Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις αποτελούν σημαντικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και βρίσκονται στην ατζέντα με τα θέματα μείζονος πολιτικού ενδιαφέροντος. Το παρόν άρθρο εξετάζει την πορεία των διμερών σχέσεων των δύο χωρών στη διάρκεια της οποίας επικράτησε ένα κλίμα διαλόγου και συνεργασίας σε διάφορους τομείς ενώ δεν έλειψαν και οι συγκρούσεις σε ακανθώδη ζητήματα τα οποία δημιουργούν κατά καιρούς καχυποψία ανάμεσα στις δυο πλευρές. Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν πλήρως το 1971 και έκτοτε παρατηρείται έντονη δραστηριοποίηση τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Ελλάδα αποτελεί τον σημαντικότερο εταίρο της αλβανικής οικονομίας στον τομέα των επενδύσεων, με την αξία των περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται σε ελληνικές εταιρίες να αγγίζει τα 1.2 δις., ευρώ. Επιπλέον στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Ελλάδα δέχτηκε ένα αρκετά μεγάλο κύμα μεταναστών από την Αλβανία. Οι Αλβανοί μετανάστες έχουν ενσωματωθεί πια στην ελληνική κοινωνία αποτελώντας οργανικά της στοιχεία και μάλιστα όλοι εκείνοι που διαμένουν νόμιμα στη χώρα σύμφωνα με το μεταναστευτικό νόμο 2910/2001 διαθέτουν ίσα δικαιώματα με αυτά των Ελλήνων στην εθνική ασφάλιση και την κοινωνική προστασία. Όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία το ποσοστό φοίτησης μαθητών με αλβανική καταγωγή/υπηκοότητα στα ελληνικά σχολεία φτάνει το 71,5 του συνόλου των αλλοδαπών μαθητών.
Εντούτοις σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής αρκετά είναι τα επουσιώδη ζητήματα τα οποία παραμένουν ανοιχτά. Η ελληνική πλευρά θέτει ως βασική προτεραιότητα τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην αλβανική επικράτεια όπου η παρουσία γηγενούς πληθυσμού χρονολογείται ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. Παρότι αποτελεί τη μεγαλύτερη μειονότητα εντός του αλβανικού χώρου και παρά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου <<περί προστασίας των μειονοτήτων>> βρέθηκε πάλι στο στόχαστρο από την αλβανική κυβέρνηση του Έντι Ράμα. Περί τα μέσα του Οκτώβρη οι αλβανικές αρχές με πρόσχημα την ανάπλαση της πόλης δε δίστασαν να προχωρήσουν σε κατεδαφίσεις σπιτιών ομογενών αφού πρώτα έστειλαν ειδοποιητήρια σε 19 οικογένειες της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου προκειμένου εντός πέντε ημερών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση της ελληνική κυβέρνησης με τον υπουργό εξωτερικών Νίκο Κοτζιά να επαναβεβαιώνει τη δυνατότητα της Ελλάδας να εγείρει ενστάσεις στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας με βάση τα μειονοτικά δικαιώματα.
Αχίλλειο πτέρνα αποτελεί το ζήτημα των θαλάσσιων συνόρων μετά την ακύρωση της υπογεγραμμένης συμφωνίας του 2009 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών μέσω του Ανωτάτου Δικαστηρίου που την έκρινε αντισυνταγματική. Μάλιστα πριν από ένα περίπου χρόνο στην αλβανική Βουλή έντονη ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση του Έντι Ράμα και την αντιπολίτευση του Σαλί Μπερίσα που κατηγόρησε τον νυν πρωθυπουργό πως λειτούργησε έναντι αμοιβής για λογαριασμό της Τουρκίας έτσι ώστε να απορριφθεί η ελληνοαλβανική συμφωνία για τη διευθέτηση των ορίων των θαλάσσιων ζωνών. Η επίτευξη μιας τόσο αξιοσημείωτης συμφωνίας που θα έδινε στη Ελλάδα την ευκαιρία να καθορίσει για πρώτη φορά τα θαλάσσια όριά της μεταξύ άλλων θα δημιουργούσε προηγούμενο το οποίο θα μπορούσε να προτάξει η ελληνική πλευρά κατά τη διαπραγμάτευση της οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων της με την Τουρκία. Για αυτό και οι δηλώσεις για την εμπλοκή της Τουρκίας στο <<διαζύγιο>> της ελληνοαλβανικής συμφωνίας δε φαίνονται ανυπόστατες.
Ως ζήτημα το οποίο η κάθε πλευρά αντιμετωπίζει με διαφορετική προσέγγιση χαρακτηρίζεται εκείνο των Τσαμικών διεκδικήσεων. Οι Τσάμηδες αποτέλεσαν συμμάχους τόσο των Ναζί όσο και των Ιταλών εναντίον των ανταρτών και κατατροπώθηκαν από ένοπλες ομάδες του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα που πλέον βλέποντας το τέλος να πλησιάζει πιο γρήγορα απ’ ότι υπολόγιζαν πήραν τις οικογένειες τους και έφυγαν από την περιοχή. Με αποφάσεις δικαστηρίων τούς αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, ενώ η ακίνητη περιουσία τους απαλλοτριώθηκε και αποδόθηκε σε ντόπιους. Οι τσάμηδες θέτουν ανοιχτά ζήτημα εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας και δηλώνουν πως δε συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Μάλιστα στις 30 Ιουνίου 1994 η Αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27η Ιουνίου ως ημέρα “γενοκτονίας” των Τσάμηδων. Η Ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει πάγια τη θέση πως το ζήτημα αυτό δεν υφίσταται και πως οι Τσάμηδες αποδεδειγμένα προέβησαν σε εγκληματικές πράξεις εναντίον της Ελλάδας.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια παρά τη στενή οικονομική συνεργασία των δύο κρατών οι αναθεωρητικές τάσεις που παρουσιάζει η Αλβανία δημιουργούν ένα αίσθημα δυσπιστίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα γειτονικά κράτη των Βαλκανίων. Σύμφωνα με δημοσκόπηση, το 62% του αλβανικού πληθυσμού υποστηρίζει την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας, σχέδιο που για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται την προσάρτηση περιοχών από κάθε κράτος που γειτνιάζει με εκείνη. Η Ελλάδα στήριξε την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ ενώ συνεχίζει να είναι υποστηρικτική ως προς την ευρωπαϊκή της πορεία. Καθότι λοιπόν υπάρχει εκπεφρασμένη πολιτική βούληση για συνεργασία σε όλους τους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος συνίσταται καλή πίστη και από τα δύο μέρη. Οι τυχοδιωκτικές πρακτικές στις οποίες έχει στηρίξει η αλβανική πλευρά την εξωτερική της πολιτική δυσχεραίνουν τις διμερείς τους σχέσεις και κινδυνεύουν να αντιστρέψουν το καλό κλίμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο λαούς.
Πηγές:
http://www.foreignaffairs.gr/articles/68831/giannis-balinakis/to-sxedio- «ellas-epi-tessera»?page=show