμή για δύο μεγάλους πολέμους. Την επόμενη μέρα της ίδρυσης του κράτους, η νεοσύστατη Γερμανία αποτελούσε ένα μυστήριο πλέον στους γείτονές της. Στον τίτλο του συγκεκριμένου άρθρου, επιτρέψτε μου να χαρακτηρίσω ως “αποτυχία” το ζήτημα αυτό, λόγω της γενικότερης αντίληψης και απόρριψης που αντιμετώπισε το νεοσύστατο κράτος από το σύνολο της Ευρώπης. Η καχυποψία και ο ανταγωνισμός που δέχθηκε, διαμόρφωσαν την πορεία του κράτους και τις επιλογές του.
Ήταν ένας λαός που ξεχώριζε για την εφευρετικότητα, την ευφυία και τη πρωτοπορία του. Στοιχεία, που σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή Power Politics και τον διακρατικό ανταγωνισμό ισχύος, έκαναν άλλες χώρες της εποχής να δουν με εχθρικό μάτι την γέννηση ενός ολοκληρωμένου γερμανικού κράτους. Η αλήθεια είναι πώς σαν λαός οι Γερμανοί αντιμετώπισαν μία μορφή περιθωριοποίησης με την αντίληψη πως οι Γερμανοί ήταν υποδεέστεροι λόγω της περιγραφής τους ως “πιο ονειροπόλοι”. Το διάστημα εκείνο ήταν σύνηθες άλλωστε να χωρίζονται τα κράτη σε στρατόπεδα “εμείς-αυτοί”, να γίνεται δηλαδή ένας διαχωρισμός σαν να μπαίνουν κάποια αόρατα όρια και γραμμές για το τί είναι ο καθένας και πού μπορεί να φτάσει.
Βέβαια αξίζει να σημειωθεί πώς στην γέννησή του το γερμανικό κράτος αντιμετώπισε προβλήματα εδραίωσης ενιαίας γλώσσας και ισχυροποίησης της αίσθησης ταυτότητας και έθνους. Αισθήματα που μένουν χαραγμένα σε έναν λαό που προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κράτος και που αντιμετωπίζει την κριτική άλλων “ολοκληρωμένων” κρατών.
Γερμανικός Υπερεθνικισμός:
Ο γερμανικός υπερεθνικισμός θα λέγαμε πώς ξεκίνησε από τον πρώτο Καγκελάριο της Γερμανίας, Otto von Bismarck. ‘Ενας άνθρωπος φιλόδοξος και με τολμηρές πρακτικές, έβαλε ως στόχο να δημιουργήσει ένα κράτος που θα ξεπεράσει τα υπόλοιπα σε ισχύ, πλούτο και πολιτισμό. Άρχισε να εξυμνεί τους Γερμανούςως μία ανώτερη φυλή και να τροφοδοτεί ένα αίσθημα περηφάνειας και “αλαζονείας”, πρακτική που ακολούθησε και ενίσχυσε με μισαλλόδοξα και ρατσιστικά στοιχεία ο Χίτλερ,προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία και να υλοποιήσει τα σχέδιά του και το όραμά του. Το γερμανικό έθνος σύντομα “μέθυσε” με την ιδέα του υπερεθνικισμού που έκρυβε μέσα της την ανάγκη να ξεπεραστεί η περιφρόνηση που αντιμετώπιζε από άλλα κράτη.
Με την απόσυρση του Μπίσμαρκ από την εξουσία, η Γερμανία είδε μία πρωτοφανή κοινωνικοπολιτική κρίση να την πλαισιώνει. Είδαν την πολιτική αποσταθεροποίηση που προκάλεσε η άνοδος του Γουλιέλμου ΙΙ, οι λάθος αποφάσεις και ο ολοένα αυξανόμενος εθνικισμός που ελλόχευε στην γερμανική κοινωνία και οι εκδηλώσεις μίσους και απέχθειας απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που στοχοποιήθηκαν για την κρίση που περνούσε η Γερμανία. Οι Γερμανοί πολίτες δεν έβρισκαν στήριξη στο κράτος για να λύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αναδύθηκαν και έτσι άρχισαν να γίνονται αρνητικοί προς τους ξένους και την επιτυχία τους.
Ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ο συνεχιστής του υπερεθνισκιμού των Γερμανών, προσθέτοντας στο αρχικό ιδεολόγημαεθνικοσοσιαλιστικά στοιχεία. Βλέποντας την κρίση να ριζώνει στην γερμανική κοινωνία και την κατάρρευση της κληρονομίας του Μπίσμαρκ, ο Χίτλερ βίωσε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον απόλυτο εξευτελισμό των ιδανικών του και της εικόνας που είχε για την χώρα. Η αποστροφή για τις κυρώσεις και την εκδίκηση που ξέσπασαν οι νικήτριες χώρες δημιούργησε στο μυαλό του το Τρίτο Ράϊχ. Ήταν ανεπίτρεπτο για τον Χίτλερ να υποφέρουν Γερμανοί ενώ τόσο η Γερμανία αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη είχε υπνωτιστεί από ανθρώπους που ήταν κατ’ αυτόν “κατώτεροι”, “η πηγή του κακού”. Κατά την διάρκεια της ανόδου του στην εξουσία ο ναζισμός πήρε μεγάλες διαστάσεις, σε μορφή λατρείας. Οι Ναζί, ακραίοι εθνικιστές, δεν σταματούσαν πουθενά μέχρι να αποκατασταθεί η χώρα στην παλαιά της αίγλη. Το Γερμανικό Ζήτημα έτσι πήρε άλλες διαστάσεις και έφυγε από την ιδέα της ενοποίησης σε μία αποστολή αποκατάστασης της χώρας και της φήμης της.
Η αποτυχία:
Η δημιουργία του γερμανικού κράτους δεν προέκυψε από μία επανάσταση ή κάποια αγανάκτηση του λαού προς τη εξουσία όπως σε άλλες χώρες. Ήρθε ξαφνικά και έφερε μαζί της προβλήματα που προσπάθησαν να καλύψουν οι Γερμανοί ηγέτες με τον γερμανικό εθνικισμό. Μία ιδεολογία που έβαλε σε περιπέτειες μία ολόκληρη ήπειρο προτού αποφασίσει να αλλάξει πορεία σε μία πιο πασιφιστική εκδοχή της. Σήμερα η Γερμανία είναι από τις χώρες που στηρίζουν και εξυψώνουν την αξία και την χρησιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ίσως και λόγω του αισθήματος ενοχής για τις καταστροφές του παρελθόντος.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον απολογισμό των συνεπειών, η χώρα αντιμετώπισε σκληρή κριτική, ακόμα μία περιθωριοποίηση, διχοτόμηση, κυρώσεις, κρίση και άλλα. Για ακόμα μία φορά οι Γερμανοί κρατούν μέσα τους θαμμένο το αίσθημα της προκατάληψης των άλλων χωρών απέναντί τους. Τον ζήλο να αποδείξουν την αξία τους, την ανωτερότητά τους, την υποστήριξή τους στις ευρωπαϊκές αξίες και την αποστροφή τους στον πόλεμο και τις συνέπειές του.
Λέμε πώς το γερμανικό ζήτημα είναι μία αποτυχία, διότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν λύθηκε αλλά εξελίχθηκε και απλώς κουκουλώθηκε και εξακολουθεί να επισκιάζει την γερμανική κοινωνία. Είναι στο υποσυνείδητο του Γερμανού, γεννήθηκε και μεγάλωσε με μία αίσθηση πώς πρέπει να αποδείξει κάτι σε κάποιον. Μπορεί η χώρα να χαρακτηρίζεται από οικονομική πρόοδο, υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο και να είναι μία από τις ισχυρές χώρες στην διεθνή πολιτική σκηνή, όμως ενδόμυχα κρύβεται μία αδυναμία και επιθυμία αποδοχής που προκάλεσαν άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δύο πόλεμοι και η ιμπεριαλιστική ιδεολογία μερικών ισχυρών γερμανικών πολιτικών προσωπικοτήτων.
Βιβλιογραφία