Γράφει η Παρασκευή Παπά
Το διεθνές σύστημα ισχύος μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, κατά τον οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διπολικό, δεν παύει να μεταμορφώνεται συνεχώς με τελευταία και άκρως σημαντική τομή στη διαμόρφωση του να αποτελεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Νέες ισορροπίες δημιουργούνται διεθνώς με τη Δύση να προσπαθεί να επανασημασιοδοτήσει τον ρόλο της μπροστά στον ρωσικό κίνδυνο. Στο κλίμα αυτό, μία ευρασιατική χώρα με τεράστια γεωπολιτική και ιστορική σημασία έγειρε ερωτηματικά όσον αφορά τη στάση της απέναντι στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για τον δημόσιο διάλογο να επαναστοχαστεί τη θέση της στο διεθνές σύστημα, τις αμφιλεγόμενες κατά καιρούς πρωτοβουλίες της και τα σχέδια της για το μέλλον.
Η Τουρκία αποτέλεσε μία χώρα σταθμό για την παγκόσμια ιστορία. Ξεκινώντας από ένα εμιράτο στη σημερινή βόρεια Τουρκία, οι Οθωμανοί, πρόγονοι των σημερινών Τούρκων, δημιούργησαν μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της ιστορίας φτάνοντας στα μέσα του 16ου αιώνα να ελέγχουν μία επικράτεια από τη Μεσοποταμία μέχρι τα σύνορα της Ουγγαρίας. Τον 17ο αιώνα η αχανής αυτή αυτοκρατορία άρχισε να κλονίζεται από τους ισχυρούς της γείτονες και τις οικονομικές και διοικητικές της αδυναμίες, φτάνοντας στον 18ο και 19ο να έχει περιοριστεί εξαιρετικά σε επικράτεια και σε επιρροή, ανήμπορη να ακολουθήσει τους ρυθμούς της Δυτικής Ευρώπης. Ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος παγίωσε πια την ήττα της Αυτοκρατορίας, καθιστώντας σαφή την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της. Τη διαδικασία αυτή ανέλαβε ο Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, γνωστό στους Έλληνες ως Μικρασιατικό Πόλεμο, απομάκρυνε τις ξένες δυνάμεις από την επικράτεια της Μικράς Ασίας και ίδρυσε το 1923 το σημερινό τουρκικό εθνικό κράτος. Το κράτος αυτό υπέστη μία διαδικασία εκδυτικισμού κατά την οποία περιορίστηκε το ισλαμικό στοιχείο στην πολιτική και κοινωνικά οργάνωση και υπερίσχυσε το κοσμικό.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η πρώτη πρόκληση για το νεοσύστατο κράτος ήρθε με τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε τα πρώτα δείγματα καιροσκοπισμού στην εξωτερική της πολιτική, μία τάση που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο κράτος έκτοτε. Από τα πρώτα έτη του πολέμου, η Τουρκία, όπως διακήρυτταν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, επέλεξε την οδό της ενεργού ουδετερότητας, μία στάση που πρακτικά μεταφράστηκε σε συνθήκες φιλίας και με τα δύο στρατόπεδα και περιστασιακές εδαφικές αξιώσεις από αυτά με αντάλλαγμα την είσοδο της στον πόλεμο σε όποια πλευρά την ωφελούσε περισσότερο. Η τελική απόφαση πάρθηκε μόλις λίγους μήνες πριν το τέλος του πολέμου, όταν η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1945, μία εποχή που είχε ξεκινήσει να δομείται το μεταπολεμικό καθεστώς, αυτό του Ψυχρού Πολέμου.
Την εποχή αυτή, η Τουρκία απέκτησε μία αρκετά πιο ξεκάθαρη κατεύθυνση προς την δυτική πλευρά προσχωρώντας στο ΝΑΤΟ το 1952 μαζί με την Ελλαδα και διαφυλάσσοντας τα αμερικανικά συμφέροντα από την εξαιρετικά προνομιακή γεωπολιτική της θέση. Η προσπάθεια ένταξης της στη Δύση επικυρώνεται και με οικονομικούς όρους αφού το 1961 υποβάλει αίτηση Συνδέσεως με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τον προκάτοχο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως ποτέ να προχωρήσει σε πλήρη προσχώρηση.
Η φιλοδυτική πολιτική της Τουρκίας συνεχίζεται και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1991 κυρίως χάρη στον αμερικανόφιλο πρωθυπουργό και έπειτα πρόεδρο της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ ο οποίος στήριξε με κάθε μέσο τις Η.ΠΑ στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου κατά του Ιράκ, γεγονός που στόχευε την οργανική σύνδεση της Τουρκίας με τον δυτικό συνασπισμό, δεδομένου πάντα του ισλαμικού της χαρακτήρα. Στο κλίμα αυτό, ο Οζάλ προώθησε ιδιαίτερα τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία, ποτέ δεν φαίνεται να ξέχασε το αυτοκρατορικό της παρελθόν, με το φάντασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να την ακολουθεί και να ορίζει την εξωτερική της πολιτική ειδικά από τις αρχές της νέας χιλιετίας. Μία νέα ιδεολογία, την οποία πολλοί αποκαλούν νέο-οθωμανισμό, αναδύεται και ταυτίζεται με τον ηγέτη της χώρας από το 2002 μέχρι και σήμερα Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η κύρια συνιστώσα της ιδεολογίας αυτής, είναι η ανάμειξη της Τουρκίας στην πολιτικη των περιοχών που απάρτιζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο της ακμής της. Στο κλίμα αυτό εντάσσεται η εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ στο πλευρό των Αζέρων τη δεκαετία του ‘90, μία κίνηση που ερμηνεύτηκε ως αξιοποίηση της πτώσης της ΕΣΣΔ για την επανεμφάνιση της τουρκικής επιρροής στον Καύκασο. Από την ελληνική πλευρά, ο όρος νέο-οθωμανισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο που σηματοδοτεί για τους Έλληνες την απαρχή της νέας περιόδου τουρκικής επιθετικότητας προς τους γείτονές της.
Η μακρά περίοδος της κυβέρνησης Ερντογάν θα μπορούσε πρωτίστως να χαρακτηριστεί από την αναβίωση της σημασίας του Ισλάμ για την τουρκική πολιτική, μία ιδεολογία που το κεμαλικό καθεστώς είχε απορρίψει ως τροχοπέδη για την πρόοδο του κράτους. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Ερντογάν το ισλαμικό στοιχείο παραμένει μετριοπαθές, καθώς οι κοσμικοί δρώντες φάνηκαν να εξυπηρετούν τον Ερντογάν για την εδραίωση του στην πολιτική σκηνή. Την πρώτη αυτή περίοδο, η Τουρκία δεν φαίνεται να παραγκωνίζει τον δυτικό της προσανατολισμό με βασικότερη ένδειξη την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005, μία διαδικασία που μέχρι σήμερα δεν προχωρά ιδιαίτερα.
Ο νέο-οθωμανισμός και το Πολιτικό Ισλάμ θα κυριαρχήσουν στην εξωτερική πολιτική της χώρας μετά το 2009 όταν πλέον το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει εδραιωθεί με υπουργό Εξωτερικών τον Αχμέτ Νταβούτογλου, «αρχιτέκτονα» του τουρκικού παρεμβατισμού κυρίως στη Μέση Ανατολή. Η τουρκική εξωτερική πολιτική προώθησε έκτοτε τις σχέσεις συνεργασίας με το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία πριν τη συριακή κρίση, γεγονός βέβαια που συνδέεται άμεσα και με το κουρδικό ζήτημα.
Οι Κούρδοι αποτελούσαν πρόβλημα για την τουρκική πολιτική, με την σύγχρονη έκφανση αυτού να ξεκινά το 1984 με την απαρχή του ένοπλου αγώνα του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) εναντίον της Τουρκίας. Έκτοτε η Τουρκία προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει την διαμόρφωση ενός εθνικού κουρδικού κράτους. Η διαμάχη αυτή οδήγησε την Τουρκία να εμπλακεί στρατιωτικά στον συριακό εμφύλιο, γεγονός που δυσχέρανε εξαιρετικά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες αναδείχθηκαν σε σύμμαχο των Κούρδων της Συρίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία η οποία στήριξε και αυτή τους Κούρδους ως μέσο πίεσης στην Τουρκία.
Η προσπάθεια του Ερντογάν να αναδειχθεί σε ηγέτη του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου της Μέσης Ανατολής εντάθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μετά τον θάνατο του Ερμπακάν, του «πατέρα» του τουρκικού πανισλαμισμού, και την ενδυνάμωση των σχέσεων του ΑΚΡ με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, μία διακρατική οργάνωση ισλαμιστών, τα συμφέροντα της οποίας ο Ερντογάν κλήθηκε να υπερασπιστεί στη Μέση Ανατολή ως η καταλληλότερος συνεργάτης. Αυτή η στροφή προς την Μέση Ανατολή, με μέσα «ήπιας ισχύος», ιδεολογικής δηλαδή επιρροής και σύσφιξης των σχέσεων με τον αραβικό μουσουλμανικό κόσμο, βασίζεται για κάποιους ερευνητές στην αποστροφή της Τουρκίας για τη Δύση λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008 που έφτασε γρήγορα από τις ΗΠΑ στην Ευρωζώνη.
Μία άλλη ανάγνωση της ισλαμιστικής στροφής της τουρκικής πολιτικής τη συνδέει με την τρομοκρατία και τον τζιχαντισμό, εμπλέκοντας το καθεστώς Ερντογάν με παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως ο ISIS και η Χαμάς, η υποστηρίξη της οποίας από τον το ΑΚΡ στα παλαιστιανικά επέφερε την επιδείνωση των σχέσεων του με τον παραδοσιακό της σύμμαχο, το Ισραήλ.
Ο τουρκικός καιροσκοπισμός και η προσπάθεια της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια με μεγαλύτερη απόδειξη την εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη ως επισφράγισμα της στρατηγικής της επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιθετικότητα της στο Αιγαίο, καθώς και η διαρκής αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και των συνόρων με την Ελλάδα θα μπορούσαν να καταδείξουν ερμηνευτικά πως η Ελλάδα «ενοχλεί» αυτόν τον νέο ρόλο που φιλοδοξεί να κερδίσει η Τουρκία, του ρυθμιστή των εξελίξεων. Στο πλαίσιο εντάσσεται η αμφιλεγόμενη διπλωματική της συμπεριφορά όσον αφορά τον πόλεμο της Ουκρανίας. Η άρνηση της Τουρκίας να συμμετάσχει στις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, καθώς και η πρωτοφανής σύσφιξη των σχέσεων του Ερντογάν με τον πρόεδρο Πούτιν, μία συμπεριφορά εκ διαμέτρου ασύμβατη με την ιδιότητα της ως μέλος του ΝΑΤΟ αποδεικνύουν πως η Τουρκία επιλέγει έναν μεσολαβητικό ρόλο, αποφεύγοντας συγκρουσιακές συμμαχίες.
Η απουσία ενός ξεκάθαρου προσανατολισμού, το μετέωρο ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή φαίνεται να επιλέγει η γειτονική χώρα, προσπαθώντας να επανακάμψει τις σχέσεις της με χώρες όπως η Αρμένια και το Ισραήλ, να εντείνει την προβολή της ως προστάτιδα χώρα του μουσουλμανικού στοιχείου και συμμάχου του αραβικού, να συνεχίσει να απολαμβάνει τα νατοϊκά προνόμια, να δημιουργεί νέα ενεργειακά δίκτυα και να απομακρύνει επικίνδυνους γείτονες. Μία χώρα απομακρυνόμενη από τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων να προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για την ανάδυση της δικής της, σε ένα πρόσφορο πολυπολικό διεθνές σύστημα εις μνήμην του αυτοκρατορικού της παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
Donald Quataert (2006). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία – Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Jose Miguel Alonso-Trabanco (2022). Turkey as an Aspiring Great Power. Geopolitical Monitor. Διαθέσιμο σε: https://www.geopoliticalmonitor.com/turkey-as-an-aspiring-great-power/?fbclid=IwAR2GF0Q8IieTz7QwKsIPIfpa92Bj0GonBW8CJURI5HAbi7hKfNMv9xdjkHc
Παπασύρη Ευαγγελία (2019). Το Κουρδικό ζήτημα στην Τουρκία υπό το ΑΚΡ. Hellanicus. Διαθέσιμο σε: https://hellanicus.lib.aegean.gr/handle/11610/18862?show=full&fbclid=IwAR0DZI75UCfGNWT0YqrtTpAzxvBjmbrKXuuZ2Vm1U5BgtEJyzKKLcCOoywc
Σωτήρης Ρούσσος (2020). Μουσουλμανική Αδελφότητα: Το όχημα του Ερντογάν για να κυριαρχήσει και οι υπόγειες διαδρομές του δικτύου. TA NEA. Διαθέσιμο σε: https://www.tanea.gr/2020/09/12/politics/mousoulmaniki-adelfotita-to-oxima-tou-erntogan-gia-na-kyriarxisei-kai-oi-ypogeies-diadromes-tou-diktyou/?fbclid=IwAR2qNOprWUKrWwkaJXzVQbZpDBgY-tZ2RjuYFYCkLFwe0NBuAakqWKmH2O8
Παράσχος Παλλιούδης (2021). Ο Πόλεμος του Ναγκόρνο Καραμπάχ και η Τουρκική Πολιτική (Διπλωματική Εργασία). Ψηφίδα. Διαθέσιμο σε: https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/26355/4/PallioudisParaschosMsc2021.pdf