Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Ιστορία και Πολιτισμός

Τα Ιατρικά Πειράματα των Ιαπώνων και τα Εγκλήματα Πολέμου της Μονάδας 731

Γράφει ο Κωνσταντίνος Δήμου

Στην πλειοψηφία τους, οι πολίτες των δυτικών κοινωνιών είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα του Ολοκαυτώματος και με τις θηριωδίες που διέπραξαν οι Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, σπανίως γίνεται λόγος για το «άγνωστο Ολοκαύτωμα» το οποίο έλαβε χώρα στην Αυτοκρατορική Ιαπωνία στην περιοχή της Μαντζουρίας, στα πλαίσια ενός ερευνητικού προγράμματος βιολογικών όπλων.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η Ιαπωνία ασκούσε επεκτατική πολιτική, καταλαμβάνοντας περιοχές της ΝΑ Ασίας καθώς και τη Μαντζουρία (1932) ώστε να χρησιμοποιηθούν ως ορμητήρια επιθέσεων ενάντια στην ΕΣΣΔ, τη Μογγολία και την Κίνα, ακολουθώντας ένα ακραιφνώς εθνικιστικό δόγμα που διακήρυσσε την ιαπωνική φυλετική ανωτερότητα και τον εκδυτικισμό-εκσυγχρονισμό της ιαπωνικής κοινωνίας. Όμως, οι ιαπωνο-σοβιετικές συγκρούσεις (βλ. ρωσοϊαπωνικό πόλεμο 1904-1905) είχαν ως συνέπεια την καταγραφή σοβαρών απωλειών στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, όχι τόσο εξαιτίας των εχθροπραξιών, αλλά λόγω των επιδημιών που προξένησαν οι δυσμενείς καιρικές και υγειονομικές συνθήκες.

Η Ιαπωνία προκειμένου να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό, αλλά και για να προετοιμαστεί για την εφαρμογή του σχεδίου “Kantokuen”, δηλαδή την ολοκληρωτική κατάληψη της ρωσικής Ανατολής, ξεκίνησε να αναπτύσσει ένα μυστικό πρόγραμμα βιολογικών και χημικών όπλων τόσο για αμυντική όσο και για επιθετική χρήση από τον ιαπωνικό στρατό, πολύ πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιαπωνία ναι μεν είχε υπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης (1925) σχετικά με τη μη χρήση βιοχημικών όπλων στο πεδίο της μάχης, αλλά αυτή επικυρώθηκε επίσημα πολύ αργότερα, μόλις το 1970. Επομένως, την εποχή εκείνη, τίποτα δεν περιόριζε την ιαπωνική κυβέρνηση από  την, -κρυφή ή φανερή-, παραγωγή και ανάπτυξη βιολογικών και χημικών όπλων.

Επικεφαλής του προγράμματος υπήρξε ο Στρατηγός Shiro Ishii. Γεννηθείς το 1892 και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Ishii αποδείχτηκε χαρισματικός φοιτητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο, ενώ οι κοινωνικές του δεξιότητες τον βοήθησαν να ανελιχθεί στην επιστημονική και αργότερα στη στρατιωτική ιεραρχία, φτάνοντας στο σημείο να αποκτήσει επαφή μέχρι και με τον ίδιο τον αυτοκράτορα Hirohito. Ο Ishii κατάφερε να πείσει τους προϊσταμένους ότι η παραγωγή παθογόνων μικροοργανισμών για στρατιωτικούς σκοπούς θα ήταν πιο φθηνή από την ανάπτυξη συμβατικής στρατιωτικής τεχνολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ishii, με τις ευλογίες της ιαπωνικής κυβέρνησης, χρηματοδότησε ταξίδια που έκανε το διάστημα 1928-1930 στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Ρωσία, την Τουρκία, τη Σιγκαπούρη, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία) για ερευνητικούς σκοπούς οι οποίοι σχετίζονταν τόσο με την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών (ιοί, βακτήρια, μύκητες, παράσιτα) που μπορούσαν να προσβάλλουν ανθρώπους, ζώα και φυτά, όσο και με την παραγωγή αντιδότων, καθώς και τη βελτίωση της ιατρικής τεχνολογίας και επιστήμης εν γένει.

Ο Ishii εξασφάλισε χρηματοδότηση από τον ιαπωνικό στρατό ύψους 6 εκατομμυρίων γιεν, ενώ ο αυτοκράτορας Hirohito με διάταγμα το 1936 ίδρυσε τη Μονάδα με την κωδική ονομασία «731» (Unit 731) στην περιοχή της Ping Fang, κοντά στην πόλη Harbin. Η εμπλοκή του αυτοκράτορα αλλά και το κατά πόσο γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε στις εγκαταστάσεις, αμφισβητείται έως και σήμερα. Πάντως, μέχρι και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν δημιουργηθεί 18 ερευνητικά κέντρα και παρακλάδια της Μονάδας 731, από τη Μαντζουρία μέχρι και την Ινδονησία, όπως η Μονάδα 100 (Changchun), η 9420 (Σιγκαπούρη), η 8604 (Guandong), η 1644 (Nanking), και 1855 (Πεκίνο). Ο κεντρικός συντονισμός όλων των μονάδων γινόταν από το Ερευνητικό Εργαστήριο Πρόληψης Ασθενειών (Epidemic Prevention Research Laboratory) στο Τόκυο, ενώ πολλά από αυτά είχαν υιοθετήσει άλλες ονομασίες προκειμένου να μην εγείρουν υποψίες στους τοπικούς πληθυσμούς.

 Επιστήμονες-ερευνητές, ακαδημαϊκοί και επιδημιολόγοι προσλήφθηκαν από τα καλύτερα πανεπιστήμια και ινστιτούτα της χώρας, ώστε να διεξάγουν πειράματα πάνω σε «ανθρώπινα πειραματόζωα», στο όνομα της ιατρικής επιστήμης, του Στρατού, της Ιαπωνίας και του αυτοκράτορα. Παρά το γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις ήταν στρατιωτικές και «απόρρητες», με υψηλά επίπεδα ασφαλείας, οι εργαζόμενοι σε αυτές στην πλειοψηφία τους αποτελούσαν πολιτικό και όχι στρατιωτικό προσωπικό. Μάλιστα οι εργαζόμενοι έδιναν όρκο εχεμύθειας και έχαιραν υψηλών απολαβών μιας και αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ιαπωνίας. Ωστόσο, πολλοί μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο αναφέρθηκαν σε «μισθούς αποσιώπησης» (“hush money”) της αλήθειας.

Αιχμάλωτοι πολέμου (prisoners of war, POWs) κάθε εθνικότητας, κατά κύριο λόγο Κινέζοι, Σοβιετικοί υπήκοοι, Μογγόλοι, Κορεάτες, καθώς και κάποιοι Αμερικανοί και Εγγλέζοι, χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα, όπως επίσης και κρατούμενοι φυλακών και Κινέζοι παρτιζάνοι-αντιστασιακοί καταδικασμένοι σε θάνατο, αλλά και απλοί χωρικοί από τα τριγύρω χωριά που συλλαμβάνονταν από την ιαπωνική στρατιωτική αστυνομία (Kenpeitai). Ακόμη και οι εργάτες που δούλεψαν στην ανοικοδόμηση των εγκαταστάσεων, αργότερα είτε θανατώθηκαν είτε χρησιμοποιήθηκαν και οι ίδιοι ως «guinea pigs», έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η μυστικότητα των πειραμάτων. Η μεταφορά τους γινόταν είτε με εναέρια μέσα είτε μέσω του σιδηροδρομικού συστήματος της Μαντζουρίας. Υπολογίζεται ότι 3000 υπάλληλοι απασχολούνταν στη Μονάδα 731, δεχόμενοι περίπου 500 με 600 «υποκείμενα» κάθε χρόνο, ενώ οι νεκροί υπολογίζονται σε 600 ετησίως. Επιπλέον, το επιστημονικό προσωπικό αναφερόταν στους αιχμαλώτους ως «κορμούς» (αγγλιστί “logs”, στα ιαπωνικά “maruta”), χρησιμοποιώντας αριθμούς για λόγους προσφώνησης και ταυτοποίησης. Σκοπός του συγκεκριμένου μέτρου ήταν η στέρηση της ανθρώπινης ιδιότητας των κρατουμένων. Το μέσο προσδόκιμο ζωής στις μονάδες δεν ξεπερνούσε τον ένα μήνα, ενώ σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες επιζώντων και υπαλλήλων, τα πτώματα στα κρεματόρια αποτεφρώνονταν εύκολα γιατί τα όργανά τους είχαν αφαιρεθεί τελείως. Τα σώματα ήταν άδεια κελύφη.

Τα πειράματα που πραγματοποιούνταν στις -υπό ιαπωνική κατάληψη- περιοχές ποικίλουν ενώ μπορούσαν να διεξαχθούν είτε σε ελεγχόμενο περιβάλλον εντός των εργαστηριακών μονάδων είτε έξω, στο πεδίο της μάχης ή σε ανυποψίαστους τοπικούς αγροτικούς πληθυσμούς μέσω της μόλυνσης του υδροφόρου και αειφόρου ορίζοντα (πηγάδια, λίμνες, ποτάμια, αερομεταφερόμενοι ιοί και τοποθέτηση σε εκρηκτικούς μηχανισμούς) αλλά και με τη μόλυνση (οικόσιτων) ζώων και καλλιεργειών. Πολλά πειράματα περιλάμβαναν την εξάπλωση λοιμωδών ασθενειών (τύφος, άνθρακας, ελονοσία, βουβωνική πανώλη, ανεμοβλογιά, χολέρα, σαλμονέλα, βλεννόρροια κ.α.) και τη μελέτη της επίδρασης που αυτά είχαν σε έμβιους οργανισμούς, καθώς και τη συλλογή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων. Για το λόγο αυτό, διατηρούνταν μεγάλες ποσότητες τρωκτικών που, αφότου μολύνονταν από την ασθένεια, καλλιεργούνταν πάνω τους ψύλλοι για την περαιτέρω αποτελεσματική εξάπλωση της νόσου. Εκτιμάται ότι στο απόγειο της λειτουργίας των μονάδων, μπορούσε να γίνει παραγωγή 30 δισεκατομμυρίων παθογόνων μικροοργανισμών εντός μερικών ημερών. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι πολλές φορές η αυτοψία δεν γινόταν post-mortem: άνθρωποι και ζώα οδηγούνταν ζωντανοί στο χειρουργικό τραπέζι και τους άνοιγαν επιτόπου, χωρίς αναισθητικό. Οι ασθενείς, έπειτα από φρικτούς πόνους κατέληγαν κατά τη διαδικασία αφαίρεσης των ζωτικών οργάνων που οι επιστήμονες επιθυμούσαν να μελετήσουν.

Άλλα πειράματα περιλάμβαναν τη μελέτη της αποτελεσματικότητας του στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως όπλων, χειροβομβίδων, αερίου μουστάρδας και άλλων δηλητηριωδών χημικών ουσιών (π.χ. κυάνιο). Οι κρατούμενοι οδηγούνταν σε πεδίο βολών, μετατρεπόμενοι σε στόχους εξάσκησης. Μόλις η χρησιμότητά τους τελείωνε, συνήθως εκτελούνταν και θάβονταν σε ομαδικούς τάφους. Πειράματα σε θαλάμους πίεσης, αφαίμαξης, στέρησης τροφής και κρυοπαγημάτων είχαν ως σκοπό αντίστοιχα τη μελέτη της αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού σε μεγάλα υψόμετρα κάτω από ακραίες θερμοκρασίες, τη μέτρηση της εξασθένησης του οργανισμού από την απώλεια αίματος και φαγητού, και την εύρεση τρόπων αντιμετώπισής τους, από τη στιγμή μάλιστα που οι Ιάπωνες σκόπευαν να διεξάγουν τόσο συμβατικές όσο και βιολογικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (conventional and biological warfare) κατά τους χειμερινούς μήνες ενάντια στους Σοβιετικούς και τους Κινέζους (βλ. Σινο-ιαπωνικό πόλεμο 1937-1945). Όπως γίνεται αντιληπτό, το πάγωμα άκρων με τεχνητά μέσα οδήγησε σε περιπτώσεις νέκρωσης των ιστών, γάγγραινα και ακρωτηριασμούς, ενώ δεν αποκλειόταν και η χρήση σφυριών.

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο ιαπωνικός στρατός ήταν η μολυσματικότητα, η διασπορά λοιμωδών νόσων στο στράτευμα, όπως και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Για το λόγο αυτό, έβαζαν υγιείς και νοσούντες σε ένα δωμάτιο για να διαπιστώσουν σε πόσο καιρό θα κολλούσαν όλοι την ασθένεια, ενώ για τη μελέτη της σύφιλης εξανάγκαζαν τους κρατούμενους σε σεξουαλικές πράξεις υπό την απειλή εκτέλεσης. Μεταξύ των κρατουμένων δεν γινόταν καμία διάκριση, παρά μόνο αν εξυπηρετούσε κάποιον ιατρικό σκοπό. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και νεογνά που γεννήθηκαν εντός των εργαστηρίων, όλοι ήταν εν δυνάμει αντικείμενα μελέτης και απάνθρωπου πειραματισμού.

Προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ διαφαινόταν ότι η Ιαπωνία θα έχανε τον πόλεμο, παρουσιάστηκε το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: παρά την έλλειψη ενός προγράμματος για την ανάπτυξη ατομικής βόμβας, οι Ιάπωνες εξέταζαν το ενδεχόμενο πραγματοποίησης μιας βιολογικής επίθεσης στο San Diego της California το Σεπτέμβριο του 1945. Το σχέδιο ματαιώθηκε έπειτα από αντιρρήσεις του Στρατηγού Umezu Yoshijiro, ο οποίος άσκησε βέτο κατά της χρήσης βιολογικών όπλων σε αμερικανικό έδαφος. Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ήταν πως η επίθεση αυτή δεν θα εξυπηρετούσε κάποιον στρατηγικό σκοπό, αλλά, αντιθέτως, θα έδινε ένα ηθικό και πολιτικό κίνητρο στις ΗΠΑ να τερματίσουν τον πόλεμο πολεμώντας πιο άγρια για τη νίκη.

Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Hiroshima και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945, καθώς και η ταυτόχρονη κήρυξη του πολέμου από πλευράς της ΕΣΣΔ, έβαλαν οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες της Ιαπωνίας. Στις 15 Αυγούστου ο αυτοκράτορας Hirohito υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης και παράδοσης της Ιαπωνίας. Οι αξιωματούχοι των εργαστηριακών μονάδων, όπως ο Shiro Ishii και ο Kitano Masaji, διέταξαν την άμεση καταστροφή των εγκαταστάσεων και των όποιων ενοχοποιητικών στοιχείων μπορούσαν να βρεθούν. Τα ιατρικά πορίσματα και οι μέθοδοι απόκτησής τους δεν έπρεπε να γνωστοποιηθούν στους Σοβιετικούς και τους Αμερικανούς. Λιγότερο από 0,1% της έρευνας διασώθηκε, ενώ οι μαρτυρίες είναι ελάχιστες και αποσπασματικές. Οι κρατούμενοι εκτελέστηκαν μέχρι ενός και αποτεφρώθηκαν ή ρίχθηκαν στον ποταμό Songhuajiang, ενώ οι απόψεις διίστανται για το τι απέγινε βιολογικό υλικό, όπως χημικές ουσίες, παθογόνοι μικροοργανισμοί και πειραματόζωα (ποντίκια και ψύλλοι): άλλοι υποστηρίζουν ότι απελευθερώθηκαν στη φύση, άλλοι ότι καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η μέχρι στιγμής έρευνα για τον αντίκτυπο στους πληθυσμούς των τριγύρω περιοχών μάλλον τείνει προς την πρώτη άποψη.

Επιπροσθέτως, βάσει της υπάρχουσας βιβλιογραφίας υποστηρίζεται ότι ο στρατηγός Ishii και άλλοι Ιάπωνες επιστήμονες, παρά τη συμφωνία που έκαναν μεταξύ τους να τηρήσουν σιγή ιχθύος, τελικά ενέδωσαν στις αμερικανικές πιέσεις, υπό το φόβο αντιποίνων από τους κομμουνιστές και το ενδεχόμενο να καταδικαστούν σε ισόβια κάθειρξη ή σε θάνατο ως «εγκληματίες πολέμου». Ο Αμερικανός αντιστράτηγος Murray Sanders, επικεφαλής του προγράμματος για λοιμώδεις ασθένειες του Camp Derrick, ταξίδεψε στην Ιαπωνία και κατάφερε σε έναν βαθμό να διαπραγματευτεί επιτυχώς, αποσπώντας πολύτιμες πληροφορίες για την έρευνα πάνω στο βιολογικό πόλεμο και παρέχοντας ως αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας και την προστασία από το ρωσικό παράγοντα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από την αναφορά του Sanders στον Στρατηγό Douglas Mac-Arthur, στρατάρχη του Supreme Commander for the Allied Powers (SCAP).

Όλα τα ανωτέρω ίσως αποτελούν πειστική εξήγηση για τη «σιγή ιχθύος» που τήρησαν οι Αμερικανοί κατά τη διάρκεια της Δίκης του Τόκυο (Tokyo War Crimes Trial, 1946-1947), κάτι που δεν συνέβη με την αντίστοιχη εκδοχή της δίκης στην Ευρώπη, τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Οι ΗΠΑ δεν είχαν την πρόθεση να μοιραστούν τις πληροφορίες που απέσπασαν από τους Ιάπωνες με τον υπόλοιπο κόσμο, πόσο μάλλον με τους Σοβιετικούς εταίρους τους, αφού ήδη γινόταν προσπάθεια εξάλειψης της σοβιετικής επιρροής στην Ιαπωνία, στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας αμερικανικής σφαίρας επιρροής στον Ειρηνικό Ωκεανό ενόψει της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου. Οι Ιάπωνες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα στην πλειοψηφία τους αμνηστεύθηκαν από την κυβέρνηση Truman ή τους επιβλήθηκαν ήσσονος σημασίας ποινές, όπως κατ’ οίκον περιορισμός.

Κατόπιν της απογοητεύσεως των Σοβιετικών, το Δεκέμβριο του 1949 έλαβαν χώρα οι δίκες Khabarovsk για 12 αξιωματούχους, στενούς συνεργάτες του Ishii, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι εν λόγω δίκες είχαν ως θέμα τους αποκλειστικά την παραγωγή και χρήση βιολογικών όπλων κατά ανθρώπινων στόχων, και, ειδικότερα, κατά της ΕΣΣΔ, της Κίνας και της Μογγολίας. Στα πλαίσια όμως της διατήρησης ενός ανθρωπιστικού προσωπείου της Μόσχας, η μέγιστη ποινή που επιβλήθηκε ήταν η κάθειρξη 25 ετών ενώ αρκετοί αποφυλακίστηκαν νωρίτερα. Πολλοί πρώην εργαζόμενοι μάλιστα έκαναν λαμπρή σταδιοδρομία ως μέλη της ιατρικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, της Ολυμπιακής Επιτροπής του 1964, του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και του Green Cross (Midori Juji), μιας φαρμακευτικής εταιρείας που διατηρούσε γραφεία στις ΗΠΑ.

Τέλος, οι συνολικές απώλειες από τη Μονάδα 731 υπολογίζεται ότι έφθασαν τις 2000 με 3000, αλλά εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 200.000 νεκρούς στις γύρω περιοχές ως αποτέλεσμα της εξαπόλυσης παθογόνων μικροοργανισμών, εκούσια ή ακούσια, στα τοπικά οικοσυστήματα. Έως και σήμερα, τα θύματα του άτυπου βιολογικού πολέμου της Ιαπωνίας ζητούν δικαιοσύνη, προσπαθώντας να κάνουν ευρύτερα γνωστή την ιστορία τους, αλλά η ιαπωνική κυβέρνηση, -παρά τις απολογίες της για όλες εκείνες τις ενέργειες και τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά την κατάληψη της Μαντζουρίας, δεν αναγνωρίζει ότι στις συγκεκριμένες μονάδες διαπράχθηκαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Βιβλιογραφία

  • Derek Pua, Danielle Dybbro & Alistair Rogers (2017), Unit 731: The Forgotten Asian Auschwitz, 2nd ed.
  • Hal Gold (1997), Unit 731 Testimony: Japan’s Wartime Human Experimentation Program, Tuttle Publishing, Periplus Editions (HK) Ltd.
  • Haddie Beckham, Marja Pyykkönen (n.d.), Unit 731 Cover-up: The Operation Paperclip of the East, Barbara Halperin (ed.), Pacific Atrocities Education.

Πηγή εικόνας:
https://warfarehistorynetwork.com/article/japans-hellish-unit-731/