γράφει η Θεοπούλα Παπάνια
Ανέκαθεν η Τουρκία αποτελούσε σημαντική γεω-στρατηγική, και κατ’ επέκταση γεωπολιτική παρουσία, ίσως ακόμη και κατά διάρκεια που η τότε Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν γνωστή ως ο μεγάλος «Ασθενής της Ευρώπης» λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων του ανατολικού ζητήματος. Από τη γέννηση της μέχρι και σήμερα η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας τόσο με άξονα τον χρόνο, όσο και με άξονα το βάθος, παραμένει αφενός η ίδια, από άποψη σπουδαιότητας, αφετέρου διαφορετική, από την άποψη του τομέα τον οποίο καταλαμβάνει.
Μολονότι η περίοδος της αποικιοκρατίας και των ιμπεριαλιστικών τακτικών θεωρήθηκε ως μία ευκαιρία εξάπλωσης των αυτοκρατοριών του κόσμου, η τήρηση αμυντικής στάσης καθιερώθηκε σταδιακά στη κύρια πολιτική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία αποκρυσταλλώθηκε στην αντίληψη της απόλυτης κυριαρχίας ή της απόλυτης εγκατάλειψης. Μετά το 1945 η Τουρκία θέλησε να «δυτικοποιηθεί» και έτσι με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ μετατράπηκε σε μία περιφερειακή δύναμη στη χερσόνησο της Ανατολίας δημιουργώντας μια σχέση αλληλεξάρτησης και ένα φαύλο κύκλο μεταξύ των περιφερειακών και συνάμα νατοϊκών της δεσμεύσεων καθώς η δράση της υπέρ των πρώτων θίγει ζήτημα στρατηγικής αξιοπιστίας κατά των δεύτερων. Αντιστρόφως, η εκτέλεση και εφαρμογή δράσεων υπέρ των δεύτερων συμβάλλει στην απομάκρυνση της Τουρκίας από την περιοχή της.
Σε αντίθεση με τη, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περίοδο, όπου η Τουρκία ήταν θερμή υποστηρίκτρια της διατήρησης του status quo, σήμερα αποβλέπει στο να μετατρέψει σταδιακά τη περιφερειακή της στρατηγική σε παγκόσμια. Ανεξαρτήτως των διεθνών συμμαχιών, η Τουρκία, εξαιτίας της κεντρικής της θέσης στο διάβα του ευρασιατικού σταυροδρομίου, είναι επιρρεπής στο να κάνει ένα βήμα πίσω στην ευρωπαϊκή πλευρά καθόσον εισχωρεί περισσότερο στην ασιατική. Αντιστρόφως, κάθε νέα σύσφιξη των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων προλειάνει το έδαφος για την απομάκρυνση της χώρας από τους ασιατικούς γείτονες της.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια επαναπρογραμματισμού κάθε πτυχής της Τουρκίας, για την υλοποίηση του οποίου ο Αχμέτ Νταβούτογλουπροέβη σε ένα «φιλτράρισμα» της τουρκικής πραγματικότητας με σκοπό την δημιουργία ενός νέου οθωμανικού κοσμικού, ισλαμικού και δημοκρατικού προφίλ. Ως λέξεις – κλειδιά αυτού, ανάγονται το στρατηγικό βάθος και η ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ανεξαρτησίας στις γύρω από την Τουρκία περιοχές. Η Τουρκία θα πρέπει να επανεξετάσει τις σχέσεις τις με τα κέντρα ισχύος στοχεύοντας την προσοχή της στα πεδία γεωπολιτικής επιρροής που βρίσκονται στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στα Βαλκάνια), στη Μέση Ανατολή, στη Βόρειο Αφρική, στον Καύκασο και ταυτόχρονα στον θαλάσσιο χώρο που τη περιβάλλει. Αποτελώντας μία χώρα με καίρια στρατηγική θέση στις προαναφερθείσες περιοχές, η Τουρκία αντιλαμβάνεται τις τουρκικές μειονότητες εκτός των εθνικών της συνόρων, ως αναπόσπαστα κομμάτια της τουρκικής πολιτικής, τα οποία λειτουργούν ως δίαυλοι επικοινωνίας και κατ’ επέκταση ανάμειξης στα εσωτερικά με τις εκάστοτε χώρες.
Αναφορικά με την περιοχή των Βαλκανίων, η τουρκική εξωτερική πολιτική αποβλέπει αφενός μεν στην εγκαθίδρυση καταστάσεων σταθερότητας, αφετέρου δε στη δημιουργία μιας «ομπρέλας ασφαλείας» υπό την οποία θα συγκεντρωθούν όλες οι εθνικές μειονότητες και με αυτο το πρόσχημα, η Τουρκία θα δύναται να εισχωρεί στο εσωτερικό των εκάστοτε χωρών για ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές κοινότητες αποτελώντας ένα αντιστάθμισμα στην ρωσική επιρροή. Στη σημερινή πραγματικότητα ένα παράδειγμα πεδίου γεωπολιτικής επιρροής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί η Κύπρος.
Παρόλο που ο προσανατολισμός της χώρας καθορίζεται πάντα στη βάση της επίτευξης του μέγιστου οφέλους και των μηδενικών, κάθε είδους, απωλειών, η Τουρκία κατακλύζεται από ανισόρροπες τάσεις, με την έννοια της αμφιταλάντευσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βέβαια ο καθοριστικός ρόλος της Τουρκίας στον ενεργειακό τομέα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύει ένα πιο δυναμικό προφίλ της με συνεχείς παρεμβάσεις σε περιφερειακά προβλήματα με παγκόσμιους όμως παίκτες. Η προσπάθεια αντιστάθμισης της έλλειψης ενεργειακών πόρων της χώρας με την παροχή υδάτων στις χώρες που εμφανίζουν άμβλυνση της πρόσβασης σε πόσιμο νερό αποτελεί μία από τις παραμέτρους που ενισχύουν την δυναμική της χώρας στον τομέα της ενέργειας.
Βιβλιογραφία