Γράφει η Έλενα Κοτζαμανίδου
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, υπήρξε μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία. Από τη Συνθήκη των Παρισίων και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (1952) έως τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009) και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, γίνονται προσπάθειες να θωρακιστούν νομικά οι ενοποιητικές διαδικασίες. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, η πανδημική κρίση αλλά και η κατοπινή ενεργειακή, είχαν σημαντικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και δοκίμασαν τα όρια του εν λόγω πολιτικοοικονομικού μορφώματος. Η ιστορία έχει δείξει πως κάθε κρίση αναδεικνύει τις αδυναμίες συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, ενώ αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την χάραξη νέων πολιτικών που θα συμβαδίζουν περισσότερο με τις απαιτήσεις της εποχής. Έτσι, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί, υπάρχει περιθώριο για περεταίρω οικονομική και νομισματική ενοποίηση των μελών της ευρωζώνης.
Αποκορύφωμα της πορείας προς την οικονομική ένωση ήταν η κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος στις αρχές του αιώνα και η ταυτόχρονη υιοθέτηση μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής εκπορευόμενη από της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) συνδυάζει την κεντρική άσκηση της κοινής νομισματικής πολιτικής με την αποκεντρωμένη άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Όμως, η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής κάθε χώρας υπόκειται σε κοινούς κανόνες σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που υιοθετήθηκε το 1997 στο Άμστερνταμ. Βάσει των αρχών του, καθορίζονται τα κριτήρια ένταξης στο ενιαίο νόμισμα ενώ τα κράτη υποχρεώνονται να καθορίζουν τους μακροπρόθεσμους στόχους τους για δημοσιονομική πειθαρχία. Τα κριτήρια σύγκλισης περιλαμβάνουν οικονομικά μεγέθη που πρέπει να πληρούνται ώστε να ενταχθούν οι χώρες στην Ευρωζώνη και αποτέλεσαν το πρώτο πεδίο αναφοράς για τη σύγκλιση και το συντονισμό των οικονομιών των κρατών-μελών. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει ασκηθεί κριτική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αποτυχία εναρμόνισης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής με τις διαφορετικές δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών. Είναι εύκολα αντιληπτό πως η υιοθέτηση μιας οικονομικής πολιτικής μπορεί να μην ευνοεί με τον ίδιο τρόπο το συμφέρον ολόκληρης της Ένωσης. Έτσι, ένα μέτρο που θα βοηθούσε την εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης είναι η διαμόρφωση μίας εναρμονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής. Για αυτόν τον λόγο, είναι σημαντικό να υπάρξουν εργαλεία και εναρμονισμένοι δείκτες για την άσκηση φορολογικής πολιτικής αλλά και κοινού προϋπολογισμού για την χρηματοδότηση δαπανών που αποφασίζονται σε ενωσιακό επίπεδο και λειτουργούν υπέρ αυτού. Φυσικά, αυτό να εναρμονίζεται με το ενωσιακό Δίκαιο και να μην αντιβαίνει το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τη ρήτρα μη διάσωσης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν καίρια η ύπαρξη ενός Ευρωπαίου Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για τον συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής και θα εκπροσωπούσε την Ένωση σε διεθνές επίπεδο. Θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από τα κράτη- μέλη, δίνοντας στην Ένωση έναν περισσότερο υπερεθνικό χαρακτήρα ως προς την οικονομική της κατεύθυνση. Αντίστοιχα, ένας ενιαίος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός θα μπορούσε να αντικαταστήσει τους αντίστοιχους εθνικούς. Πολύ συχνά επικρατεί σύγχυση σε αυτό το πεδίο, καθώς ως προϋπολογισμός της Ένωσης αναφέρονται τα γνωστά προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ), που αποτελούν βασικό αναπτυξιακό εργαλείο. Μάλιστα, κοινός προϋπολογισμός συνεπάγεται και σύγκλιση στην φορολογική, εισοδηματική αλλά και κοινωνική πολιτική των κρατών – μελών. Βέβαια, προκειμένου να υπάρξει πραγματική οικονομική ένωση, είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν σημαντικές ανισορροπίες στα μακροοικονομικά μεγέθη μεταξύ των χωρών όπως για παράδειγμα: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο ρυθμός ανάπτυξης, οι παραγωγικές δυνατότητες, η ανεργία και ο πληθωρισμός. Με την σύγκλιση των συγκεκριμένων δεικτών θα είναι δυνατή μία βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη στην γηραιά ήπειρο.
Σε νομισματικό επίπεδο, ένα σημαντικό βήμα που έγινε με αφορμή την κρίση της Covid-19, ήταν η προσπάθεια εκ μέρους της Ένωσης για αμοιβαιοποίηση του χρέους. Για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση άντλησε πιστώσεις από τις αγορές ως μία ενιαία οντότητα και χρηματοδότησε συγκεκριμένα δημοσιονομικά εργαλεία για την ανάκαμψη των οικονομιών μετά την πανδημία. Με την άρση των έκτακτων προγραμμάτων APP (Asset Purchase Programme) και PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κινήθηκε προς την εφαρμογή περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και την επακόλουθη άνοδο των επιτοκίων. Ωστόσο, το ύψος αυτής της ανόδου αποτέλεσε πεδίο ισχυρών διαφωνιών, με τις πιο εύρωστες οικονομικά χώρες να επιθυμούν ισχυρότερη αύξηση επιτοκίου, και τις υπόλοιπες να ανησυχούν για μια επιβράδυνση ή και ύφεση των οικονομιών τους από μία τέτοια υψηλή άνοδο. Η διαφορετική αυτή ιεράρχηση προτεραιοτήτων εδράζει στις διαφορετικές δυνατότητες των ευρωπαϊκών οικονομιών και αναδεικνύει την ανάγκη σύγκλισής τους. Σε κάθε περίπτωση, ένα ακόμη βήμα που θα μπορούσε να γίνει είναι η έκδοση ευρωομολόγων. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται δυνατή η κοινή διαχείριση του δημοσίου χρέους κάθε κράτους, μέσω της έκδοσης αξιόγραφων με τα οποία τα κράτη – μέλη θα δανείζονται από τις διεθνείς αγορές με ενιαίο επιτόκιο. Με αυτόν τον τρόπο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορεί να έχει πρόσβαση στις αγορές με χαμηλό κόστος χρήματος (καθώς πλέον θα υπάρχει εγγύηση πλέον 27 κρατών και όχι μόνο ενός), ενώ και το ευρώ θα ισχυροποιηθεί έναντι του δολαρίου καθώς θα αντιμετωπίζεται ως νόμισμα ενός «οιονεί ομοσπονδιακού» κράτους.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση έχει κατορθώσει σημαντικά βήματα, ωστόσο μπορεί περαιτέρω να εξελιχθεί. Η ύπαρξη ευρωομολόγων, κοινού προϋπολογισμού, εναρμονισμένου φορολογικού συστήματος, ευρωπαίου υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών είναι κάποια από τα μέτρα που συνδράμουν ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο πως όλες οι ενέργειες πρέπει να τελούνται στη βάση του Ενωσιακού Δικαίου και να γίνουν προσπάθειες να μην υποβιβαστεί η βούληση των κρατών – μελών μέσα σε ένα όλο και περισσότερο υπερεθνικό περιβάλλον. Τέλος, πρέπει να υπάρξει προσεκτικός σχεδιασμός πολιτικών, όπως η έκδοση ευρωομολόγων, ώστε να μην υπάρξει αντικίνητρο για τη δημοσιονομική πειθαρχία των πιο ελλειμματικών οικονομιών αλλά και αδικία για τις χώρες με χαμηλά επιτόκια δανεισμού.
Βιβλιογραφία
- Σαχπεκίδου, Ε. (2021). Ευρωπαικό Δίκαιο. (3η έκδ.) Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Χρυσομάλλης, Μ. (2018). Ευρωπαική Οικονομική Διακυβέρνηση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Regulation (EU) 2022/612 of the European Parliament and of the Council of 6 April 2022 on roaming on public mobile communications networks within the Union (recast). L115/1. Ανακτήθηκε 26 Δεκεμβρίου 2023 από https://eurlex.europa.eu/legalcontent/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:32022R0612
- ECB. (2023, 26 Οκτωβρίου). Economic Bulletin. 7. Ανακτήθηκε 26 Δεκεμβρίου, 2023, απόhttps://www.ecb.europa.eu/pub/economicbulletin/html/eb202307.el.html#toc1 .
- ECB. (14 Δεκεμβρίου, 2023). Monetary Policy Decisions. Ανακτήθηκε 26 Δεκεμβρίου, 2023, από https://www.ecb.europa.eu/press/pr/date/2023/html/ecb.mp231214~9846e62f62.en.html.