Γράφει ο Γεώργιος Τσιάλας
«Η αποχώρηση είναι μία πράξη με την οποία το Κράτος μέλος μίας διεθνούς οργάνωσης θέτει τέλος στην συμμετοχή της σε αυτή». Πρόκειται για μία στιγμή ουσιαστικής εκδήλωσης της θέλησης και της κυριαρχίας του. «Τα κράτη ως κυρίαρχα είναι ελεύθερα να επιλέξουν το δικό τους πεπρωμένο και να αποφασίσουν να συμμετέχουν ή όχι στη λειτουργία μίας ιδιαίτερης διεθνούς οργάνωσης». Στο πλαίσιο αυτό, η βρετανική κυβέρνηση, ύστερα και από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, ενεργοποίησε την 29η Μαρτίου 2017 το άρθρο 50 της ΣΕΕ, κοινοποιώντας έτσι επίσημα την πρόθεσή της να αποχωρήσει από την Ένωση. Η παρούσα σύντομη ανάλυση θα επιχειρήσει να αναδείξει το κατά πόσον το άρθ. 50 ΣΕΕ αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα τόσο στην διαδικασία της αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ, καθώς και το πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ευρύτερα, προκαλώντας παράλληλα και τις ανάλογες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Αρχικά, αυτό που καθιστά σημαντικό παράγοντα το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ιστορικό γεγονός του Brexit, είναι το ίδιο το περιεχόμενό του. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο όριζε τη διαδικασία για την αποχώρηση κράτους μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον αυτό το επιθυμεί. Θεσπισμένο για πρώτη φορά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007, η οποία έμελε να καλύψει το κενό που η αδυναμία θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος άφησε, το τελικό κείμενο του άρθ. 50 ΣΕΕ βασιζόταν κυρίως σε τρία βασικά στοιχεία, προβλέποντας α) την δυνατότητα αποχώρησης, β) την διαδικασία διαπραγματεύσεων με διετή προθεσμία, και γ) τη διάκριση της συμφωνίας αποχώρησης από αυτή για την μελλοντική σχέση του αποχωρούντος κράτους-μέλους με την ΕΕ. Ουσιαστικά ο Ενωσιακός νομοθέτης παρουσιάζει το νομικό εποικοδόμημα, συν το πολιτικό πλαίσιο επί του οποίου η διαδικασία αποχώρησης μπορεί να διεκπεραιωθεί. Με άλλα λόγια η πολιτική πρακτική θα είχε πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο, το κράτος-μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ευρώπη. Κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος-μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης, ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά την γνωστοποίηση της αποχώρησης (εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος αποφασίσει ομόφωνα την παράτασή της).
Για να μην πραγματοποιηθεί μια απλή νομική εξέταση του άρθρου, δέον είναι να εξετασθεί ο αντίκτυπός του στην πολιτική πραγματικότητα, αλλά και πώς δύναται να αξιοποιηθεί για την επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως αυτός της αποχώρησης από μία υπερεθνική ένωση κρατών. Σε θεωρητικό επίπεδο, όταν καλείται κανείς να αναλύσει τον ιδεότυπο του φαινομένου της αποχώρησης μίας κρατικής οντότητας από μία υπερεθνική ένωση, συναντά ορισμένα μοντέλα. Στην περίπτωση του Brexit τρία μοντέλα αποχώρησης μπόρεσαν να εντοπιστούν. Το πρώτο μοντέλο (πρωτοκαθεδρία του Κράτους) το οποίο στηρίζει η Βρετανική Κυβέρνηση, παρείχε στα κράτη-μέλη πλήρη ελευθερία αποχώρησης χωρίς δυνατότητα παρέμβασης ή βέτο εκ μέρους των θεσμών της Ένωσης. Το δεύτερο (πρωτοκαθεδρία της Ένωσης) αντιθέτως, ενσάρκωσε την έννοια της μοιραίας προσχώρησης, με το κράτος μη δυνάμενο να αποχωρήσει, τουλάχιστον τυπικά, από την Ένωση μόλις προσέλθει. Το τρίτο (κοινός έλεγχος) παρέχει αυτή την ευκαιρία με αμοιβαία απόφαση, την οποία μοιράζονται όλα τα μέρη.
Σαφώς, η τακτική και η δυναμική της αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης του μετέπειτα πολιτικού και οικονομικού σκηνικού. Με άλλα λόγια, εάν εντάξουμε τον προαναφερθέντα ιδεότυπο στην πολιτική πραγματικότητα θα προκύψουν δύο προοπτικές, ανάλογα με το πώς θα αξιοποιούνταν το άρθ. 50 από τα δύο μέρη. Η πρώτη προοπτική, του «Soft Brexit», θα συνεπαγόταν την διασφάλιση μιας σχέσης bona fide μεταξύ του ΗΒ και της Ένωσης, κυρίως σε επίπεδο οικονομικών σχέσεων, αλλά και με εμφανή διάθεση για επίλυση ζητημάτων που ανακύπτουν σε πολιτικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το ψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 2020, με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε την ανάγκη για προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων των πολιτών από τα 27 κράτη-μέλη που κατοικούν στο ΗΒ, αλλά και των Βρετανών υπηκόων που κατοικούν στην Ένωση. Από την άλλη η προοπτική ενός «Hard Brexit», η οποία δεν υφίσταται πλέον, θα μπορούσε να μετριάσει τις τάσεις ευρύτερης ομοσπονδοποίησης και να καταστήσει την ΕΕ λιγότερο λειτουργική.
Παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονήσει κανείς το γεγονός ότι η επιλογή να μην συμπεριληφθεί στο άρθρο 50 της ΣΕΕ ρητή προϋπόθεση για την υλοποίηση της αποχώρησης θα μπορούσε να διευκολύνει το έργο των κρατών που επιθυμούν να πετύχουν ειδικές παραχωρήσεις υπό την απειλή της διάσπασης της Ένωσης. Τα κράτη έχουν την δυνατότητα de facto και de jure (εκ των πραγμάτων και νομίμως) να αποφασίσουν την αποχώρησή τους από την Ένωση σύμφωνα με τις συνταγματικές τους υποχρεώσεις. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το άρθ. 50 ΣΕΕ να μετατρέψει τη συνθήκη σε μία μονομερή διαμαρτυρία που χρησιμοποιείται αντιδεοντολογικά εναντίον της Ένωσης. Με άλλα λόγια, το προς εξέτασιν άρθρο είτε με την εφαρμογή του είτε με την απειλή της αποτελεί δυνάμει ένα μέσο πίεσης το οποίο μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις και τα γεγονότα να αξιοποιηθεί, είτε προς διαφύλαξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, είτε προς την αποδυνάμωση και την διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας του.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το άρθρο 50 της ΕΕ ήταν ένας παράγοντας που επηρέασε με διάφορους τρόπους το έπος του Brexit, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό. Το άρθρο επηρέασε τις διαπραγματεύσεις και τις διαδικασίες απόσυρσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και για το λόγο αυτό, ακόμη και κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, συζητήθηκε και εξετάσθηκε υπό διάφορες οπτικές γωνίες, όπως και κατόπιν, κατά την περίοδο ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ. Μία συστηματική και μεθοδική ανάγνωση του άρθρου 50 αναδεικνύει περισσότερο το γεγονός ότι η διαδικασία απόσυρσης δεν μπορεί να ευχαριστεί εξ ολοκλήρου την αυθόρμητη πολιτική βούληση εκάστου μέλους. Απαιτείται σεβασμός της συνταγματικής εδραιωμένης απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου να αποσυρθεί, και συγχρόνως, σεβασμός των δικαιωμάτων ως θεμελιωδών πυλώνων της Ένωσης και άλλων συνταγματικών αξιών της ΕΕ, όπως το κράτος δικαίου και η δημοκρατική διακυβέρνηση.
Πηγές:
- Ανάγνου Μ. (2018). Η Ευρωπαϊκή Ένωση στον ¨Χώρο¨ Οι απαιτήσεις και προκλήσεις μιας μεταβαλλόμενης έννομης τάξης). Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήσης Α.Ε.Β.Ε. σ. 218-250
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ερωτήσεις και Απαντήσεις .Βρυξέλλες. 29 Μαρτίου 2017. Διαθέσιμο στο: https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/MEMO_17_648
- Μπούγας Δ. (2018). Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι επιπτώσεις του Brexit. Πανεπιστήμιο Πειραιά. Διαθέσιμο στο: https://dione.lib.unipi.gr/xmlui/handle/unipi/11593
- Παπαϊωάννου Α. (2017). Πολιτική και Δικαιοσύνη στην δίνη του Brexit. Αθήνα-εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε. σ.26-28.
- Andrea Circolo A. & Hamuľák O. & Blaž O.(2018). Article 50 of the Treaty on European Union: How to Understand the ‘Right’ of the Member State to Withdraw the European Union. Springer International Publishing AG. Διαθέσιμο στο: https://www.researchgate.net/publication/323273218_Article_50_of_the_Treaty_on_European_Union_How_to_Understand_the_%27Right%27_of_the_Member_State_to_Withdraw_the_European_Union
- Piet Eeckhout P. & Frantziou E. (2016) Brexit and Article 50 TEU: A Constitutionalist Reading, UCL European Institute. Διαθέσιμο στο: https://westminsterresearch.westminster.ac.uk/item/9z863/brexit-and-article-50-teu-a-constitutionalist-reading
- Friel R.J. (2004). Providing a constitutional framework for withdrawal from the EU: Article 59 of the draft European constitution. The International and Comparative Law Quarterly. Cambridge University Press. Vol. 53. No. 2. σ. 407-428.
- Hillion C.(2018). Withdrawal under article 50 TUE: an intergration-friendly process. Common Market Law Review. Διαθέσιμο στο: https://www.europarl.europa.eu/cmsdata/227774/Withdrawal%20under%20Article%2050%20TEU%20-%20Prof.%20Hillion.pdf
- Mehdi R. (2004). Brèves observations sur la consécration constitutionnelle d’un droit de retrait volontaire. European Legal Studies/Etudes Européennes Juridiques. College d’ Europe. Διαθέσιμο στο: http://aei.pitt.edu/44269/1/A7848.pdf
- Snavely A.C. (2004). Should we leave the backdoor open? Does an agreement Uniting States need a withdrawal provision: the European Union Draft Constitution, UMKC. Law Rev. σ,213-230.
- (2020/2512(RSO)). Διαθέσιμο στο: https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2020-0006_FR.html
- Πηγή φωτογραφίας:
Wen K.J. (2016). Battle of Brexit continues as Government loses High Court Article 50 ruling. Διαθέσιμο στο: http://www.katyjon.com/battle-of-brexit-continues-as-government-loses-high-court-article-50-ruling/