Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Τα δυο πρόσωπα της Τουρκίας

Γράφει η Βασιλεία Κοδροπούλου

Η «μεγαλοπρεπής» μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και η μουσουλμανική προσευχή την ημέρα της επετείου της υπογραφής της συνθήκης της Λωζάνης προκάλεσε αίσθηση στην παγκόσμια κοινότητα. Ποιοι είναι οι λόγοι πίσω από αυτή την πολιτική του Ερντογάν και πως συνδέεται με το ιστορικό παρελθόν της Τουρκίας; Το Ισλάμ αποτελεί τελικά απειλή για τη δημοκρατία;
Κατά τη διάρκεια του τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ έκρινε ότι το Ισλάμ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό εργαλείο, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση του τουρκικού έθνους. Ωστόσο, τα δύο αυτά στοιχεία ήταν ασυμβίβαστα καθώς δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστεί η θρησκεία από το κράτος. Συνεπώς, αποφασίστηκε να υποβληθεί το Ισλάμ υπό τον κρατικό έλεγχο και να γίνουν προσπάθειες για εκκοσμίκευση.
Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Τουρκία είχε δυτικό και κοσμικό προσανατολισμό, αμφισβητώντας τον ρόλο της θρησκείας. Η υιοθέτηση αυτής της μορφής κοσμισμού σήμαινε την προσπάθεια της κεμαλικής ελίτ να απομακρυνθεί από την πολιτική νομιμότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε τις ρίζες της στο Ισλάμ. Ταυτόχρονα, επιδίωξαν να ενισχύσουν την εθνική ταυτότητα με την προβολή εθνικών συμβόλων. Ο πληθυσμός ενθαρρύνθηκε να υιοθετήσει την κοσμική ταυτότητα έναντι της θρησκευτικής που κυριαρχούσε μέχρι πρότινος. Στόχος ήταν η διαμόρφωση ενός τουρκικού εθνικισμού βασιζόμενου στις προ ισλαμικές ρίζες των Τούρκων και η παράβλεψη του «λαϊκού» Ισλάμ και της ισλαμικής οθωμανικής περιόδου.
Παράλληλα, ο δυτικός και κοσμικός προσανατολισμός της Τουρκίας δημιούργησε προϋποθέσεις για την δημιουργία πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Η δυναμική της εδραζόταν στην ικανότητά της να διασφαλίζει την υποταγή του λαού. Ως εκ τούτου, ο διάλογος μεταξύ των κεμαλιστών και της κοινωνίας οριζόταν στο πλαίσιο της προστασίας του έθνους από έναν οπισθοδρομικό λαό. Έτσι λοιπόν, η διαμάχη ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα, όπως οριζόταν από τους κεμαλιστές, και την κοινωνία στρεφόταν γύρω από το Ισλάμ. Με αυτή την έννοια, το κεμαλικό κράτος θεωρούνταν μεταρρυθμιστικό και ευρωπαϊκό σε αντίθεση με τον λαό που θεωρούνταν οπισθοδρομικός και αντιδραστικός.
Παρά τη διαρκή αντίθεση μεταξύ κεμαλιστών και ισλαμιστών, οι τελευταίοι είχαν από νωρίς θέση στο κεμαλικό σύστημα. Οι ισλαμιστές είχαν εμφανιστεί ήδη από το 1950 με την ίδρυση του Ισλαμικού κόμματος. Μετά τη δεκαετία του 1980, η εμφάνιση νέων φιλελεύθερων και καπιταλιστικών συστημάτων άλλαξε τις συνθήκες και σταδιακά οδήγησε στην περαιτέρω άνοδο των ισλαμικών κομμάτων. Στη Τουρκία του 1990 η κοινωνία άρχισε να διεκδικεί ένα δημοκρατικό καθεστώς εναντίον των κατεξοχήν φορέων του αντιδημοκρατισμού, δηλαδή του κεμαλισμού. Ανάμεσα στα στοιχεία της δημοκρατίας ήταν και το Ισλάμ. Συνεπώς , με την πάροδο των ετών, ο συνεχιζόμενος ηγεμονικός αγώνας δημιούργησε το δίπολο κεμαλισμός-ισλαμισμός.
Η άνοδος του Ερντογάν το 2002 σηματοδότησε μια νέα εποχή για την Τουρκία. Ανέβηκε στην εξουσία υποσχόμενος μια νέα Τουρκία, πιο δημοκρατική και περισσότερο προσανατολισμένη στην Ευρώπη. Αν και υπήρχε ελπίδα αλλαγής, εξαιτίας της κατάρρευσης της ηγεμονίας του στρατού, που αποτελούσε τον θεσμοφύλακα του κεμαλικού καθεστώτος, ο Ερντογάν επεδίωξε να δημιουργήσει τη δική του ηγεμονία με το πρόσχημα της θρησκείας. Συνεπώς, επιδίωξε τη δημιουργία ενός «νέου έθνους», μέσω της δημιουργίας μιας κοινότητας πιστών.
Ο Ερντογάν ανέλαβε να ενσαρκώσει το «νέο κράτος», που προηγουμένως οριζόταν από τον Κεμάλ. Στο πλαίσιο αυτό ο Ερντογάν και το κόμμα του έχουν μια νέα ιστορική αποστολή, στηριζόμενοι σε δύο ισλαμικούς ισχυρισμούς. Η πρώτη ήταν η επαναφορά της μαντίλας και η ισοπέδωση των θρησκευτικών και κοσμικών τάξεων. Επιπλέον, εκμεταλλευόμενοι το χάσμα μεταξύ λαϊκισμού και Ισλάμ, υιοθετήθηκε η λεγόμενη «συντηρητική δημοκρατία» και επεδίωξαν πολιτικές ώστε να καταστήσει την Τουρκία παγκόσμια δύναμη, μέσω της προβολής της αξίας του Ισλάμ. Η οικονομική και πολιτική ανάπτυξη επομένως προϋποθέτει αφοσίωση στις παραδοσιακές αρχές του έθνους.
Ωστόσο, αυτή η διαδικασία προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις. Το 2011 ήταν μια περίοδος κατά την οποία εκδηλώθηκε ένα κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυριών ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή, ενώ επεκτάθηκε και σε παγκόσμιο επίπεδο με το κίνημα «Occupy». Οι εξεγέρσεις προέρχονταν από τα κοινωνικά προβλήματα που υφίσταντο, ενώ ο λαός διεκδικούσε μια πιο δημοκρατική κοινωνία. Η σημασία της κατάστασης έγινε εμφανής και στην Τουρκία. Οι διαδηλώσεις για το πάρκο Γκέζι στην πλατεία Τακσίμ, εκτός των οικολογικών αιτημάτων, περιελάμβαναν επιπλέον αιτήματα και διεκδικήσεις από το τουρκικό κράτος. Η μαζικότητα, που υπήρξε στη διαδήλωση φανέρωσε τα εσωτερικά προβλήματα που ταλανίζουν την τουρκική κοινωνία σε βάθος χρόνων. Το κίνημα Gezi απέδειξε ότι οι κοινωνία πλέον διεκδικεί την χειραφέτηση της. Ως εκ τούτου, μάχεται για την «δημοκρατία» και δεν αφήνει στην ηγεσία να την υπονομεύσει.
Επιπλέον, εξέφρασαν την ανάγκη η πολιτική να βασίζεται σε δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Οι εξεγέρσεις ξεκίνησαν με τη δημοσίευση από τον Ερντογάν του οθωμανικού επιχειρηματικού σχεδίου ανασυγκρότησής του πάρκου, το οποίο ήταν το όραμά του για μια νέα πολιτική ηθική (οθωμανισμός, ιμπεριαλισμός και φιλελευθερισμός). Έτσι λοιπόν, το πάρκο Γκέζι ήταν ο χώρος αναμέτρησης των δύο προσώπων της Τουρκίας, του Ερντογάν και του άλλου που αντιδρά σε αυτό. Το τελευταίο δεν αποτελείται από ένα ομογενοποιημένο πλήθος που υποστηρίζει τον κεμαλισμό, την αριστερά κτλ. Οι διαδηλώσεις σηματοδοτούν το τέλος της ιστορικής διαίρεσης κεμαλισμού-ισλαμισμού, κοσμικού κράτους-ισλαμιστικού κράτους και θέτουν στο επίκεντρο μια άλλη διαίρεση αυτή της δημοκρατίας εναντίον του αυταρχισμού.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το πολιτικό Ισλάμ αποτελεί απειλή για την δημοκρατία και τις δημοκρατικές αρχές στην Τουρκία και κατά ποια έννοια συμβαίνει αυτό; Ουσιαστικά, το Ισλάμ εργαλειοποιείται συστηματικά από τον Ερντογάν, με σκοπό να ικανοποιηθούν οι ηγεμονικές επιδιώξεις του Τουρκικού κράτους υπό την ηγεσία του. Αυτό μεταβάλλεται από στοιχείο της δημοκρατίας σε έναν ιστορικό φορέα αξιών του Οθωμανισμού. Ενώ, η Τουρκία του Ερντογάν διεκδικεί την οριστική επιβολή της ηγεμονίας της, η άλλη την άρνηση της ηγεμονίας του επιζητώντας την δημοκρατία.

Βιβλιογραφία
Tank, P. (2005). Political Islam in Turkey: A state of controlled secularity. Turkish Studies, 6(1), 3-19.
Mecham, R. Q. (2004). From the ashes of virtue, a promise of light: the transformation of political Islam in Turkey. Third World Quarterly, 25(2), 339-358.
Yilmaz, M. E. (2012). The rise of political Islam in Turkey: the Case of the Welfare Party. Turkish Studies, 13(3), 363-378.
Kaya, A. (2015). Islamisation of Turkey under the AKP rule: Empowering family, faith and charity. South European Society and Politics, 20(1), 47-69.
Εικόνα: https://www.dailysabah.com/opinion/columns/a-surreal-western-view-on-erdogan-and-neo-ottomanism