Γράφει η Παυλίνα Παπάνια
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το διεθνές σύστημα ήταν κλονισμένο από τους δύο μεγάλους και αιματηρούς πολέμους ενώ ηχηρό ήταν και το καμπανάκι του ψυχροπολεμικού κινδύνου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών αναδείχθηκαν ως πληρεξούσιες, αντιμέτωπες ηγέτιδες στο θέμα διαχείρισης της Γερμανίας. Η 44χρονη περίοδος του ψυχρού πολέμου με τον φόβο της επικράτησης του «σιδηρούν παραπετάσματος»[1], προκάλεσε ένα ευρύ, διεθνές πλέγμα επιπτώσεων σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Επομένως, η συνεχής και μακροχρόνια αντιπαλότητα που ρίζωνε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ εδραίωνε τον ανταγωνισμό και έτρεφε το μίσος τόσο στα μαρξιστικά-λενινιστικά κομμουνιστικά κράτη του ανατολικού φλοιού της «γηραιάς» ηπείρου, όσο και στην πλειοψηφία των δημοκρατικών κρατών της δύσης, στα οποία στηριζόταν και αναθερμαινόταν συνεχώς η καπιταλιστική οικονομία.
Η σύγκλυση των αμερικανικών και των δυτικοευρωπαϊκών συμφερόντων έγκειται στον κοινό στόχο της αποφυγής επανάληψης των γεγονότων της μεσοπολεμικής περιόδου, της οικονομικής εξουθένωσης των Γερμανών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, της εξαγρίωσης του γερμανικού λαού και της ανόδου ενός άλλου Χίτλερ στην εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι οι τραγικές μέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χαράχτηκαν βαθιά στις μνήμες των νικητών με αποτέλεσμα την πάση θυσία αποφυγή επανάληψης του ίδιου φαύλου κύκλου. Εκτός αυτού, η Μ. Βρετανία είχε αναλάβει αρχικά την οικονομική ενίσχυση του ανήμπορου γερμανικού λαού, ενώ κράτη όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία συνειδητοποίησαν ότι η επανεκκίνηση της γερμανικής βιομηχανίας έχρηζε υψίστης σημασίας λαμβάνοντας υπόψη ότι, πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία συνιστούσε τον καλύτερο πελάτη τους.
Επίσης, εμφανές ήταν το εξουσιαστικό κενό που υπήρχε στην Ευρώπη. Συνεπώς, η Ε.Σ.Σ.Δ θεώρησε αυτή τη συγκυρία ως ένα “παράθυρο ευκαιρίας” για την προσάρτηση όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών στο «buffer zone» της. Κάθε κράτος συνιστούσε στόχο «διεκδίκησης» τόσο από τη μία δύναμη όσο και από την άλλη και εν τέλει αποτελούσε ένα παιχνίδι διεκδίκησης πιονιών στη γεωπολιτική και ιδεολογική σκακιέρα των δύο υπερδυνάμεων. Έτσι, η οπισθοδρόμηση της Μεγάλης Βρετανίας το 1947 πραγματοποιήθηκε την καταλληλότερη στιγμή για την αντικατάσταση της από τις Η.Π.Α., οι οποίες με κατευθυντήρια γραμμή την εδραίωση της δυτική κουλτούρας, στόχευσαν στην πεποίθηση ότι όλοι μοιράζονται τις ίδιες κοινές αξίες, την ίδια πολιτιστική ταυτότητα. Η ανάδειξη της Αμερικής ως προστάτιδας δύναμης στηρίχθηκε στην οικονομική και στρατηγική υπεροχή της έναντι των άλλων χωρών της δυτικής ομπρέλας. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν εκείνες που έβγαλαν τις δυτικές χώρες από τη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσω της παροχής οικονομικής βοήθειας για τη διασφάλιση της εθνικής τους ακεραιότητας έναντι κάθε σοβιετικής απειλής.
Πιο συγκεκριμένα, η δυτική Ευρώπη έλαβε από το σχέδιο Μάρσαλ 13 δισ. δολάρια ενώ στο σύνολο της είχε δεχτεί συνολική χρηματοδότηση ύψους 21,7 δισ. δολαρίων. Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ ήταν η χώρα που έδωσε ξανά ζωντάνια στην ευρωπαϊκή οικονομία μέσω των επενδύσεων και του ανοίγματος των αμερικανικών αγορών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές. Στην πραγματικότητα ο σημαντικότερος σκοπός του σχεδίου Μάρσαλ ήταν η δημιουργία μίας νέας παγκόσμιας τάξης κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Οι δυτικές χώρες χρειάζονταν οπωσδήποτε την αμερικανική χρηματοδότηση εάν ήθελαν να ανακάμψουν ξανά και η Αμερική έθεσε ως “βέτο” για την παροχή οικονομικής υποστήριξης, μεταξύ άλλων, δύο όρους. Ο πρώτος αφορούσε το πολιτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα την απαίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών για τον αποκλεισμό των κομμουνιστών από τα κυβερνητικά σχήματα των δυτικών χωρών. Ο δεύτερος εδράζεται στον οικονομικό τομέα και σχετίζεται με τη διάθεση των αμερικανικών πιστώσεων που είχαν ως παραλήπτες τη δυτική Ευρώπη στην αγορά αμερικανικών προϊόντων.
Ωστόσο, ήδη από το 1970 το πολιτικό σοβιετικό προσκήνιο του Κρεμλίνου άρχισε να καταρρέει σιωπηλά καθώς η ΕΣΣΔ αποδείχτηκε ανίκανη να διατηρήσει την δύναμη της στα κατεχόμενα κράτη της (Στεφανίδης 2012). Ένας λόγος ήταν οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στη βελτίωση του βοιωτικού επιπέδου και θα μεγιστοποιούσαν την παραγωγικότητα του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη περίοδο 1985-1991, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στη συνέχεια, ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη όπως η Πολώνια, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ανέτρεψαν το σοσιαλισμό προκαλώντας τη παταγώδη κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Ακόμη, σε κοινωνικό επίπεδο, η ανέγερση του τοίχους του Βερολίνου μεταξύ δυτικής και ανατολικής Γερμανίας το 1961, λειτούργησε ως το απόλυτο διεθνές σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του ψυχρού πολέμου. Επιπροσθέτως, στον τομέα των τεχνών, η επικράτηση του «τείχους της ντροπής» συνέβαλε στην έντονη προώθηση και ανέλιξη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού καθώς και στην καλλιτεχνική σοσιαλιστικοποίηση που παρήχθη στο καλλιτεχνικό εσωτερικό της ΕΣΣΔ και λειτούργησε ως αρωγός της απλής και κατανοητής, για τις λαϊκές μάζες, λαϊκής αισθητικής.
Τέλος, σημαντική είναι και η ιδεολογική χροιά που συνόδευε τα 44 χρόνια της ψυχρής αντιπαράθεσης των δύο τότε υπερδυνάμεων του παγκόσμιου συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, ο ιδεολογικός μανδύας που έντυνε την αντιπαράθεση Η.Π.Α. – Ε.Σ.Σ.Δ. αντικατοπτρίζεται στον ανταγωνισμό μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού και σε τελική ανάλυση στον συνεχή αγώνα για την επικράτηση και την εδραίωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών έναντι των λαϊκών. Βέβαια, ο ιδεολογικός αναβρασμός των διαφορετικών πεποιθήσεων δεν ήταν δημιούργημα “μιας νύχτας” αλλά εξελισσόταν σταδιακά ήδη από το 1940. To σχέδιο Μάρσαλ αποτελεί απτή αποτύπωση της στενής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των Η.Π.Α. και της δυτικής Ευρώπης καθώς συνδέεται άρρηκτα με γενεσιουργές αιτίες του Ψυχρού πολέμου. Τα βαθύτερα αίτια της δημιουργίας του ψυχροπολεμικού αυτού μορφώματος είναι τόσο στρατηγικά όσο και ιδεολογικά και σχετίζονται με μία σειρά διαδοχικών αδιεξόδων, στα οποία εγκλωβίζονταν οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βιβλιογραφία:
Ε. Χατζηβασιλείου, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2004), Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη
Κ. Δ. Κεντρωτής, Μετά το «τέλος» της Ιστορίας (2012), Αθήνα: εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ
J. Baylis, S. Smith, P. Owens, Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (2011), εκδόσεις Επίκεντρο
J. W. Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου 1945-1991 (2001), εκδόσεις Πατάκη
D. Raynolds, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η πυρηνική εποχή 1950-1990μ.Χ. (1993), Αθήνα: εκδόσεις Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
Ψαλλίδας Γ., (21.8.2011), Το Σιδηρούν Παραπέτασμα, διαθέσιμο στο https://www.kathimerini.gr/world/435260/to-sidiroyn-parapetasma (τελευταία πρόσβαση στις (11.09.2020)
Η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο (25.05.2015), διαθέσιμο στο «http://www.kathimerini.gr/816045/gallery/epikairothta/ereynes/h-ellada–ston-yyxro-polemo» (ημερομηνία πρόσβασης 30/8/2020)
Πηγή εικόνας: Laura Daniels: «Russian Active Measures in Germany and the United States: Analog Lessons From the Gold War», διαθέσιμη στο
[1] Η χρησιμοποίηση του εν λόγω όρου έγινε για πρώτη φορά από τον Ουίνστον Τσώρσιλ και αφορά τη νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και κατ΄ επέκταση των σοσιαλιστικών κρατών που βρίσκονταν υπό την επιρροή και των δυτικών κρατών που ανήκαν στη νατοϊκή ομπρέλα. Παραδείγματα αμφοτέρων “στρατοπέδων” είναι η Πολωνία και η Ουγγαρία από τη μία και η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία από την άλλη.