Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Το Άνοιγμα τη Εγχώριας Χρηματιστηριακής Αγοράς στα Κανονιστικά Πλαίσια Περιστολής της Νομισματικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής

Γράφει ο Ηλίας Συμενταρίδης

Η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζουν τη διαμόρφωση της γενικότερης  οικονομικής πολιτικής καθώς η ποικιλία διαθέσιμων κυβερνητικών πολιτικών και ο χώρος πολιτικής δράσης, εξαρτώνται από την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και της πολιτικής επιρροής. Εν προκειμένω, για να αναλύσουμε τη συμπεριφορά της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και τις επιδράσεις τους στη χρηματιστηριακή αγορά κατά τη διάρκεια μίας περιόδου, στην οποία μια κυβέρνηση εναλλάσσεται λόγω καθοδηγούμενων πολιτικών σε εναλλακτικές υποθέσεις.

Η δυναμική της χρηματιστηριακής αγοράς έχει μεγάλη σημασία για την απεικόνιση των διαρθρωτικών πτυχών της αγοράς και για τη διερεύνηση των δράσεων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της εγχώριας αγοράς συναλλάγματος με νομοθετικές διαδικασίες, όπως τον Ν. 1083/1980 για την διαμόρφωση του νομισματικού πλαισίου[1] και τις οικονομικές τριβές και στους  αρ. 49 έως 56 που διατυπώνουν μια σαφέστερη υποχρέωση της κυβέρνησης να σταθεροποιήσει την οικονομία έναντι άλλων κοινοτικών νομισμάτων.

Η Απεικόνιση του Γενικού Δείκτη Τιμών του Χ.Α.Α. 31/12/1980-31/12/1998
1980198119821983198419851986198719881989
10086,5993,4258,2659,1870,95103,86272,65279,65459,43
-13,41%7,88%-37,64%1,58%19,89%46,38%162,34%2,64%64,29%
199019911992199319941995199619971998 
932,00809,71672,31958,66868,91914,15933,481.479,632.737,55
102,86%-13,12%-16,97%42,59%-9,36%5,21%2,11%58,50%85,02%

– Χ.Α.Α. (1998): Ετήσιο Στατιστικό  Δελτίο 1997 και Η.Δ.Τ. σελίδα  16 .

Οι προσαρμογές οικονομικής πολιτικής πραγματοποιούνται από την κυβέρνηση με υγιείς δημοσιονομικές θέσεις ως απάντηση σε πιθανά προβλήματα που προκαλούνται από την απώλεια της εθνικής νομισματικής πολιτικής. Η συμμόρφωση στη κατευθυντήρια οδηγία[2] για τη ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων με τα Π.Δ. 170/1986 και 207/1987 περιγράφει τις διαδικασίες για την ενσωμάτωση τόσο των στόχων για τον πληθωρισμό και του ισοζυγίου πληρωμών καθώς και τον τρόπο επίτευξης αυτών, μέσω σχετικών πολιτικών[3].

Έτος/Στόχοι198519861987
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (δισ. δολ. Η.Π.Α.)-3,28-1,7 (-1,77)-1,25 (1,22)
Ποσοστιαία μεταβολή του Δ.Τ.Κ. (Δεκ./Δεκ.)25,016,0 (16,9)10,0 (15,7)
Δανειακές ανάγκες του Δημοσίου, ως % του Α.Ε.Π. (ταμειακή βάση)17,913,9 (14,1)9,9 (13,5)

Η θεσμική αρχιτεκτονική σχεδιασμού νομισματικής πολιτικής υποκαθιστά την υποχρέωση των εκλεγμένων κυβερνήσεων να παρεμβαίνουν στο σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής μέσω της Νομισματικής Επιτροπής όπως αναφερόταν στον αρ. 1 του Ν. 1266/1982. Οι δε μορφές οικονομικών ρυθμίσεων που έπρεπε να εφαρμοστούν προτού η χώρα εισέλθει σε κατάσταση νομισματικής ολοκλήρωσης, με την οδηγία 88/361 Ε.Ο.Κ. εκκρεμούν. Η παράμετρος τελμάτωσης πίσω από τις αλλαγές του κανονισμού με ημερομηνία την 31.12.1992 ήταν η αντιμετώπιση της εσωτερικής δομής μέχρι τέλους του 1994 όταν και εκδίδεται η οδηγία 92/122 σχετικά με τα πρότυπα της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων.

Το κείμενο της συνθήκης του Μάαστριχτ (1991) προσάγει τον καθορισμό προτεινομένων μέτρων όσον αφορά την κανονιστική κάλυψη της υποχρέωσης και του ελέγχου και τις κατευθυντήριες γραμμές για μια ενιαία νομισματική ένωση. Η υιοθέτηση μιας ενιαίας νομισματικής ένωσης συνοδεύεται από τη σύγκλιση των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών με κύριες συνιστώσες  την συμμόρφωση  του δημοσίου ελλείμματος στο 3% του Α.Ε.Π., το οποίο συνάδει[4] με την απομείωση του δημόσιου χρέους στο 60% του Α.Ε.Π., καθώς η προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής έπεται του δημοσιονομικού ελέγχου.

Έτος Στόχοι199419951996199719981999
Μεγέθυνση Α.Ε.Π. (%)1,1 (2,0)1,2 (2,1)1,7 (2,4)2,6 (3,6)3,0 (3,4)3,5 (3,4)
Πληθωρισμός (%)10,8 (11,0)7,9 (9,0)6,1 (8,2)3,9 (5,6)3,5 (4,5)3,3 (2,3)
Ανεργία (%)10,1 (8,9)10,4 (9,1)10,2 (9,8)9,7 (9,8)8,9 (11,4)7,9 (12,3)
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών  (% Α.Ε.Π.)-2,9 (0,2)-2,5 (-0,9)-2,2 (-2,4)-2,0 (-2,1)-1,8 (-3,5)-1,8 (-5,7)
Δανειακές ανάγκες γενικής κυβέρνησης (% Α.Ε.Π.)12,5 (9,9)10,1 (10,2)7,0 (7,4)4,2 (4,0)2,4 (2,5)0,9 (1,8)
Χρέος γενικής κυβέρνησης (% Α.Ε.Π.)112,1 (107,9)115,1 (108,7)115,3 (111,3)113,4 (108,2)109,3 (105,8)103,4 (112,3)

Η οικονομική αρχιτεκτονική προσδιορίζει τις λειτουργίες με τις οποίες ορισμένα μέτρα που συνδέονται με τα προγράμματα δημοσιονομικών στόχων, διασφαλίζουν τον επαρκή δημοσιονομικό χώρο με περιορισμένο βάθος στην άσκηση νομισματικής πολιτικής[5]. Η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να διαδραματίσουν ισχυρότερο ρόλο για τον συντονισμό της πραγματικής οικονομίας.  Οι κανόνες που προκύπτουν από την επέκταση της κυβερνητικής πολιτικής στην εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας και  στον εν γένει σχεδιασμό πολιτικών[6] ενισχύουν την αξιοπιστία της πολιτείας ενώπιον των αγορών. Η χρήση δε ενός πλαισίου σε περιόδους πίεσης της αγοράς για την εφαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων της οικονομίας ή του δικαίου στη δομή του τραπεζικού συστήματος (αρ. 4 του Ν. 2548/1997)  και της οικονομίας για τον συντονισμό ευρύτερων μέτρων προκειμένου να εκτελείται στο πλαίσιο των νομοθετικών κειμένων του Π.Δ. 96/1993 η συμμόρφωση και οι κανονιστικές ρυθμίσεις της  ελληνικής χρηματαγοράς. Τα παρακάτω γεγονότα επηρέασαν τον συντονισμό των οικονομικών επιδιώξεων οι οποίοι κατανέμονται πέραν της πενταετούς περιόδου:

Η Απεικόνιση των Κλαδικών Δεικτών του Χ.Α.Α. 1992-1998
Κλαδικός ΔείκτηςΗμερ/νία Βάσεως 1001992199319941995199619971998
Τραπεζών31.12.1980809,481.005,71.034,581.160,291.413,812.303,305,799,42
Ασφαλειών31.12.1980619,41805,09501,74315,20314,77734,951.290,89
Ετ. Επενδύσεων31.12.1980312,60420,80361,96325,75335,00597,33876,48
Ετ. Χρηματοδ. Μισθ.31.12.1987346,02397,02318,14295,77227,55259,28343,02
Βιομηχαν. Ετ.31.12.1980493,15826,31709,39743,29717,401.160,281.714,03
Διαφόρων Ετ.31.12.1980919,45782,86716,06623,34975,421.897,31
Κατασκευαστ. Ετ.31.12.1980704,25675,49412,97445,97502,15
Εταιρειών Συμμετοχών31.12.1980557,81707,04677,271.291,762.155,99
Παράλληλης Αγοράς31.12.1994107.3871,4077,53208,66
Όλων των μετοχών04.01.1988233,20339,07326,54344,50346,03845,88
Γενικός Δείκτης31.12.1980672,31958,66868,91914,15933,481.479,632.737,55

– Χ.Α.Α. (1998). Ετήσιο Στατιστικό  Δελτίο 1997 και Η.Δ.Τ. του  Χ.Α.Α. τις 31/1/2/1998 για την ένατη στήλη σελίδα  4.

*Η Παράλληλη Αγορά συστάθηκε διά του αρ. 32 του Ν. 1806/1988.  Περί ιδρύσεως προτάθηκε με το Π.Δ. 489/1989  όπ. αναφ. Φ.Ε.Κ. Α’ 209/26.09..1989 όπου  η τροποποίηση των όρων διά του Ν. 2651/1998 της εισαγωγής των εταιρειών που εισρέουν στην Παράλληλη Αγορά με επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της επέκτασης του αριθμού των εταιριών που επιτελέσει διά της οδηγίας 72/279 της Ε.Ο.Κ. περί συντονισμού των κινητών αξιών  σε χρηματιστήριο αξιών.

Η υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών υπήρξε οδηγός στην περαιτέρω προετοιμασία  ( με βάση τον Ν. 2000/1991) της αγοράς για το άνοιγμα του χρηματιστηριακού τομέα πριν τη πλήρη εφαρμογή με το αρ. 101 του Ν. 2533/1997 από τη κυβέρνηση, με παράλληλη διατήρηση ουδέτερης πολιτικής στάσης. Εν ολίγοις, ο σχεδιασμός[7] πρέπει να συμπληρώνει τις αγορές και το κράτος να διορθώνει τα πλαίσια μέσα στα οποία άρχεται η αγορά. Τα μέρη προσχωρούν σε αυξήσεις κεφαλαίου μέσω του χρηματιστηρίου καθώς επαφίεται ότι οι προσδοκίες για τις οικονομικές συνιστώσες αποτελούν τη βάση για τις αναπροσαρμογές των συγχωνευμένων τραπεζών συγκεντρώνοντας 208 δισ. δραχμές περίπου, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση των πραγματοποιηθεισών προβλέψεων έναντι των επισφαλών προβλέψεων κατά 32,5%.

Το 1996 ο τραπεζικός τομέας εντείνει την πίεση για μέτρα πολιτικής σε σχέση με την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία  ανέρχεται σε 980 δισ. δραχμές, όπου το 54,1% αντιπροσώπευε τα καθαρά έσοδα τόκων, το 28,8% καθαρά έσοδα προμηθειών και το 17,1% από παρεπόμενες δραστηριότητες με 25 πιστωτικά ιδρύματα ελληνικών συμφερόντων με 2.339 υποκαταστήματα και με την λειτουργική δομή των 21 ξένων τραπεζών να ανέρχονται σε 94 υποκαταστήματα. Τις σχέσεις μεταξύ αυτών των εναλλακτικών διαστάσεων πολιτικής αντιμετώπισαν οι περισσότερες τραπεζικές συγχωνεύσεις στο πλαίσιο της χρηματιστηριακής αγοράς. Τα κίνητρα ενοποίησης με επίκεντρο τον αντίκτυπο στους καθοριστικούς παράγοντες της δραστηριότητας μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών στον τραπεζικό κλάδο “Μακεδονίας-Θράκης, Κρήτης, Αθηνών, Κεντρικής Ελλάδος, Ιονική” όπου συντελείται η αναστύλωση του τραπεζικού πυλώνα παρατάσσονται στην κείμενη νομοθεσία του Ν. 1806/1988, όπου επιτάσσεται ο εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Κατηγορία Εσόδων (εκατ. Δρχ)19961995Μετ. (%)
Καθαρά έσοδα τόκων530,118420,79025,98
Έσοδα από τίτλους36,47235,9561,44
Καθαρά έσοδα προμηθειών282,891231,84622,02
Έσοδα χρηματοοικονομικών πράξεων88,47166,40433,23
Λοιπά έσοδα42,20243,979-4,04
Σύνολο καθαρών εσόδων980,154799,83622,54

-Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (1997). Οι τράπεζες στην Ελλάδα. Ο παραπάνω (Πίνακας) παρατίθεται στο σύγγραμμα του καθηγητού κ. Βαρελάς (2000)  στη σελίδα 86 .

 Το επιμύθιο της χρηματιστηριακής αγοράς τέθηκε διά της σχέσης οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης πριν ληφθούν τα πρώτα στοιχεία πολιτικής καθώς και τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση μετασχηματισμού του χρηματιστηρίου (αρ. 1 του Ν.2324/1950), οπού περιγράφονται μόνιμες και μεταβατικές πολιτικές.

jus cudendae manetae

η κατοχύρωση του κυρίαρχου δικαιώματος του εκάστοτε κράτους να κόπτει ή να εκδίδει νόμισμα

Βιβλιογραφία:

  1. Τράπεζα της Ελλάδος (1978). Τα πρώτα πενήντα χρόνια λειτουργίας της Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα.
  • Προδρομίδη, Κ. Π. και Δημητράδου-Κοτσίκου Χ. (1980). Η ζήτηση χρήματος στην Ελλάδα: Οικονομετρική Διερεύνηση με τριμηνιαίες παρατηρήσεις. Αθήνα, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
  • Τράπεζα της Ελλάδος (1982). Η Ελληνική Οικονομία (Τομ. 2). Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών, Αθήνα.
  • Θωμαδάκης Σ. και Ξανθάκης Μ. (1989). Το χρηματοπιστωτικό σύστημα: Εισαγωγή στις χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές. Δελτίο Ε.Ε.Τ., τεύχος 23, γ’ τρίμηνο.
  • Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (1990). Κοινοτικές ρυθμίσεις του Χρηματοπιστωτικού Τομέα. Αθήνα, Αντ. Ν.Σάκκουλα.
  • Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων. (1995). Για ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1996. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 1994 ΚΑΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1994. Αθήνα, Τυπογραφείο της Βουλής.
  • Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (1998). Ετήσιο Στατιστικό Δελτίο 1997, Αθήνα.
  • Συριόπουλος, Κ. (1999). Διεθνείς Κεφαλαιαγορές (Τομ. 1): Θεωρία και Ανάλυση. Θεσσαλονίκη, Ανικούλα.
  • Βαρελάς, Γ. Ε. (2000). Ειδικά Θέματα Νομισματικής Θεωρίας. 1η έκδοση, Αθήνα,  Μπένου.
  1. Τσιμπρής Ρ. Μ. (2001). Η Νομοθεσία της Κεφαλαιαγοράς. Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλα.

[1]Η ελληνική κυβέρνηση ετέθη αβίαστα διά της Συνθήκης Προσχωρήσεως – Σ.Π. της Ε.Ο.Κ. να απελευθερώσει την κίνηση κεφαλαίων και τις άδηλες συναλλαγές μέχρι τις 31/12/1985 όπ. αναφ. (Φ.Ε.Κ. Α’ 170/02.07.1979) αναστέλλοντας τη διαδικασία για την απελευθέρωση της κινήσεως κεφαλαίων μέχρι τέλους του 1985. Αντ’ αυτού επέρχεται η υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου κατά 15,5% στις 09/01/1983 και κατά 15% στις 12/10/1985 αντιστοίχως.

[2]Η οδηγία 88/361/Ε.Ο.Κ. οπού υπέστη τροποποίηση και αντικατάσταση των οδηγιών 85/583 και 85/566  ελήφθη καταληκτική ημερομηνία η 30/06/1990.  Η μέγγενη της κινήσεως κεφαλαίων και η επακόλουθη σταδιακή απελευθέρωση συνίστατο στην θέσπιση του Π.Δ. 96/1993, οπού επέρχεται η πλήρης άρση από 01/07/1994. Η έκθεση της Τ.τ.Ε. για την επικείμενη απελευθέρωση της κινήσεως κεφαλαίων και η ενοποίηση των χρηματικών αγορών […] αποτελείτο ευκαιρία αλλά ταυτοχρόνως και πρόκληση. Ευκαιρία για την εκμετάλλευση και αξιοποίηση του δυνητικού οφέλους  από την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα  των μηχανισμών της αγοράς και πρόκληση για την επιτυχή αντιμετώπιση φαινομένων νομισματικής αστάθειας. (1993,  σελίδα 46).

[3] Η μελέτη της Τ.τ.Ε. κατά το έτος εκπόνησης 1982 περικλείει την πληθωριστική έξαρση της διετίας 1979-1980 […] ιδιαίτερη ευαισθησία του εσωτερικού επιπέδου τιμών της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς ανατιμητικές τάσεις […] και την υψηλή προς τα άνω ελαστικότητα των εγχώριων τιμών σε μια δεδομένη αύξηση των τιμών στην παγκόσμια αγορά (ειδικότερα των πετρελαιοειδών και των πρώτων υλών). (1982,  σελίδα 55).

[4]Ενδείκνυται η σημασία της συμφωνίας του Μάαστριχτ στα πρακτικά της (Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων) όπου περιελήφθησαν επί της θέματικής υπό την αγόρευση του Υφ. Οικονομικών κ. Δημήτριου Γεωργακόπουλου αυτολεξεί (Δεν υπάρχουν περιθώρια άγονων ανταγωνισμών στην Οικονομία καθώς έχουν κατανοήσει οι πάντες, έστω και αν διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική, ότι η οικονομική πολιτική είναι, πλέον, μονόδρομος […] παραλείπεται μέρος της αγόρευσης) διά των ορίων μιας συνετής πολιτικής όπου υπαγορεύει στοιχειωδώς σε εκτενές μακροπρόθεσμο επίπεδο συγκλίσεως (1995, σελίδα 7).

[5]Η Ν.Ε. υπόκειτο διά των Α.Ν. 685/45 και 588/48  αναγκαστικών νόμων συστάσεως ειδικής επιτροπής εποπτείας της πίστεως υπό την μορφή του αγγλοσαξωνικού δικαίου. Επρόκειτο για καθαρά εποπτικό εργαλείο το οποίο έπεται πολιτικής χρήσης (Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου, Υφ. Εθνικής Οικονομίας και ακολούθως του Διοικητή της Τ.τ.Ε.). Η Τ.τ.Ε. συγκροτούσε και συσπείρωνε τις εργασίες της επιτροπής καθώς εφιστούσε δια της παρούσης κανονιστική εξουσία κυβερνητικής φύσης. Η κατάργηση της επιτροπής περιστέλλει τον έλεγχο της κυβερνητικής πλειοψηφίας, όπου τα προσκείμενα εργαλεία της ιδιάζουσας πολιτικής έπονται διά της άσκησης του Διοικητού της Τ.τ.Ε. καθιστώντας αρμόδιο για την κανονιστική εποπτεία που επιτελεί των εργασιών της διαπιστωτικής εποπτείας που άρχεται του Ν.Δ. 588/48 περί ελέγχου της πίστεως.

[6]Η περίοδος του πρώτου εξαμήνου (1989) αποβαίνει στην συναρμογή των ελλειμμάτων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπου προσέρχονται των εκλογών του Ιουνίου και Νοεμβρίου του 1989. Η χρηματιστηριακή αγορά έως το Μάρτιο του 1989 αντιτάσσεται στα ίδια επίπεδα τιμών, οπού παρατάσσεται στις συναλλαγές όπου το 1988 ανήλθαν στα 49 δισ. δρχ. έναντι 61,5 δισ. δρχ. του 1987.

[7]  Η επισήμανση της Τ.τ.Ε. στην επετειακή έκθεση του 1978 για την χρηματιστηριακή εκτίναξη όπου παρατηρείται […] Η υψωτική τάση που έχει εκδηλωθεί (στο Χρηματιστήριο) από το 1968 εξελίχθηκε το 1972 σε αλματώδη άνοδο. Την κερδοσκοπία την τροφοδότησαν τόσο η μεγάλη ρευστότητα που υπήρχε στην οικονομία, όσο και η υψωτική τάση του γενικού επιπέδου τιμών. Μέσα στο γενικό κλίμα κερδοσκοπίας που επικράτησε, η ζήτηση χρηματιστηριακών τίτλων από κάθε κατηγορίας αποταμιευτές κατέστη ολοένα και περισσότερο την περιορισμένη προσφορά τους, με αποτέλεσμα την ραγδαία ύψωση των τιμών τους. (1978,  σελίδα 649-650). Επιπλέον, η καταγραφή από τον καθηγητή κ. Συριόπουλο επίταση των παραγόντων […] Η μικρή διεθνής τραπεζική κρίση του 1973-1974 εμφανίστηκε σε μια περίοδο με πολλές νέες εισαγωγές στην αγορά με την (τότε) προσδοκία της απελευθέρωσης των περιορισμών για ανταγωνιστικότητα και πιστωτικό έλεγχο. Με την απελευθέρωση  των αγορών στα μέσα δεκαετίας του 1980 μέχρι και σήμερα, εμφανίζονται πάλι φαινόμενα φοροδιαφυγής  και κερδοσκοπίας και το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να είναι έτοιμο να αντιδράσει αποτελεσματικά (Συριόπουλος, 1999, σελίδα 111). Τα συναπτά έτη 1996-97 και 1997-98 η ετήσια απόδοση του Γενικού Δείκτη στο χρηματιστήριο είχε κορυφωθεί κατά 58,5% και το 1997-98 86,4% επιδίδοντας τη μήνις της αγοράς.