Γράφει η Ελμίνα Δημητριάδη
Μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο διεθνές περιβάλλον, οι γυναίκες προσπάθησαν να εδραιώσουν τη θέση τους και να φέρουν στην επιφάνεια ζητήματα που είτε είχαν αναλυθεί μονομερώς είτε καθόλου. Ζητήματα όπως η διεθνής ασφάλεια, η ισχύς, οι βίαιες συγκρούσεις και η πολιτική και κοινωνική ανισότητα, ουδέποτε περιλάμβαναν τη φεμινιστική οπτική. Κυρίως τοποθετούσαν τις γυναίκες και τις θηλυκότητες στην ιδιωτική σφαίρα, αποκλείοντάς τες από κάθε δραστηριότητα της δημόσιας ζωής. Μετά από πάλη των γυναικών για να διεκδικήσουν τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και να εξαλείψουν τις έμφυλες ανισότητες, είναι σε θέση πλέον να συμμετέχουν ενεργά στη δημόσια σφαίρα, να παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις και να διεκδικούν υψηλές θέσεις σε πολιτικά καθήκοντα.
Πώς όμως τέθηκε το έμφυλο ζήτημα στις Διεθνείς Σχέσεις; Η εισχώρηση του έμφυλου ζητήματος στις Διεθνείς Σχέσεις τοποθετείται επίσημα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όμως σύμφωνα με τον Lucian Ashworth, καθηγητή πολιτικών επιστημών, οι φεμινίστριες είχαν συμβάλει προ πολλού στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής. Ο Ashworth αναφέρει ότι οι Διεθνείς Σχέσεις ήρθαν πρώτα σε επαφή με τον φεμινισμό κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 επηρεάζοντας σημαντικά τις συζητήσεις περί εξωτερικής πολιτικής που διεξάγονταν εκείνη την εποχή. Πολλές από αυτές τις φεμινίστριες ήταν μέλη του Διεθνούς Συνδέσμου των Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία και του κινήματος των σουφραζετών. Αρκετές μάλιστα συμμετείχαν στις συζητήσεις για την Κρίση των Είκοσι Ετών του 1919-1939 στο μεσοπόλεμο, όπως: η Emily Greene Balch, η Jane Adams, η Mary Parker Follett, η Mary Agnes Hamilton, η Helena Swanwick, η Virginia Woolf και η Dorothy Buxton. Ο Ashworth υποστηρίζει ότι αυτές οι πρώιμες ακτιβίστριες αποτελούν μία γέφυρα μεταξύ του συνεχιζόμενου ακτιβισμού έξω από τις Διεθνείς Σχέσεις και της δημιουργίας ενός φεμινιστικού χώρου μέσα στις Διεθνείς Σχέσεις κατά τα πρόσφατα χρόνια.
Σημαντική καμπή στην ιστορία αποτελεί η δεκαετία του 1960, κατά την οποία το δεύτερο κύμα φεμινισμού άσκησε σημαντική επιρροή και συνέβαλε στη μετεξέλιξη της κοινωνίας. Κατά την περίοδο του 2ου κύματος, το φεμινιστικό κίνημα, για πρώτη φορά, έκανε διακριτούς τους όρους βιολογικό και κοινωνικό φύλο, κάνοντας σαφές πως το κοινωνικό φύλο αποτελεί κατασκευή, η οποία μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και εξαρτάται από μεταβλητές όπως η θρησκεία, ο πολιτισμός και η κουλτούρα. Σύμφωνα με την Κοινωνιολόγο Raewyn Connell, μετά την παρέμβαση των φεμινιστικών θεωριών στις κοινωνικές επιστήμες στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η ανάλυση του φύλου άρχισε να παίρνει τη μορφή της ανάλυσης των σχέσεων εξουσίας. Το φύλο σταδιακά απέκτησε τη μορφή εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Αποτέλεσμα της διεύρυνσης των φεμινιστικών θεωριών κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 αποτελεί η εισαγωγή των γυναικείων σπουδών ως ακαδημαϊκοί κλάδοι και ως αντικείμενα μελέτης σε πανεπιστήμια της Δύσης. To γεγονός αυτό οδήγησε στον ακαδημαϊκό φεμινισμό.
Κατά την ακαδημαϊκή μελέτη του φεμινισμού, εξελίχθηκαν νέες θεωρίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έκανε την εμφάνιση του ο ριζοσπαστικός φεμινισμός που έκανε λόγο για το πατριαρχικό σύστημα, το οποίο θέτει την ιεράρχηση ανθρώπων ανάλογη του φύλου και των βιολογικών τους διαφορών. Με τη ρήση “το προσωπικό είναι πολιτικό και το πολιτικό είναι προσωπικό” τόνισε ότι είναι αδύνατος ο διαχωρισμός δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας καθώς οι δύο αυτές έννοιες είναι ταυτόσημες στην πολιτική ζωή. Παράλληλα, μία μερίδα φεμινιστριών επηρεάστηκε από τη φιλελεύθερη θεωρία συστήνοντας τον φιλελεύθερο φεμινισμό, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη ελευθερία και ισότητα, παρουσιάζοντας τις γυναίκες ως ορθολογικά και σκεπτόμενα όντα. Φυσικά στον φεμινισμό συνέβαλε και η μαρξιστική θεωρία καταλήγοντας στον μαρξιστικό φεμινισμό που έκανε λόγο για καταπίεση γυναικών ως απόρροια του καπιταλισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, την έρευνα συμπληρώνει ο ψυχοαναλυτικός και υπαρξιακός φεμινισμός, οι οποίοι θέτουν ως πρόβλημα τον τρόπο κοινωνικοποίησης των γυναικών, οι οποίες μιμούνται τις μητέρες τους και προσδιορίζονται ως “μη άνδρες”. Με τη σειρά του ο standpoint φεμινισμός γνωστοποίησε πως ο κόσμος διαμορφώθηκε από την αρρενωπή ματιά και πως η γνώση δεν αποτελεί αντικειμενική αλήθεια αλλά υποκειμενική. Επιπλέον κατηγορίες αποτελούν ο μεταμοντέρνος και ο μετααποικιακός φεμινισμός, κάνοντας κριτική απέναντι στον διαφωτισμό και συμπεριλαμβάνοντας την οπτική των γυναικείων εμπειριών του Τρίτου Κόσμου αντίστοιχα. Η πιο διαδεδομένη όμως θεωρία αποτελεί ο μεταδομιστικός φεμινισμός που προχώρησε περισσότερο από κάθε άλλη προσέγγιση του φύλου, κάνοντας γνωστό ότι το φύλο είναι μία επιτέλεση και κατασκευάζεται με το λόγο. Έτσι, η παραγωγή λόγου συνδέθηκε στενά με τις σχέσεις εξουσίας. Σημαντική εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας αποτελεί η Judith Butler.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση των γυναικείων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Κοινωνία των Εθνών από την ίδρυση της κιόλας το 1919, δέχτηκε πιέσεις γυναικείων ομάδων ώστε να ξεκινήσει έρευνα που θα κατέγραφε την κατάσταση των γυναικών σε ολόκληρο τον κόσμο σε σχέση με τα εργασιακά τους δικαιώματα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το δικαίωμα ψήφου και την επιμέλεια των τέκνων. Στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα το 1948, καταχωρήθηκε πλέον επίσημα στον Χάρτη η αρχή της ισότητας και η αντίληψη του ατόμου ως υποκείμενο και φορέα δικαιωμάτων. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στις προσπάθειες των γυναικείων ΜΚΟ και δημοφιλών προσωπικοτήτων, όπως η πρώτη κυρία των ΗΠΑ, Eleanor Roosevelt.
Μέσω των συνεχών διερευνήσεων των γυναικείων ζητημάτων, το 1945 συστάθηκε η Επιτροπή για τη Θέση των Γυναικών (Commission on the Status of Women – CSW), η οποία στηρίχθηκε στη φιλελεύθερη αρχή της ισότητας. Το πρώιμο έργο της Επιτροπής περιλάμβανε τη διασφάλιση του δικαιώματος ψήφου, εργασίας και εκπαίδευσης για τις γυναίκες. Τη δεκαετία του 1950, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στις πρακτικές και στους νόμους που ευνοούν τους άντρες και σε αυτούς που είναι επιβλαβείς για την ευημερία των γυναικών. Κατά τη δεκαετία του 1960, η Επιτροπή ασχολήθηκε κυρίως με το ρόλο των γυναικών στην ανάπτυξη. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, η Επιτροπή δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα στο να παράγει έργο, καθώς οι γυναίκες που θήτευσαν σε αυτή δέχτηκαν πιέσεις και αντιδράσεις από τις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσής τους. Όλη αυτή η προσπάθεια οδήγησε στη Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών, εν συντομία CEDAW του 1979.
Η Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών – CEDAW αποτελεί κορυφαίο επίτευγμα της Δεκαετίας των Γυναικών του ΟΗΕ. Είναι μία από τις ευρύτερα επικυρωμένες διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και σε ολόκληρο τον κόσμο δημιουργήθηκαν δίκτυα ΜΚΟ για την προώθηση της. Ο ΟΗΕ έχει οργανώσει τέσσερεις παγκόσμιες συνδιασκέψεις για τις γυναίκες. Η πρώτη έλαβε χώρα στην πόλη του Μεξικού το 1975, η δεύτερη στην Κοπεγχάγη το 1980, η τρίτη στο Ναϊρόμπι το 1985 και η τέταρτη και πιο σημαντική στο Πεκίνο το 1995. Η συνδιάσκεψη στο Πεκίνο ήταν η πιο πολυπληθής, με 47.000 συμμετέχοντες από 189 χώρες. Μέσα από τη συνδιάσκεψη συστάθηκε η Πλατφόρμα Δράσης του Πεκίνου – BPA. Κύριο έργο της Πλατφόρμας ήταν ότι τόνισε τη σημασία της ένταξης του έμφυλου ζητήματος στους διεθνείς και εθνικούς θεσμούς και δέσμευε τα κράτη ως προς την προώθηση των γυναικείων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, κατά τη συνδιάσκεψη, οι ΜΚΟ που συμμετείχαν ίδρυσαν ένα μηχανισμό λήψης αποφάσεων και επόπτευσαν τις στάσεις των κρατών δημοσιεύοντας τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης του καθεστώτος, καθιστώντας έτσι την πλατφόρμα του Πεκίνου ως ένα είδος soft law. Επακόλουθο της Πλατφόρμας του Πεκίνου, αποτελεί η Απόφαση UNSCR 1325 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ψηφίστηκε στις 31 Οκτωβρίου του 2000.
Σήμερα έχουν συσταθεί πλέον αρκετές επιτροπές και ΜΚΟ που προωθούν την ίση εκπροσώπηση των γυναικών στην ηγεσία και στην πολιτική και δημόσια ζωή. Ωστόσο, δεδομένα του UN Women αποδεικνύουν ότι ο στόχος της πλατφόρμας του Πεκίνου δεν έχει επιτευχθεί πλήρως. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες υπηρετούν ως αρχηγοί του κράτους ή της κυβέρνησης σε μόλις 22 χώρες, με 119 χώρες να μην είχαν ποτέ μέχρι σήμερα γυναίκα αρχηγό. Παράλληλα, μόνο το 25% όλων των εθνικών βουλευτών απαρτίζεται από γυναίκες. Σε παγκόσμια κλίμακα, σε 27 κράτη, οι γυναίκες βουλευτές συνιστούν ποσοστό λιγότερο του 10% των κοινοβουλίων τους. Επιπλέον, δεδομένα από 133 χώρες δείχνουν ότι οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 36% των εκλεγμένων μελών σε τοπικά διαβουλευτικά όργανα.
Εν ολίγοις, το έμφυλο ζήτημα από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις. Το φεμινιστικό κίνημα, οι διεθνείς Συμβάσεις και ο ΟΗΕ συνέβαλαν ολοκληρωτικά σε ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές και στη θεμελίωση ενός πλαισίου, όπου τα γυναικεία ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν μόνο στις συνειδήσεις των ανθρώπων, αλλά πλέον φέρουν νομική διάσταση και θεσμοθέτηση. Υπάρχουν ωστόσο περιθώρια για πρόοδο ώστε στο μέλλον να συσταθεί ένα ακόμα καλύτερο διεθνές περιβάλλον.
Βιβλιογραφία:
- Steans Jill, Το φύλο και διεθνείς σχέσεις, εκδόσεις Πεδίο, σελ. 45 – 62, 145, 107 – 117, 305 – 310.
- Facts and figures: Women’s leadership and political participation, UN Women. Διαθέσιμο σε: https://www.unwomen.org/en/what-we-do/leadership-and-political-participation/facts-and-figures#_edn7
- Φεμινιστική Επιστημολογία: Είδη Φεμινισμού, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Διαθέσιμο σε: https://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/12/5/316.pdf
- Women in Politics: A Global Perspective, European Parliament. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2019/635543/EPRS_BRI(2019)635543_EN.pdf
- Πηγή φωτογραφίας: https://foreignpolicy.com/2018/09/20/one-small-step-for-feminist-foreign-policy-women-canada/