Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΗΠΑ-ΚΙΝΑΣ

Γράφει η Χριστίνα Μουτάφη

Με τον εμπορικό τους πόλεμο να βρίσκεται σε εξέλιξη, με ένα δυσοίωνο μέλλον και με τις απειλές των ΗΠΑ για απαγόρευση δραστηριοποίησης αμερικανικών επιχειρήσεων στην Κίνα, οι διαπραγματευτές Ουάσιγκτον και Πεκίνου συμφώνησαν σε μια επιφυλακτική ανάπαυλα.Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν και ο Εκπρόσωπος των ΗΠΑ για το εμπόριο Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ συναντήθηκαν με τον αντιπρόεδρο Λιου Χε και άλλους Κινέζους αξιωματούχους στις 9 Οκτωβρίου 2019, στα κεντρικά κτίρια του USTR (United States Trade Representative), κοντά στον Λευκό Οίκο. Οι διήμερες συζητήσεις έληξαν στις 11 Οκτωβρίου 2019 με μια συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Κινέζου αντιπρόεδρου Λιου Χε, ο οποίος είναι ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Κίνας. Τη μέρα εκείνη ανακοινώθηκε ότι το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον κατέληξαν σε μια συμφωνία «πρώτης φάσης», η οποία ακόμα δεν υπάρχει σε γραπτή μορφή, αφήνοντας περιθώριο να συζητηθούν περαιτέρω τις επόμενες εβδομάδες οι λεπτομέρειες σχετικά με τις σχέσεις Κίνας- ΗΠΑ.

Ας δούμε, όμως, εκτενέστερα, τις ήδη υφιστάμενες σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων και τους λόγους που τις οδήγησαν στην εν λόγω εμπορική συμφωνία. Συγκεκριμένα, ήδη από τις αρχές του 2018 είχε ξεκινήσει ένας «εμπορικός πόλεμος» μεταξύ των δύο χωρών. Τον Μάρτιο του 2018, ο αμερικανός Πρόεδρος εξαπέλυσε έναν ανελέητο εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, απαιτώντας να τερματιστούν αυτές που αποκαλεί «κακόπιστες» κινεζικές εμπορικές πρακτικές, όπως είναι η «εξαναγκαστική» μεταφορά αμερικανικών τεχνολογιών και οι «μαζικές» επιχορηγήσεις κινεζικών κρατικών εταιρειών. Το Πεκίνο μέχρι τότε δεν υποχωρούσε στον βαθμό που θα ικανοποιούσε τον Αμερικανό Πρόεδρο και ανταποδίδει τα μέτρα με δικούς του δασμούς σε αντίποινα, οι οποίοι έπλητταν, ουσιαστικά, το σύνολο των προϊόντων που εισάγονταν από τις ΗΠΑ. Η ένταση, όμως, κορυφώθηκε όταν το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου απέκλεισε την Huawei Technologies από την αγορά αμερικανικών προϊόντων, υποστηρίζοντας ότι η εταιρία εμπλέκεται σε δραστηριότητες που είναι αντίθετες στην εθνική ασφάλεια. Αναλυτικότερα, η Google απέκλεισε τη Huawei από τις μελλοντικές αναβαθμίσεις του λειτουργικού συστήματος Android, ενώ παράλληλα, τα νέα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα της κινεζικής εταιρείας θα έχαναν τη δυνατότητα πρόσβασης σε δημοφιλείς εφαρμογές της Google. Ο Τραμπ προσέθεσε την κινεζική αυτή εταιρία στον κατάλογο των εταιριών με τις οποίες οι αμερικανικές εταιρίες δεν μπορούν να συναλλάσσονται, εκτός αν έχουν ειδική άδεια. «Η Huawei μπορεί να εξαφανιστεί από την αγορά των κινητών τηλεφώνων στη δυτική Ευρώπη του χρόνου, αν χάσει την πρόσβασή της στην Google», εκτιμά μια ειδικός της Strategy Analytics.

Την άνοιξη του 2019, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ έδωσε εντολή στον αντιπρόσωπο των ΗΠΑ για το εμπόριο να αρχίσει τη διαδικασία επιβολής υψηλότερων τελωνειακών δασμών σε όλα τα εναπομείναντα προϊόντα που εισήγαγε η χώρα του από την Κίνα, επικαλούμενος ότι το Πεκίνο υπαναχώρησε από δεσμεύσεις που είχε κάνει στις διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών. Οι «κυρωτικοί» δασμοί ύψους 15% θα επιβάλλονταν σε μεγάλο μέρος των κινεζικών αγαθών αξίας 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ως τότε δεν πλήττονταν. Τα εμπορεύματα που είχαν τεθεί στο στόχαστρο εκτείνονταν σε ευρύ φάσμα προϊόντων και επρόκειτο για υφάσματα και ιματισμό, τρόφιμα, έπιπλα και άλλα. Επομένως, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλουν οι κυβερνήσεις των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, για να τερματιστεί ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσά τους, κατέληξαν στην εν λόγω, σε πρώτη φάση, εμπορική συμφωνία, ένα είδος ανακωχής μεταξύ των δύο χωρών.

Με αυτήν τη συμφωνία, το Πεκίνο φαίνεται ότι είναι διατεθειμένο να προβεί σε κάποιες παραχωρήσεις στις ΗΠΑ αναφορικά με τα αγροτικά προϊόντα και οι ΗΠΑ στον αντίποδα να συνομολογήσουν σε άρση κάποιων δασμών που ίσως εμπεριέχουν και τις τεχνολογικές εταιρείες, ενώ διαφαίνεται ότι θα καθυστερήσουν και την επιβολή δασμών που ήταν προγραμματισμένο να επιβληθούν. Η συμφωνία αυτή είναι πολύ σημαντική, καθώς θα αποτελεί το μεγαλύτερο βήμα που έχουν κάνει οι δύο χώρες τους τελευταίους 18 μήνες για να βάλουν ένα τέλος στην εκατέρωθεν επιβολή επιπρόσθετων δασμών, που συντηρεί ένα κλίμα ανησυχίας στις διεθνείς χρηματαγορές, επιβραδύνοντας παράλληλα την παγκόσμια ανάπτυξη. Εν ολίγοις, η εν λόγω εμπορική συμφωνία τερματίζει, αρχικά, τον εμπορικό πόλεμο που μαινόταν μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, καλύπτοντας κυρίως θέματα γεωργίας και νομισματικής πολιτικής. Χαρακτηριστικά, ο Στίβεν Μνούτσιν, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, ανέφερε ότι ως μέρος της συμφωνίας εξετάζεται η ανάκληση από την Ουάσιγκτον της δήλωσης ότι το Πεκίνο χειραγωγεί το νόμισμά του, καθώς το τελευταίο αναμένεται να δηλώσει ότι δεν εμπλέκεται σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και να είναι περισσότερο διαφανές σε οποιεσδήποτε παρεμβάσεις.

Παρά τη μεγάλη σημασία της πρώτης φάσης της συμφωνίας, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα και οι αρνητικές όψεις της. Ειδικότερα, στις διαπραγματεύσεις, οι ΗΠΑ προσέφεραν περιορισμένες διευκολύνσεις σε ότι αφορά τους δασμούς. Συγκεκριμένα, συμφώνησαν να αναστείλουν τις αυξήσεις σε κινεζικά προϊόντα 250 δισ. ευρώ από το 25% στο 30%, ωστόσο, δεν υποχώρησαν σε κάποιους από τους υφιστάμενους δασμούς. Παραμένει, επίσης, η απειλή για δασμούς 15% σε σειρά κινεζικών προϊόντων, περιλαμβανομένων και αυτών που επέβαλαν στις 15 Δεκεμβρίου, ενώ παράλληλα, δεν δεσμεύτηκαν να τερματίσουν το κυνήγι εναντίον της Huawei την οποία θεωρούν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Απ’ την άλλη πλευρά, όσον αφορά στην Κίνα, περιορισμένες ήταν και οι παραχωρήσεις από το Πεκίνο, ουσιαστικά, ένα πλέγμα δεσμεύσεων που έγιναν στους πολλούς γύρους συζητήσεων που προηγήθηκαν. Συμφώνησε σε κάποιες επιπλέον αγορές αγροτικών προϊόντων, κυρίως σόγια και χοιρινό σε ποσότητες αξίας 40-50 δισ. δολάρια το χρόνο, ποσό διπλάσιο έναντι αυτού της έναρξης του εμπορικού πολέμου, σύμφωνα με τον Τραμπ. Επιπλέον, προσέφερε κάποια μέτρα σε θέματα που αφορούν την πνευματική ιδιοκτησία, τις ισοτιμίες και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Δεν έκανε, όμως, μεγάλες παραχωρήσεις σε θέματα βιομηχανικών επιδοτήσεων και άλλες πρακτικές που δυσανασχετούν τις ΗΠΑ και τις επιχειρήσεις τους.

Εν κατακλείδι, σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνετο αυτή η συμφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αύξαναν τους δασμούς σε περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια των κινεζικών εισαγωγών, σε ποσοστό 30% αντί για 25%. Η απειλή αυτή για την φορολογία των εισαγωγών θα επηρέαζε και τον μέσο Αμερικανό καταναλωτή ο οποίος θα δυσκολευόταν, ενόψει μάλιστα και της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων. Πέρα από αυτό, η πιθανότητα να εισερχόταν η αμερικανική οικονομία το 2020 σε κατάσταση ύφεσης, θα έθετε σε κίνδυνο τις προοπτικές επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. Τέλος, όμως, κρίνοντας από το ότι η κυβέρνηση Τραμπ αναζητά συνεχώς το μέγιστο πλεονέκτημα έναντι του Πεκίνου -που πλέον εισέρχεται σε σημείο να περιλαμβάνει απειλές για απαγόρευση της αμερικανικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα και για διαγραφή των κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια- μια αύξηση των εχθροπραξιών μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας είναι πολύ πιθανή και ίσως αναπόφευκτη, ενισχύοντας τις προστριβές μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της οικονομίας.

Βιβλιογραφία

Πηγή εικόνας: ΗΠΑ-Κίνα: Κλείνει η πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας, EURO2day, Οκτώβριος 26, 2019. Διαθέσιμο σε: https://www.euro2day.gr/news/world/article/1704041/hpakina-kleinei-h-proth-fash-ths-emporikhs-symfoni.html