Loading...
Latest news
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Συρία: Οι ρίζες της εμφύλιας διαμάχης και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι για το μέλλον

Γράφει ο Χαράλαμπος Δασκαλάκης

Η Συρία ήταν ένα κράτος, γνωστό για το αυταρχικό καθεστώς της οικογένειας Άσαντ, που τη διοικούσε για πάνω από μισό αιώνα τώρα, συγκεκριμένα από το 1970 (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum,2016), όπου κατέλαβε την εξουσία ο Χαφέζ αλ – Άσαντ, πατέρας του πρώην κυβερνήτη, Μπασάρ αλ – Άσαντ, έως και την κατάληψη της Δαμασκού από τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις, με κυρίαρχη την οργάνωση Hay’at Tahrir al – Sham (HTS), υπό την ηγεσία του Αμπού Μοχάμεντ αλ – Τζολάνι, στις 7 Δεκεμβρίου 2024 (Al – Jazeera, 2024). Γιατί όμως οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας, ιδιαιτέρως η είδηση της κατάληψης της Δαμασκού, προκάλεσαν αυτό το κύμα ενθουσιασμού και συγκίνησης, που παρατηρείται σε χιλιάδες Σύριους σε όλο τον κόσμο; Η ανάλυση που ακολουθεί, θα προσπαθήσει σύντομα να αναδείξει τις ρίζες του σημερινού προβλήματος και να δώσει έτσι απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, αλλά και να δημιουργήσει ένα γόνιμο προβληματισμό για το τι μέλλει γενέσθαι στην ευρύτερη περιοχή, έπειτα και από την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.

Αρχικά, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι η Συρία αποτελεί μία χώρα με έντονη θρησκευτική και εθνική ποικιλομορφία, και ως εκ τούτου, οι διαμάχες στα Συριακά εδάφη, δεν αποτελούν ένα καινούριο φαινόμενο. Αιώνες τώρα η περιοχή κατοικείται τόσο από Σουνίτες, οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού, όσο και από Σιίτες Μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί το σπίτι χιλιάδων Χριστιανών –  κυρίως Ορθόδοξων – αλλά και θρησκευτικών μειονοτήτων, εκτός των δύο αυτών μεγάλων θρησκειών, όπως είναι οι Αλεβίτες, οι Δρούζοι, οι Γιαζίντι, και άλλοι, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Συρίας, όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα (Arthur Goldschmidt Jr. et Aomar Boum, 2016). Με αυτά τα δεδομένα και την αναπόφευκτη αστάθεια που προκαλούσαν οι διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων και των σεκτών, αναδύθηκε στη χώρα μία πολιτική δύναμη, με τεράστια απήχηση στον αραβικό κόσμο, το Κόμμα Μπάαθ («Αναγέννηση»), το 1943 (Britannica, 2024), το οποίο αποτέλεσε το πρώτο αραβικό σοσιαλιστικό κίνημα, διακηρύσσοντας ιδέες, όπως την ενοποίηση των Αραβικών λαών, και την αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής (Arthur Goldschmidt Jr. et Aomar Boum, 2016).

Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι ιδέες για το ποιά θα έπρεπε να είναι η σωστή κατεύθυνση αυτής της Αραβικής ενοποίησης, προκάλεσαν εσωτερική διαφωνία μεταξύ των Μπααθιστών, οι οποίοι ουσιαστικά χωρίστηκαν στους λεγόμενους «προοδευτικούς» και τους «εθνικιστές», με τους δεύτερους να αναδεικνύονται νικητές σε αυτή τη διαμάχη, με ηγετική μορφή τον Χαφέζ αλ – Άσαντ, τότε αξιωματικό της Συριακής πολεμικής αεροπορίας, όπου ανέλαβε, έπειτα από πραξικόπημα, την πρωθυπουργία της χώρας, το 1970 (Britannica, 2024).

Έκτοτε, και για όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι και την σημερινή ανατροπή του γιου του, Μπασάρ, η χώρα μαστίζεται από μία πληθώρα εσωτερικών προβλημάτων. Αυτά, έχουν τόσο να κάνουν με την αυταρχική διακυβέρνηση της οικογένειας Άσαντ, που ευνοούσε ανέκαθεν, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μία πολύ συγκεκριμένη ελίτ της χώρας, κυρίως αποτελούμενη από Αλεβίτες επιχειρηματίες και πολιτικούς, όσο όμως και με το γεγονός, ότι αυτή η εύνοια επέφερε τεράστιες ανισότητες μεταξύ της ισχυρής αλεβιτικής μειοψηφίας και του υπόλοιπου λαού, με αποτέλεσμα την συνεχώς αυξανόμενη ανέχεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Μάλιστα η κυβέρνηση λειτουργούσε με το λεγόμενο «νόμο εκτάκτου ανάγκης», που, αφενός, επέτρεπε στο καθεστώς να καταστείλει βίαια οποιαδήποτε αντίδραση των πολιτών, ασχέτως εάν ήταν ειρηνική ή όχι, αφετέρου, δεν αναγνώριζε καμία συνταγματική προστασία των φτωχών (Arthur Goldschmidt Jr. et Aomar Boum, 2016).

Οι αντιδράσεις στην αυταρχική αυτή διακυβέρνηση, όπως είναι λογικό, υπήρξαν εντονότατες από την αρχή, με τα λαϊκά στρώματα να πραγματοποιούν διαδηλώσεις κατά του Άσαντ. Ιδιαίτερα, η Σουνιτική πλειοψηφία, που αποτελεί σχεδόν το 70% του πληθυσμού μαζί με Αλεβίτες, που δεν ανήκαν στην ελίτ και υπέφεραν εξίσου από την σκληρότητα των καθεστωτικών, ενώ αρκετές φορές πραγματοποίησαν – ανεπιτυχώς –  επαναστάσεις και οι Κούρδοι, που αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού της Συρίας (Arthur Goldschmidt Jr. et Aomar Boum,2016).

Στις αρχές του 2011 λοιπόν, για τους εξεγερμένους Σύριους, ανοίχτηκε ένας νέος δρόμος, με τα γεγονότα της «Αραβικής Άνοιξης» το 2010, σε χώρες όπως η Τυνησία και -κυρίως- η Αίγυπτος, να δίνουν ελπίδα για πιθανές αλλαγές προς το καλύτερο και για την δική τους χώρα. Το Μάρτιο του 2011, σε μια πράξη ειρηνικής διαμαρτυρίας, νεαρά αγόρια,  ηλικίας 13 έως 15 χρονών, προχώρησαν στο βάψιμο τοίχων με συνθήματα υπέρ της Αραβικής Άνοιξης και κατά του Άσαντ, κάτι που οδήγησε στη σύλληψη τους, το βασανισμό τους, και μάλιστα το θάνατο ενός δεκατριάχρονου ενός από αυτά στα χέρια των αρχών (Al – Jazeera, 2024). Η συνέχεια ήταν να ενταθούν οι διαδηλώσεις, με τις αστυνομικές αρχές να συλλαμβάνουν, να χτυπούν βίαια, ακόμα και να σκοτώνουν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, κάτι που τον Ιούλιο του ίδιου έτους οδήγησε αρκετούς στρατιωτικούς – που αποχώρησαν από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και αρνήθηκαν να συμβάλλουν σε αυτή τη βία – να δημιουργήσουν τον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» (Free Syrian Army – FSA), στη χρονική στιγμή που πολλοί ορίζουν ως την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου (Al – Jazeera, 2024).

Από νωρίς, δεν άργησε να εισέλθει και η θρησκευτική διάσταση στην εμφύλια αυτή διαμάχη, κάτι που θα οδηγούσε, εν τέλει, και στην εμπλοκή διεθνών δρώντων σε αυτή, διαμορφώνοντας την περίπλοκη κατάσταση που είναι γνωστή σήμερα. Αφενός, με την πληθυσμιακή πλειονότητα, όπως αναφέρθηκε, να είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούσαν, επίσης, την πλειοψηφία και των εξεγερμένων, αλλά και του FSA, και αφετέρου, τον Άσαντ να τους χαρακτηρίζει ως «εξτρεμιστές της αλ – Κάιντα», δόθηκε η αφορμή στα γειτονικά Σουνιτικά κράτη της περιοχής, που δεν έβλεπαν την κατάχρηση εξουσίας του Άσαντ με καλό μάτι, να υποστηρίξουν αμέσως τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Ο λόγος για τη στήριξη του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας, που υπήρξαν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό των εξεγερμένων (Britannica, 2024). Παράλληλα, στο πεδίο της μάχης δεν άργησαν να συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ, που μάλιστα είχαν αναπτύξει, μέσω της CIA -για σύντομο χρονικό διάστημα- και πρόγραμμα στρατιωτικής εκπαίδευσης των ανταρτών, τους οποίους προμήθευαν ακόμα και με εξοπλισμό στον αγώνα κατά του καθεστώτος (Al – Jazeera, 2024). Αντιθέτως, ο Άσαντ βρήκε συμμάχους στο πλευρό της Ρωσίας και της Κίνας, οι οποίες μάλιστα ασκούσαν συνεχώς veto σε προτεινόμενα ψηφίσματα των Δυτικών κρατών, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που αφορούσαν μία λύση στον Εμφύλιο, ενώ σε στρατιωτική βοήθεια άμεσα προχώρησε η μεγάλη Σιιτική δύναμη της περιοχής, το Ιράν, μέσω της εγκαθίδρυσης βάσεων της Χεζμπολάχ στα ανατολικά της Συρίας (Britannica, 2024).

Όλες αυτές οι παράμετροι και με δεδομένη τη θρησκευτική διάσταση στο Συριακό ζήτημα, ιδίως μετά και τη Σιιτική συμμετοχή στη σύγκρουση, πυροδότησαν ένα ακόμα επικίνδυνο όπλο. Αυτό του φονταμενταλιστικού Σουνιτικού Ισλάμ, και την ίδρυση, το 2013, της οργάνωσης “Jabhat al – Nusrah”, γνωστή και ως “Nusrah Front”, η οποία δημιουργήθηκε από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Al – Qaeda, και λειτούργησε για τρία χρόνια, έως ότου ο -γνωστός πλέον από τα πρόσφατα γεγονότα- Αμπού Μοχάμεντ αλ – Τζολάνι, φτιάξει μία νέα οργάνωση το 2016, την “Hay’at Tahrir al – Sham” (HTS), η οποία πλέον αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για το μέλλον της Συρίας, μετά την απόλυτη κυριαρχία της επί των δυνάμεων του Άσαντ (Rayhan Uddin, 2024) και την φυγή πλέον του τελευταίου στη Μόσχα (Al – Jazeera, 2024).

Φαίνεται, μάλιστα, ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, για την οργάνωση αυτή, να πραγματοποιήσει το μεγάλο της χτύπημα στο καθεστώς Άσαντ, μετά και από την εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, που μόλις είχε ανακοινωθεί λίγες μέρες πριν, και φάνηκε να ηρεμεί -πρόσκαιρα- το περιφερειακό πεδίο, την αποδυνάμωση των Σιιτικών δυνάμεων, εξαιτίας αυτού του πολέμου, τόσο εντός της Συρίας, όσο και εκτός (Ιράν και Λίβανος), αλλά και την επακόλουθη αδυναμία που προκύπτει από αυτό, στο Ιράν, χρόνιο σύμμαχο του Άσαντ, να παράσχει πλέον τη βοήθεια που παρείχε στον Αλεβίτη ηγέτη (David Hearst, 2024). Η Ρωσία, εξίσου σύμμαχος του Άσαντ σε όλα τα επίπεδα, όπως είναι λογικό, έχει στρέψει σχεδόν όλο το ενδιαφέρον της στρατιωτικά και πολιτικά, στον πόλεμο με την Ουκρανία, εκμεταλλευόμενη και τις τελευταίες μέρες της Προεδρίας Μπάιντεν, προσπαθώντας να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί πριν την αλλαγή της Αμερικανικής ηγεσίας (Sean Mathews, 2024).

Αυτά τα κενά ισχύος που δημιουργήθηκαν στη χώρα, επέτρεψαν την περαιτέρω διείσδυση ενός άλλου δρώντα, που φαίνεται να ωφελείται ιδιαιτέρως από τις εξελίξεις, την Τουρκία,  η οποία βλέπει στους Σουνίτες αδερφούς – συμμάχους της την ευκαιρία να καταστείλει την οποιαδήποτε Κουρδική διεκδίκηση στην περιοχή, διαμορφώνοντας μία κατάσταση ασφάλειας που την εξυπηρετεί στα σύνορα της με τη Συρία, κάτι που μπορεί να ευοδώσει ακόμα περισσότερο, έχοντας έναν έμπιστο σύμμαχο ως κυβέρνηση στη Συρία. Ήδη περισσότεροι από 100.000 Κούρδους έχουν απομακρυνθεί από το Χαλέπι, από τις επιθέσεις των -τουρκικά υποστηριζόμενων- Σουνιτών μαχητών του «Συριακού Εθνικού Στρατού» (Syrian National Army – SNA). Η απομάκρυνση, όμως, των Σύριων Κούρδων από τον τόπο τους, δεν είναι η μόνη μετακίνηση πληθυσμών που αναμένεται άμεσα να συμβεί, καθώς οι συνεχόμενες πιέσεις στην Τουρκική Κυβέρνηση, για εκτοπισμό των περίπου τριών εκατομμυρίων Σύριων Αράβων προσφύγων, που διαμένουν στην Τουρκία, και ο επαναπατρισμός στους στη Συρία, είναι φλέγον ζήτημα για την εσωτερική πολιτική του Ερντογάν (David Hearst, 2024). Η εξομάλυνση, όμως, ενός προσφυγικού προβλήματος για την Τουρκία και η επίτευξη μίας κάποιας σταθερότητας στα δικά της σύνορα, ελλοχεύει τον κίνδυνο για την έκρηξη μίας νέας προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης για την Ευρώπη και τη δημιουργία αστάθειας στα Ευρωπαϊκά σύνορα. Οι Κούρδοι, αν και αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό που αντιμετωπίζει πρόβλημα απέναντι στο νέο Ισλαμιστικό καθεστώς, δεν είναι ο μοναδικός. Οι μειονότητες που αναφέρθηκαν στην αρχή, κυρίως αυτές των Αλεβιτών, των Ορθοδόξων, και των Σιιτών, σίγουρα δεν αναμένεται να συναντήσουν και την καλύτερη αντιμετώπιση, παρά τις αρχικές ενωτικές τηλεοπτικές δηλώσεις του Τζολάνι και κάποιες μεμονωμένες συναντήσεις με κοινότητες. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η επικράτηση αυτή των εξτρεμιστικών φωνών στην αραβική χώρα, να προκαλέσουν ένα νέο κύμα εξεγέρσεων στον Μουσουλμανικό Αραβικό Κόσμο, ομοίως με αυτές της περιόδου 2010 – 2012.

Η επάνοδος, όμως, του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, δεν αποτελεί τη μόνη ανησυχία για τη Διεθνή Κοινότητα. Μάλιστα, καθίσταται πολύ πιθανό να αποτελέσει απλά την αφορμή για την συνέχιση των εχθροπραξιών στην περιοχή και από κρατικούς δρώντες, όπως διεκδικήσεις και πέραν των υψωμάτων του Γκολάν από το κράτος του Ισραήλ, με το πρόσχημα της περιφερειακής ασφάλειας απέναντι στους εξτρεμιστές, αλλά και μία επικίνδυνη αντίδραση στα γεγονότα και από την πλευρά του Ιράν, που ένα δυνατό Σουνιτικό Ισλαμιστικό καθεστώς του «κόβει» την κύρια αρτηρία υποστήριξης του προς τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, και ως εκ τούτου, και της οποιασδήποτε εξόδου του στη Μεσόγειο, με όποια οφέλη αυτή θα συνοδευόταν. Ακόμα και οι εκτοπίσεις των Κούρων στην νοτιοανατολική Τουρκία, μεταφέρουν μία ακόμα ανησυχία στο Σιιτικό κράτος, του οποίου οι Κουρδικοί πληθυσμοί αποτελούν μεγάλο μέρος, και ενδέχεται να επηρεαστούν ή ακόμα και να δραστηριοποιηθούν  έντονα με αυτές τις εξελίξεις.

Και η Ελλάδα ακόμα, φαίνεται συνετό να παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις, καθώς σίγουρα η εγκαθίδρυση ενός Ισλαμιστικού Κράτους στη γειτονιά της, τόσο κοντά με την Κύπρο και το Αιγαίο Πέλαγος, ιδίως όταν η ηγεσία αυτού του κράτους συμπλέει με τις τουρκικές βλέψεις και επιδιώξεις, δεν αποπνέει σε καμία περίπτωση αισιοδοξία, σχετικά και με τον ελληνοτουρκικό διάλογο.

Εξάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι, η διαχείριση της κρίσης ασφάλειας που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Συρία, αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας για το μέλλον της περιοχής, αλλά και για την παγκόσμια ασφάλεια, καθώς οποιαδήποτε ρήξη στις ήδη λεπτές ισορροπίες, μπορεί να δώσει στη σύγκρουση μία κλιμάκωση διεθνούς διάστασης, κάτι, όμως, που με ορθολογικό διπλωματικό διάλογο και προσεκτικές ενέργειες σε διεθνές επίπεδο έχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί.

Βιβλιογραφία:

Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum. (2016). Ιστορία της Μέσης Ανατολής, σ. 281 – 283, 329 – 331, 499 – 505. Εκδόσεις Επίκεντρο.

Albert Hourani. (2009). Η Ιστορία του Αραβικού Κόσμου. Ισλαμικά Κινήματα, σ. 539 – 542. Εκδόσεις Ψυχογιός.

Διαδικτυακές Πηγές:

Al-Jazeera. (2018). Syria’s war explained from the beginning. Διαθέσιμο σε: https://www.aljazeera.com/news/2018/4/14/syrias-war-explained-from-the-beginning

Britannica. (2024). Syrian Civil War. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/event/Syrian-Civil-War

Britannica. (2024). Ba’ath Party. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/Baath-Party

Rayhan Uddin. (2024). What does Hay’ at Tahrir al-Sham believe in? Middle East Eye. Διαθέσιμο σε: https://www.middleeasteye.net/news/what-does-hayat-tahrir-al-sham-believe

Al-Jazeera. (2024). Opposition fighters declare Syria’s Damascus ‘liberated’, al-Assad ousted. Διαθέσιμο σε: https://www.aljazeera.com/news/2024/12/8/opposition-fighters-take-syrian-capital-damascus

David Hearst. (2024). How the Syria crisis could reshape the Middle East. Middle East Eye. Διαθέσιμο σε: https://www.middleeasteye.net/opinion/how-syria-crisis-could-reshape-middle-east

Sean Mathews. (2024). US smells Russian and Iranian blood in Syria, but rebel offensive challenges Kurdish ally. Middle East Eye. Διαθέσιμο σε: https://www.middleeasteye.net/news/us-smells-russian-and-iranian-blood-syria-rebel-offensive-poses-challenges-kurdish-ally

Al-Jazeera. (2024). Russia gave asylum to deposed Syrian President al-Assad, Kremlin confirms. Διαθέσιμο σε: https://www.aljazeera.com/news/2024/12/9/russia-gave-asylum-to-deposed-syrian-president-al-assad-kremlin-confirms

Πηγή εικόνας:

Muhammad Haj Kadour/Agence France-Presse — Getty Images | The New York Times