γράφει η Αναστασία-Νεφέλη Βιδάκη,
Το “Παράδοξο της Αφθονίας” ή η “Συμφορά των Πόρων”αναφέρεται στο οικονομικά οξύμωρο φαινόμενο που θέλει χώρες με κάποια αφθονία φυσικών πόρων να εμφανίζουν μικρότερη οικονομική μεγέθυνση από κράτη που στερούν σε αυτόν τον τομέα. Αυτό, ενδεχομένως, να οφείλεται σε πολλούς λόγους όπως μια διευρυμένη οικονομική δυσκαμψία και μια παθολογική εξάρτηση από τα ορυκτά ως κύρια πηγή κρατικών εσόδων που με τη σειρά της θέτει ρίσκα και προβλήματα. Η οικονομική αντίληψη του φυσικού πλούτου ως μια «κακοτυχία» έκανε την εμφάνισή της ήδη από τη δεκαετία του 1960, ιδίως όταν σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αυτές του ΟΠΕΚ, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν κατά κεφαλή μειώθηκε, ενώ στον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο κόσμο αυξήθηκε.
Ωστόσο, δεν ευθύνεται η αφθονία των πόρων αυτή καθ’ αυτή όσο η μεταβλητότητα των τιμών της που επισύρει αρνητικά αποτελέσματα για τις χώρες που τη βιώνουν αλλά και για αυτές που είναι μετέπειτα αποδέκτες της. Καταρχάς, στον τομέα των εξωτερικών συγκρούσεων, εύπορες πετρελαϊκά χώρες συμμετέχουν εντονότερα από άλλα κράτη λόγω μιας “πετρο-επιθετικότητας”, η οποία ενισχύει την τάση σε πλούσια σε πετρέλαιο κράτη να προξενούν διεθνείς συρράξεις ή να αποτελούν τους στόχους τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: εισβολή του Ιράκ στο Ιράν και το Κουβέιτ, εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ κα. Παράλληλα, οι μέτοχοι των μεριδίων των ορυκτών είτε πρόκειται για φυσικά πρόσωπα οργανωμένα σε ομάδες είτε για υπηρεσίες και υπουργεία που εντάσσονται στην κρατική οντότητα, καταλήγουν σε διενέξεις που λειτουργούν ενίοτε και αποσχιστικά, και σε κάθε περίπτωση περιορίζουν τη δράση των κυβερνήσεων. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο ωθεί στην υπονόμευση της εσωτερικής διακυβέρνησης και της οικονομικής της υπόστασης, σε εντάσεις για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των πόρων και την κατανομή των εσόδων τους, ιδίως όταν απαιτούν πρόσβαση σε αυτά και παράταση χρήσης τους οι εμπόλεμες ζώνες. Ταυτόχρονα, πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι συχνά θύματα εξωτερικού καταναγκασμού από τις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις του Δυτικού κόσμου που αποσκοπούν στην αποφυγή πιθανής επανεπένδυσης των εσόδων σε αναπτυξιακές ή κοινωνικές πρωτοβουλίες που ενδέχεται να δώσουν τέλος στην οικονομική και πολιτιστική αποτελμάτωση που πολλές από αυτές βιώνουν. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τέλος, σε υπανάπτυκτες, πλην όμως πλούσιες σε πόρους χώρες, είναι περιορισμένα ή απουσιάζουν εντελώς, διότι τα κράτη αυτά κυβερνώνται από αυταρχικά καθεστώτα που ποδηγετούνται από την αντίστοιχη ελίτ.
Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα είναι αλήθεια ότι οι τιμολογήσεις για ορισμένους φυσικούς πόρους υπόκεινται σε μεγάλες διακυμάνσεις. Το ασταθές οικονομικά περιβάλλον αποτρέπει έναν σχεδιασμό μακροπρόθεσμογια την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Τα κοινωνικά προγράμματα, οι συμβάσεις έργων και η κυβερνητική πολιτική εν γένει στο χώρο των υποδομών, της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους αεροβατούν μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας. Σε περίπτωση ματαίωσής τους, ματαιώνεται και η λαϊκή στήριξη. Σε χώρες των οποίων οι οικονομίες κυριαρχούνται από τους φυσικούς πόρους, η πολιτεία δεν χρειάζεται να φορολογεί τους πολίτες, καθώς πάντα υφίσταται μια εγγυημένη πηγή εσόδων. Εκείνοι με τη σειρά τους, έχουν ελάχιστα κίνητρα για έλεγχο της δαπάνης του δημόσιου χρήματος. Ως συνέπεια, οι χώρες των οποίων οι οικονομίες κυριαρχούνται από τα ορυκτά εμφανίζονται πιο καταπιεστικές, διεφθαρμένες και κακώς διαχειριζόμενες. Δεν γίνεται λόγος για οικονομική διαφοροποίηση, γιατί ακόμη και αν η πολιτεία προσπαθεί να επεκτείνει την οικονομία και να την επεκτείνει, η διαρκώς προσοδοφόρα άντληση των φυσικών πόρων είναι δυνατόν να ανταγωνίζεται την υπόλοιπη βιομηχανία. Τα υψηλά χρηματοοικονομικά έσοδα από αυτή αποθαρρύνουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές, αυξάνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της αιφνίδιας μείωσης της τιμής των πόρων και δεν συντείνει στην καταπολέμηση της ανεργίας, εφόσον πολλές θέσεις εργασίας καταλαμβάνονται από αλλοδαπό προσωπικό από τις χώρες προέλευσης των εκάστοτε εταιριών. Το ανθρώπινο κεφάλαιο παραγκωνίζεται καθώς η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού συγκεντρώνεται στις επιχειρήσεις του ορυκτού τομέα. Για να αντισταθμιστεί η άνοδος της ανεργίας χρησιμοποιούνται κρατικοί πόροι για την “τεχνητή δημιουργία” απασχόλησης. Επιπλέον, οι φυσικοί πόροι της χώρας λειτουργούν ως εγγύηση σε εξασφαλίσεις, οι οποίες οδηγούν σε πιστωτική επέκταση. Ωστόσο, αν οι τιμές των εξαγωγικών πόρων αρχίζουν να μειώνονται και η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ελαττωθεί, η πολιτεία θα διαθέτει λιγότερα χρήματα για να εξοφλήσει ένα πιο ακριβό χρέος το οποίο θα συσσωρεύεται. Τέλος, σε πλούσιες σε φυσικές πηγές χώρες, είναι συχνά πιο εύκολο να διατηρηθεί στην εξουσία μια κυβέρνηση με την διανομή πόρων σε συγκεκριμένους τομείς, παρά μέσω οικονομικών πολιτικών ανάπτυξης και ανταγωνισμού, κάτι που ωθεί στη διαφθορά και το νεποτισμό.
Κατάρα ή ευλογία, ο ορυκτός πλούτος καταδικάζει χώρες και ολόκληρους πληθυσμούς σε οικονομικό και πολιτικό τέλμα, ενώ εξυψώνει άλλες και τους παρέχει ανεπανάληπτες δυνατότητες ανάπτυξης και προοπτικής. Ίσως γι’ αυτό να ευθύνονται οι ηγεσίες τους, ίσως και όχι. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι πως περιπτώσεις σαν αυτή της Βενεζουέλας, χωρών που κτίστηκαν πάνω στην αναντιστοιχία μεταξύ πετρελαϊκών κερδών και βιοτικού επιπέδου είναι πολλές και μένει να δούμε με ποιον τρόπο θα καταστούν γνωστές στο ευρύ κοινό.
Πηγές:
Rangel E. Beatrice, (2005). «The Geopolitics of Oil», ASCE, διαθέσιμο στο: http://www.ascecuba.org/c/wp-content/uploads/2014/09/v15-rangel.pdf, σελ. 481-483.
Heinberg Richard, (2011). «Resource Wars: Geopolitics in a World of Dwindling Energy Supplies», διαθέσιμο στο: http://oilprice.com/Geopolitics/International/Resource-Wars-Geopolitics-In-A-World-Of-Dwindling-Energy-Supplies.html