Loading...
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Τα Ιαπωνικά εγκλήματα πολέμου και η δίκη του Τόκιο

Γράφει η Χριστίνα Σωτηροπούλου

Η κληρονομιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαμορφώθηκε έντονα από το μέτωπο του Ειρηνικού και της Ανατολικής Ασίας, όπου η ιμπεριαλιστική πολιτική της Ιαπωνίας είχε ήδη ξεκινήσει από το 1931, με την κατάκτηση της Μαντζουρίας, που οδήγησε στο ξέσπασμα του Σινο–Ιαπωνικού πολέμου το 1937 και την τελική είσοδο της στον Πόλεμο στο πλευρό του Άξονα. Ο πόλεμος της Ιαπωνίας απέναντι στις συμμαχικές δυνάμεις έληξε λίγες μέρες μετά την πτώση των ατομικών βομβών στο έδαφός της, με τον Αυτοκράτορα Hirohito να ανακοινώνει την παράδοση στο ραδιόφωνο, την Πράξη για την παράδοση της Ιαπωνίας να υπογράφεται στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 και την χώρα να περνάει σε αμερικανική κατοχή προκειμένου να μπει σε μια πορεία δημοκρατικοποίησης.
  Οι συμμαχικές δυνάμεις καθώς αναδεικνύονταν νικήτριες, είχαν αρχίσει ήδη πριν την παράδοση της χώρας, να αναφέρονται στην ανάγκη να τιμωρηθούν οι ιθύνοντες για τους αποτροπιασμούς που είχαν διαπραχθεί στο διάστημα διεξαγωγής της Ιαπωνικής επεκτατικής πολιτικής, θέτοντας το ζήτημα με την Διακήρυξη του Potsdam, προαναγγέλλοντας την απόδοση δικαιοσύνης για τους εγκληματίες πολέμου, με την Πράξη Παράδοσης και την Διάσκεψη της Μόσχας του 1945, όπου τίθεντο οι βάσεις για την εκτύλιξη των διαδικασιών.


 Ως Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων, ο στρατηγός MacArthur ανέλαβε και προχώρησε με διακήρυξη του, στις 19 Ιανουαρίου του 1946, στη σύσταση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου για την Άπω Ανατολή και την δημοσίευση του καταστατικού του, του Χάρτη του Τόκυο, βασισμένου στις αρχές της δίκης της Νυρεμβέργης, προκειμένου να εκπονηθεί η εκδίκαση των Ιαπώνων εγκληματιών πολέμου. Κλήθηκε να επιλέξει τα μέλη της δίκης από τις 9 συμμαχικές χώρες που υπέγραψαν την Πράξη παράδοσης της Ιαπωνίας (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Κίνα, Ολλανδία, Γαλλία, Αυστραλία και Σοβιετική Ένωση) και επιπλέον της Ινδίας και των Φιλιππίνων ως Βρετανικής και Αμερικανικής αποικίας αντίστοιχα και έδωσε την Προεδρία στον Αυστραλό δικαστή Sir William Webb. Με βάση το άρθρο 5 του καταστατικού του, το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να κρίνει και να τιμωρήσει εγκληματίες πολέμου οι οποίοι είχαν διαπράξει εγκλήματα τριών κατηγοριών: α) εγκλήματα κατά της ειρήνης (που προέκυπταν από τον σχεδιασμό, οργάνωση και διεξαγωγή επιθετικού πολέμου), β) συμβατικά εγκλήματα πολέμου (τα οποία αφορούσαν την παραβίαση των νόμων και εθίμων του πολέμου) και γ) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.


  Τελικά στη δίκη του Τόκιο εξετάστηκαν 28 υποθέσεις, για επιλεγμένους υψηλόβαθμους πολιτικούς, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και ακαδημαϊκούς. Αυτό που ένωνε τους κατηγορούμενους ήταν το προαπαιτούμενο να διώκονται ως εγκληματίες πολέμου κατηγορίας Α, δηλαδή να έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης που σχετίζονταν με τον σχεδιασμό και την διεξαγωγή επιθετικού πολέμου, ακόμη και αν τους προσάφθηκαν επιπλέον κατηγορίες. Λοιποί εγκληματίες πολέμου που δικάστηκαν για εγκλήματα κατηγορίας Β και Γ, περνούσαν από τοπικού επιπέδου συμμαχικά στρατιωτικά δικαστήρια και επιτροπές σε διάφορες χώρες με συνολικά 5,700 διώξεις και 920 εκτελέσεις.


 Το δικαστήριο ξεκίνησε τις διαδικασίες του στις 3 Μαΐου του 1946, στο κτίριο της πρώην αυτοκρατορικής στρατιωτικής σχολής αξιωματικών στο Τόκιο, εκεί όπου είχε δρομολογηθεί η επίθεση στο Pearl Harbor και ολοκλήρωσε στις 12 Νοεμβρίου του 1948 με την ανακοίνωση των ποινών. Συνολικά, στους κατηγορούμενους προσάπτονταν 55 κατηγορίες από τις οποίες 10 λήφθηκαν υπόψη για την καταδίκη και αφορούσαν την γενική συνομωσία για την διεξαγωγή επιθετικού πολέμου ή πολέμου που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο με στόχο την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία στις περιοχές εξάπλωσης τους, την διεξαγωγή επιθετικού πολέμου ενάντια σε συγκεκριμένες συμμαχικές χώρες και μόνο 2 κατηγορίες αφορούσαν εγκλήματα πολέμου μάλιστα ως προς την αμέλεια παρεμπόδισης αυτών. Τα εγκλήματα πολέμου του Ιαπωνικού στρατού αφορούν τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν στην Κίνα, τις Φιλιππίνες και άλλες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, με τα πιο σημαντικά να περιλαμβάνουν την σφαγή της Νανκίνγκ, της Μανίλα, την κακομεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου και τον εξαναγκασμό αυτών σε εργασία, την διεξαγωγή πορειών θανάτου, μαζικών εκτελέσεων και βιασμών και πολλά ακόμη αποτρόπαια γεγονότα όπως ιατρικά πειράματα, εξαναγκαστική πορνεία, κανιβαλισμό.


 Λόγω της καταστροφής ή απόκρυψης πολλών αρχείων οι διαταγές ήταν αδύνατον να εξακριβωθούν οπότε οι δικαστές βασίστηκαν σε ένορκες καταθέσεις, μαρτυρίες και έγγραφα αιχμαλώτων ή Ιαπώνων στρατιωτικών και προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι θηριωδίες ήταν σχεδιασμένες εξέτασαν το κατά πόσο ήταν συνεχείς, διαδεδομένες και παρόμοιες ενώ η ευθύνη για αυτές δεν προέκυψε από διαταγή αλλά από την γνώση και μη παρεμπόδιση τους.
 Οι 25 κατηγορούμενοι που είχαν απομείνει (2 πέθαναν στην διάρκεια και 1 κρίθηκε ψυχασθενής) κρίθηκαν ένοχοι για εγκλήματα κατά της ειρήνης και για συμβατικά εγκλήματα πολέμου, όπως κρίθηκαν όλες οι βιαιότητες (δεν υπήρξε καταδίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας). Η θανατική ποινή επιβλήθηκε σε 7 από αυτούς που είχαν κριθεί ένοχοι και για τις 2 κατηγορίες, καθώς οι δικαστές δεν ήθελαν οι ποινές να φανούν ως εκδικητικές εις βάρος των ηττημένων και ο επιθετικός πόλεμος ως μη καθιερωμένο έγκλημα δεν αρκούσε για την ύψιστη ποινή του θανάτου. Από τους υπόλοιπους οι 16 καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση και 2 έλαβαν μικρότερες ποινές.


 Η δίκη του Τόκιο είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ως προς την διεξαγωγή και το αποτέλεσμα της, χωρίς όμως να αμφισβητείται ότι έπρεπε να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμη και από τους δικαστές εκδόθηκαν 5 χωριστές γνώμες πέραν της πλειοψηφικής απόφασης. Ευρεία κριτική έχει ασκηθεί στο γεγονός ότι η ποινικοποίηση της διεξαγωγής επιθετικού πολέμου από το καταστατικό του δικαστηρίου αποτελεί ex post facto νόμο, μη προηγουμένως θεσμοθετημένο και μπορεί να θεωρηθεί έτσι ότι ο πόλεμος δεν ήταν παράνομος κατά την τέλεση του, οι διώξεις ήταν επιλεκτικές με πιο κραυγαλέα παραδείγματα το ότι ο Αυτοκράτορας θεωρήθηκε ως μη εμπλεκόμενος και παρέμεινε στον θρόνο με σκοπιμότητα την σταθερότητα, η μονάδα 731 υπεύθυνη για ιατρικά πειράματα επίσης αθωώθηκε με αντάλλαγμα πληροφορίες και το ίδιο πολλοί βιομήχανοι. Σε πολλά εγκλήματα δεν δόθηκε η πρέπουσα προσοχή ενώ το γεγονός ότι δεν τέθηκε ζήτημα για τα εγκλήματα των Συμμάχων σε συνδυασμό με την κυρίως δυτική (και μάλιστα με αποικιοκράτες) σύσταση του δικαστηρίου έκανε την διαδικασία να μοιάζει υποκριτική απόδοση «δικαιοσύνης του νικητή», ουσιαστικά μια εκδίκηση ντυμένη με νομικές διαδικασίες.
 Στην ίδια τη μνήμη της Ιαπωνίας η δίκη έμεινε ως άδικη, ενώ το γεγονός ότι λίγοι μόνο αρχηγοί κρίθηκαν υπεύθυνοι και όχι ο λαός, έχει δημιουργήσει μια κουλτούρα μη μεταμέλειας και άρνησης αναγνώρισης γεγονότων. Άλλωστε μέχρι το 1958 λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της, η Ιαπωνική ηγεσία ελευθέρωσε όσους εγκληματίες είχαν καταδικαστεί και μάλιστα 14 από αυτούς τιμούνται στον ναό Yakushuni.
 Τέλος, όπως και η δίκη της Νυρεμβέργης, έτσι και η δίκη του Τόκιο έχει θεμελιώδη σημασία για την σημερινή εξέλιξη του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου ως προς την ποινικοποίηση του πολέμου με επιθετικό χαρακτήρα ως διεθνές έγκλημα, την απόδοση ατομικών ποινικών ευθυνών σε εγκληματίες πολέμου ανεξαρτήτως αν λειτουργούν υπό εντολές και λειτούργησε ως πρώιμο μοντέλο για την εξέλιξη των ad hoc ποινικών δικαστηρίων και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Πηγές: