Γράφει ο Χρήστος Μάλλης
Πρόλογος
Παρά την κοινή τους ύπαρξη στην ίδια νομισματική ένωση,σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν δύο διαφορετικά μακροοικονομικά μοντέλα με διαφορετικά χαρακτηριστικά που συνέβαλαν στην κρίση της Ευρωζώνης.Το ελληνικό μοντέλο βασισμένο στην ανάπτυξη μέσω της ζήτησης επιδόθηκε διαφορετικά την περίοδο του 2000,σε αντίθεση με το Γερμανικό μοντέλο προσανατολιζόμενο στις εξαγωγές και τις μισθολογικές πιέσεις.Έτσι, εξηγείται γιατί οι συνέπειες των λιγοστών ροών κεφαλαίων της λιτότητας από το 2009 και μετά, ήταν χειρότερες για ένα μοντέλο ζήτησης παρά για ένα μοντέλο εξαγωγών.Το άρθρο αναγνωρίζει την πολιτική της ΕΚΤ και το ευρώ ως παράγοντες που συνέβαλαν στις αποκλίσεις και την κρίση.
Κυρίως Θέμα
Τα δυο μακροοικονομικά μοντέλα στη θεωρία
Στην Ευρωζώνη,υπάρχουν δύο μακροοικονομικά μοντέλα με διαφορετικά χαρακτηριστικά που συνέβαλαν στην κρίση της Ευρωζώνης, το ένα στη Βόρεια Ευρώπη(Γερμανία) και το άλλο στη Νότια(Ελλάδα).Αρχικά, η Γερμανία παρουσιαζει μια Συντονισμένη Οικονομία Αγοράς με συγκεντρωτικά και συντονισμένα συνδικάτα και εργοδότες που ανεξάρτητα μπορούν να συντονίσουν και να καθορίσουν τα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην αγορά εργασίας(Regan,2017).Επίσης το γερμανικό μοντέλο βασίζεται στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών και στον χαμηλό πληθωρισμό διευκολύνοντας την παραγωγή απασχόλησης, την εξασφάλιση κοινωνικής προστασίας και εισοδηματικής ασφάλειας(Regan,2017).Επομένως,η μακροοικονομική δομή της Γερμανίας ακολουθεί νομισματικές πολιτικές προσανατολισμένες στη σταθερότητα, φορολογικές αντικυκλικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από την πλευρά της προσφοράς.Δηλαδή την περίοδο του 2000,οι αντικυκλικές μεταρρυθμίσεις αύξησαν τους φόρους και μείωσαν τις δημόσιες δαπάνες.Έτσι, οι πιέσεις στους μισθούς ενισχύουν το βιομηχανικό κλάδο, αλλά συρρικνώνουν τη ζήτηση στον εσωτερικό κλάδο.Όμως, το αξιοσημείωτο μέγεθος της εξαγωγικής βιομηχανίας σε σύγκριση με την εσωτερική βιομηχανία δημιουργεί οικονομική άνθηση(μέσω εξαγωγών) και ανάπτυξη της απασχόλησης(Johnston and Regan,2017).Αντίθετα, η Ελλάδα ως Μεσογειακή Οικονομία Αγοράς αποτελείται από μη συντονιστικά συνδικάτα και εργοδότες που δεν μπορούν(δηλ. είτε λόγω πολιτκών συμφερόντων είτε γραφειοκρατίας) να συντονίσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και κατ’ επέκταση ούτε να καθορίσουν τα αποτελέσματα αυτών στην αγορά εργασίας(Regan,2017).Επίσης, η ανάπτυξή της χώρας βασίζεται στην ικανοποίηση της εγχώριας ζήτησης μέσω των εισαγωγών και τον υψηλό πληθωρισμό δίνοντας προτεραιότητα στα εισοδήματα και στις καταναλωτικές δαπάνες παρά στο κέρδος μέσω εξαγωγών.
Καταναλωτικές Δαπάνες (% ΑΕΠ)
Αυτά τα χαρακτηριστικά εξηγούν γιατί η λιτότητα έχει βλάψει περισσότερο το Νότο και όχι τη Βόρεια Ευρωζώνη.Έτσι, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας αντιπροσώπευε φιλο-κυκλικές μεταρρυθμίσεις την περίοδο του 2000 μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών και των περιορισμένων φόρων.Tο αντίθετο έχει συμβεί από το 2010,δηλαδή παρόμοιες πολιτικές λιτότητας και αποπληθωρισμού με της προ-κρίσης Γερμανίας στοχεύοντας στη μετατροπή της Ελλάδας σε ένα εξαγωγικό μοντελο.Όμως,τελικά,η Ελλάδα δεν το έχει πετύχει,αφού μόνο 23% του ΑΕΠ αποτελούν εξαγωγές ενώ η Γερμανία 46%(Hall,2018).
Διαφορετικές μακροοικονομικές επιδόσεις
Πριν από το ευρώ,τα δύο μοντέλα μπορούσαν να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους για να αντισταθμίσουν τη μη ανταγωνιστικότητα και την πληθωριστική συνέπεια της αύξησης των εσωτερικών τιμών(Regan,2017).Έτσι, η συνύπαρξη ήταν δυνατή χωρίς μεγάλες αποκλίσεις. Όμως, μετα το ευρώ, το one-size-fits-all policy της ΕΚΤ και η κατάργηση της υποτίμησης χειροτέρεψαν την μεταξύ τους απόκλιση. Σχετικά με το πρώτο, η ΕΚΤ καθιέρωσε γενικό πληθωρισμό στο 2% και μονά επιτόκια δανεισμού που ήταν χαμηλά για την Ελλάδα (δηλ. σε σχέση με τον υψηλό εθνικό πληθωρισμό της) και υψηλά για τη Γερμανία.
Έτσι,διευκολύνθηκε η φθηνή ροή κεφαλαίων από τη Γερμανία στην Ελλάδα, αυξάνοντας τις εξαγωγές για τους πρώτους και τις εισαγωγές για τους δεύτερους,δημιουργώντας εμπορικά πλεονάσματα-ελλείμματα,αντίστοιχα.
Εμπορικό Ισοζύγιο |
Επίσης, η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα ήταν άρτια συνδεδεμένη με την αύξηση των μισθών στην ίδια περίοδο.Το αντίθετο συνέβη στο Γερμανικό μοντέλο.Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ευρωζώνη,1% αύξηση εθνικού πληθωρισμού μπορεί να επιφέρει μείωση έως 0,3% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών(Johnston and Regan,2016).
Τα παραπάνω επηρέασαν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών(% ΑΕΠ),καθώς στη δεκαετία του 1990 κυμάνθηκαν περίπου στο 0% με συγκλίσεις, αλλά μετά το 2000 η Ελλάδα παροουσιάσε μεγαλύτερα ελλείμματα ενώ η Γερμανία πλεονάσματα(World Bank,2020α).Αυτό σημαίνει ότι εξαιτίας της ημιτελούς δομής της Ευρωζώνης, πάντα μια πλεονασματική χώρα χρειάζεται μια ελλειμματική.
Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Για να ενταχθεί στο ευρώ, η Ελλάδα(όπως και η Ιταλία) διεύρυνε σκόπιμα τα πλεονάσματα, παραλείποντας παράλληλα τις υποχρεώσεις χρέους(Lapavitsas et. al,2012).Έτσι,οι αποκλίσεις αναπόφευκτα θα εμφανιστούν καθώς η οικονομία δεν ήταν ικανή για ένταξη στο ευρώ παρότι παρουσίαζε υψηλότερη ανάπτυξη όμως πάνω σε μια φούσκα εξαιτίας των ευνοϊκών πολιτικών της ΕΚΤ και των φθηνών ροών κεφαλαίου στην δεκαετία άνθησης του 2000.
Όπως προαναφέρθηκε με τα συνδικάτα του Μεσογειακού μοντέλου ζήτησης, τα προβλήματα λόγω της ύπαρξης κόμματος-κράτους σε πελατειακή μορφή επέφεραν πολιτική απροθυμία για μεταρρυθμίσεις(Featherstone,2015). Έτσι,προέκυψαν υπερβολική συσσώρευση δημόσιου προσωπικού με υψηλές αυξήσεις μισθών,άρα αυξανόμενο δημόσιο χρέος καθώς δεν υπήρχε ενδελεχής έλεγχος στον δημόσιο τομέα. Τα δημόσια έσοδα ήταν χαμηλότερα λόγω της μείωσης των φόρων και της δυσλειτουργίας των μηχανισμών είσπραξης φόρων οδηγώντας συνεπέστατα σε μείωση φορολογικών εσόδων και διεύρυνση ελλείμματος.Στατιστικά,τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν από 43% του ΑΕΠ το 2000 σε 36% το 2008(Lapavitsas et al.,2012).Αντίθετα, τα δημόσια έσοδα της Γερμανίας κυμάνθηκαν σταθερά στο 45% την ίδια περίοδο εξαιτίας υψηλότερων φόρων.Όμως, θα ηταν παραπλανητικό αν λεγόταν ότι η συσσώρευση του ελληνικού χρέους και η υιοθέτηση του μοντέλου ζήτησης δημιουργήθηκαν με την εμφάνιση του ευρώ καθώς η οικονομία είχε ήδη προβεί νωρίτερα σε υψηλές κρατικές δαπάνες προς αντιπαραγωγικούς τομείς.Για παράδειγμα, το 1995, οι κυβερνητικές δαπάνες της Ελλάδας αντιπροσώπευαν το 45% του ΑΕΠ,αλλά μέχρι το 2008, οι πρώτες αυξήθηκαν στο 50% ενώ οι Γερμανικές δαπάνες περιορίστηκαν στο 45% λόγω εσωτερικής λιτότητας(Lapavitsas et al.,2012).
Τέλος,οι εθνικές διαφορές των αγορών εργασίας κατοπτρίζονται από τις αποκλίσεις στο κόστος εργασίας που ήταν σταθερό στη Γερμανία αλλά αυξανόμενο στην Ελλάδα.Αναλυτικά, το Ελληνικό ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε γρηγορότερα από το ποσοστό παραγωγικότητας(Lapavitsas et al.,2012).Η αντίληψη ότι η κρίση προκλήθηκε από την υψηλή αποζημίωση των Ελλήνων εργαζομένων είναι σωστή αλλά παραπλανητική.Το ζήτημα δεν είναι οι υπερβολικοί μισθοί, αλλά οι ασήμαντες αυξήσεις για το Γερμανικό εργατικό δυναμικό μετά το 2000.Για παράδειγμα, η Ελληνική πραγματική αποζημίωση εργασίας την περίοδο 2000-2008 αυξήθηκε 20%, ενώ στη Γερμανία παρέμεινε επίπεδη λόγω των παρακάτω πολιτικών της. Έτσι, η Ελλάδα έχασε τον ανταγωνισμό της στην Ευρωζώνη,επειδή η ονομαστική αποζημίωση των Γερμανών εργαζομένων περιορίστηκε όπως επίσης και η ανικανότητα της πρώτης να συγκρατήσει το εργατικό κόστος παρομοίως με τα γερμανικά δεδομένα.Κατά συνέπεια,η δυσλειτουργία να τεθεί η ανάπτυξη της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού σε αυξανόμενα επίπεδα μέσω του μοντέλου εξαγωγών επέφεραν Ελληνικά ελλείμματα αντικατοπτριζόμενα από τα Γερμανικά πλεονάσματα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Γερμανία αντιμετώπισε προβλήματα σχετικά με την ένταξη στην Ευρωζώνη.Στην πορεία για το ευρώ, τα άλλα κράτη εφάρμοσαν ανταγωνιστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του Deutschmark. Κατά συνέπεια, οι εξαγωγές επηρεάστηκαν και τα ελλείμματα προκάλεσαν αργή ανάπτυξη του ΑΕΠ(Tooze, 2018). Σε αυτές τις περιόδους, η Γερμανία παρουσίασε αυξανόμενο χρέος και υψηλή μακροχρόνια ανεργία, 10,5% το 2005, που επιδεινώθηκε λόγω της τότε πρόσφατης αποβιομηχανοποίηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας(Tooze,2018). Έτσι, ο κανόνας του Ευρωπαικού Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας για έλλειμμα 3% παραβιάστηκε το 2003(Tooze,2018).Όμως, η αλλαγή έγινε με τις μεταρρυθμίσεις του Hartz Plan.Το πρόγραμμα στόχευε στην αύξηση των επενδύσεων και των καταναλωτικών δαπανών, στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και περικοπές επιδομάτων.Όλα τα προαναφερθέντα συνέβαλαν στην μετατροπή ελλειμμάτων σε πλεονάσματα και μείωση ανεργίας.Αναμφίβολα,το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των εξαγωγών της Γερμανίας πρόεκυψε από τη μισθολογική πίεση του Γερμανικού εργατικού δυναμικού αφού οι εξαγωγές παγκοσμίως έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα τότε. Έτσι, η Γερμανία είχε την ικανότητα να προηγηθεί στις ροές κεφαλαίων και στο εμπόριο που σημαίνει συνεισφορά στην κρίση.Κατά συνέπεια, οι γερμανικές επενδύσεις και τα δάνεια από γερμανικές τράπεζες προς την Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά. Στη δεκαετία του 2000, οι πιστωτικές εισροές ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα ξεπέρασαν το 15% του ΑΕΠ έναντι της Γερμανίας που έμεινε κοντά στο 0%(Lapavitsas et al.,2012).
Οι επενδυτές επένδυαν σε επικίνδυνες επενδύσεις προκαλώντας φούσκες τιμών και συσσώρευση χρέους του ιδιωτικού τομέα(π.χ. στην αγορά σπιτιών).Δεν ήταν λάθος η προμήθεια φθηνών ροών κεφαλαίων,αλλά η κατανομή αυτών σε μη παραγωγικές βιομηχανίες και μη εμπορεύσιμους τομείς που δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν μελλοντικά πλεονάσματα.Πράγματι,οι φθηνές ροές κεφαλαίων συνέβαλαν σε υψηλούς μισθούς σε μη εμπορεύσιμες βιομηχανίες(π.χ. δημόσιος τομέας,τουρισμός) και σε πληθωρισμό διαβρώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό των εξαγωγών.Αυτό εξηγεί γιατί η Γερμανία διατήρησε τα εισοδήματα και την εσωτερική ζήτηση σε χαμηλά επίπεδα καθώς η οικονομία βασίστηκε στον περιορισμό των μισθών για την ενίσχυση των εξαγωγών.
Επίλογος
Το άρθρο απέδειξε ότι οι εθνικές διαφορές μεταξύ των δύο διαφορετικών μακροοικονομικών μοντέλων περιέχοντας διαφορετικά χαρακτηριστικά συνέβαλαν στην κρίση της Ευρωζώνης.Συμπερασματικά,στην περίοδο του 2000,η μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας διευκολύνθηκε γνωρίζοντας “λανθασμένη” ανάπτυξη βασισμένη σε φούσκα καθώς οι μακροοικονομικοί δείκτες παρουσιάζονταν αρνητικοί, ενώ αυτή της Γερμανίας σταθερή ανάπτυξη μέσω εξαγωγών, μισθολογικής πίεσης και πολιτικής προθυμίας.Αναμφίβολα, η πολιτική της ΕΚΤ και το ευρώ επιδείνωσαν τις αποκλίσεις.
Βιβλιογραφία
Eurostat (2020). Private sector credit flow, consolidated – % GDP. Available at: https://ec.europa.eu/eurostat/tgm/table.do?tab=table&init=1&plugin=1&pcode=tipspc20&language=en (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).
Featherstone, K. (2015). External conditionality and the debt crisis: the ‘Troika’ and public administration reform in Greece, Journal of European Public Policy, 22(3), pp. 295-314, DOI: 10.1080/13501763.2014.955123
Johnston, A. & Regan, A. (2016). European Monetary Integration and the Incompatibility of National Varieties of Capitalism. Journal of Common Market Studies, 54(2). pp. 318–336. DOI: 10.1111/jcms.12289
Johnston, A. & Regan, A. (2017). Introduction: Is the European Union Capable of Integrating Diverse Models of Capitalism?, New Political Economy, 23(2), pp. 145-159, DOI: 10.1080/13563467.2017.1370442
Lapavitsas, K. et. al. (2012). Crisis in the Εurozone. 1st Edition. London: Verso.
Regan, A. (2017). The imbalance of capitalisms in the Eurozone: Can the north and south of Europe converge?. Comparative European Politics, 15(6), pp. 969-990.
Telegraph (2012). Eurozone crisis: what should expats do?. Διαθέσιμο: https://www.telegraph.co.uk/finance/personalfinance/expat-money/9085890/Eurozone-crisis-what-should-expats-do.html (Επισκέφτηκε 28/5/2020).
Tooze, A. (2018). Crashed: How a Decade of Financial Crises Changed the World. 1st Edition.New York: Penguin.
World Bank. (2020α). Current account balance (% of GDP) – Germany, Greece. Available at: https://data.worldbank.org/indicator/BN.CAB.XOKA.GD.ZS?end=2018&locations=DE-GR&start=1971&view=chart (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).
World Bank (2020β). Inflation, GDP deflator (annual %) – Portugal, Greece, Italy, Spain, Germany. Available at: https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.DEFL.KD.ZG?end=2018&locations=PT-GR-IT-ES-DE&start=1971&view=chart (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).
World Bank. (2020γ). Net trade in goods and services (BoP, current US$) – Greece, Spain, Italy, Portugal, Netherlands, Germany. Available at: https://data.worldbank.org/indicator/BN.GSR.GNFS.CD?locations=GR-ES-IT-PT-NL-DE (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).
World Bank. (2020δ). Final consumption expenditure (% of GDP) – Germany, Greece, Italy, Portugal, Spain, Netherlands. Available at: https://data.worldbank.org/indicator/NE.CON.TOTL.ZS?end=2018&locations=DE-GR-IT-PT-ES-NL&start=1971&view=chart (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).
World Bank (2020ε). GDP growth (annual %). Available at: https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.MKTP.KD.ZG?end=2018&locations=DE&start=2000&view=chart (Επισκέφτηκε: 28/5/2020).