Γράφει η Όλγα Τσουκαλά
Λίγους μήνες πριν, την 3η Μαΐου του τρέχοντος έτους, υπεγράφη η συμφωνία για το έργο της Πλωτής Μονάδας Αποθήκευσης και Αεριοποίησης (FSRU) Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG), στην Αλεξανδρούπολη. Εκτός από τις αντιπροσωπείες από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, το παρόν έδωσε και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Charles Michel. Με αφορμή την παρούσα συμφωνία, η Όλγα Τσουκαλά συζήτησε με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Γεωπολιτικής Θεόδωρο Τσακίρη* για το έργο του FSRU. Κυρίως, οι θεματικές, οι οποίες πλαισιώνουν την παρούσα συζήτηση, είναι μεταξύ άλλων τα πλεονεκτήματα του έργου, το γεωπολιτικό αποτύπωμα της υποδομής στην περιοχή, η σχέση του φυσικού αερίου με τις ΑΠΕ καταλήγοντας σε μία εκτίμηση της επόμενης ημέρας στην ενεργειακή αγορά μετά τη ρωσοουκρανική κρίση, η οποία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Ο.Τ.: Σας καλωσορίζω στην παρούσα συνέντευξη κε Τσακίρη και σας ευχαριστώ θερμά για την αποδοχή της πρόσκλησής μου. Προτού συζητήσουμε το πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο θέμα θα ήθελα να μου πείτε δύο λόγια για τον ακαδημαϊκό σας ρόλο και το έργο σας.
Θ.Τ.: Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση κα Τσουκαλά. Αναφορικά με τον ακαδημαϊκό μου ρόλο, είμαι αναπληρωτής καθηγητής γεωπολιτικής και ενεργειακής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, όπου και έχω τη Διεύθυνση των Πτυχιακών και Μεταπτυχιακών Σπουδών για τον κλάδο της Ενέργειας στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, ενώ ταυτόχρονα διδάσκω το αντικείμενο της Γεωπολιτικής της Ενέργειας και Ενεργειακής Ασφάλειας της Ν.Α. Μεσογείου στο ΜΠΣ του τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ιδίου Πανεπιστημίου. Έχω διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής την περίοδο 2018-2020 το μάθημα της ενεργειακής ασφάλειας στα ΜΠΣ Ενεργειακής Διοίκησης της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής των Παρισίων (ESCP Europe).
Ο.Τ.: Τη δεδομένη στιγμή έχει δημιουργηθεί μία εύλογη ανησυχία στην ενεργειακή αγορά τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό-διεθνές επίπεδο, ως επακόλουθο των εξελίξεων στη ρωσοουκρανική κρίση. Ποια τα πλεονεκτήματα για την Ελλάδα από την υπογραφή της συμφωνίας της 3ης Μαΐου του 2022, στην Αλεξανδρούπολη, για το έργο της Πλωτής Μονάδας Αποθήκευσης και Αεριοποίησης (FSRU) Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG);
Θ.Τ.: Το πλεονέκτημα είναι πως ανοίγει μία δεύτερη πύλη εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου, πέραν της Ρεβυθούσας, στο εθνικό σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα είναι ως επί το πλείστον προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές της, ώστε να καταστήσει την Ελλάδα πύλη εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου μέσα από το ελληνικό δίκτυο προς τα Βαλκάνια. Η πλειοψηφία της δυναμικότητας που έχει δεσμευθεί είναι εξαγωγική αλλά, ταυτόχρονα, μπορεί να δώσει σε τοπικό επίπεδο μια πολύ σημαντική ώθηση, δεδομένου ότι υπάρχει σχεδιασμός να κατασκευαστεί στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης ή πλησίον αυτής μία νέα μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με φυσικό αέριο από την εταιρία Damco, η οποία θα είναι της δυναμικότητας 860 MW και θα τροφοδοτείται από το φυσικό αέριο, το οποίο θα έρχεται με υγροποιημένη μορφή και θα επαναεριοποιείται καταλήγοντας στην Αλεξανδρούπολη.
Είναι, επίσης, σημαντικό ότι η κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού της Βόρειας Μακεδονίας συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της Damco για το συγκεκριμένο έργο.
Ταυτόχρονα, βεβαίως, ενισχύει και την ευρύτερη ευελιξία και την ανθεκτικότητα του συστήματος, δεδομένου ότι αν και θα είναι ως επί το πλείστον εξαγωγικό δημιουργεί, ταυτόχρονα, μια 2η πύλη εισόδου στο ενεργειακό σύστημα ασφάλειας της χώρας, όσον αφορά στην εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου. Παράλληλα, η γεωπολιτική του σημασία δεν πρεπει να υποτιμηθεί δεδομένου ότι ενδυναμώνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα και τη σημασία της ελληνικής Θράκης και ταυτόχρονα τη γεωπολιτική σημασία του χώρου αυτού για την Ελλάδα. Αποτελεί, έτσι, μια μορφή πολιτικής θωράκισης για την περιοχή χωρίς να υποτιμάται ή να υποκαθίσταται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η αποτρεπτική ικανότητα και αξιοπιστία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη συγκεκριμένη περιοχή.
Επίσης, ανοίγει μια πύλη εισόδου φυσικού αερίου πέραν του IGB και του TAP, το οποίο διέρχεται μέσα από ελληνικό έδαφος και το οποίο μπορεί να συμβάλει στη διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων σε ό,τι αφορά στην ασφάλεια τροφοδοσίας φυσικού αερίου όχι μόνο για την Ελλάδα αλλα και για χώρες, οι οποίες έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από την Ελλάδα να διασφαλίσουν την ενεργειακή τους τροφοδοσία είτε αυτή είναι η Βουλγαρία, είτε η Σερβία είτε αυτή είναι η Β. Μακεδονία, οι οποίες έχουν μόνο μια πηγή τροφοδοσίας και μόνο μία όδευση παροχής αυτής της τροφοδοσίας και οι δυο ελέγχονται απόλυτα από τη GAZPROM.
Ο.Τ.: Βρισκόμαστε σε περίοδο ενεργειακής μετάβασης προς την πράσινη ενέργεια καθώς το φυσικό αέριο έχει χαρακτηριστεί από την Ε.Ε. ως μεταβατική πηγή ενέργειας. Το έργο του FSRU Alexandroupolis, κατά την δική σας σκέψη, σε τι βαθμό θα συνεπικουρήσει την προσπάθεια και τους στόχους εντός Ε.Ε. για την ενεργειακή μετάβαση;
Θ.Τ.: Το φυσικό αέριο είναι το απαραίτητο καύσιμο-γέφυρα για την επίτευξη των στόχων της ενεργειακής μετάβασης, διότι πολύ απλά οι ΑΠΕ έχουν πολύ μικρή απόδοση σε σχέση με την καύση φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Πέραν τούτου, επίσης, είναι διακοπτόμενες, δηλαδή δεν σου δίνουν ενέργεια σε 24ωρη βάση. Είναι προφανές ότι, οι ΑΠΕ, ως διακοπτόμενες πηγές ενέργειας, έχουν σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που γίνονται σταδιακά και οικονομικά πλεονεκτήματα λόγω της αύξησης τους κόστους των εκπομπών ρύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά δεν μπορείς να έχεις 100% ΑΠΕ ή σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ΑΠΕ, όταν αυτές είναι διακοπτόμενες, εκτός αν έχεις υδροηλεκτρικά που δεν έχουμε επιπρόσθετα στην Ελλάδα ή αν έχεις πυρηνικά που επίσης δεν έχουμε.
Αλλά αυτό, το οποίο ισχύει και ήταν μια τάση πριν την έναρξη του δεύτερου ρωσοουκρανικού πολέμου και των επιπτώσεων που αυτός επιφέρει στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, είναι ότι γίνεται μια σαφής επιστροφή στα πυρηνικά, επειδή ακριβώς συνδυάζουν το γεγονός ότι παράγουν ηλεκτρισμό με μηδενικές σχεδόν εκπομπές σε 24ωρη βάση και σε πολύ υψηλό επίπεδο απόδοσης, δηλαδή με πολύ μικρές απώλειες κατά την μετατροπή της ενέργειας. Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται πάλι μια επανεπένδυση στο κομμάτι του φυσικού αερίου υπό την άποψη ότι το φυσικό αέριο είναι απαραίτητο διότι δίνει ευστάθεια, ευελιξία και προβλεψιμότητα στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ιδιαίτερα αν οι νέες μονάδες, οι πιο σύγχρονες μονάδες, οι οποίες και θα παραχθούν και θα τεθούν σε λειτουργία τουλάχιστον μέχρι το 2035 περίπου σε επίπεδο Ε.Ε. θα έχουν πολύ υψηλή απόδοση, το οποίο σημαίνει ότι θα έχουν λιγότερη κατανάλωση φυσικού αερίου και πολύ μεγαλύτερη απόδοση ηλεκτρισμού. Οπότε το φυσικό αέριο είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουμε να περάσουμε στην ενεργειακή μετάβαση με ασφάλεια και με διάρκεια με σχετικά ανταγωνιστικό τρόπο.
Αυτό δεν ισχύει υπο την παρούσα συγκυρία του κόστους. Το κόστος αυτή τη στιγμή του φυσικού αερίου είναι παρα πολύ υψηλό. Θα πρέπει να το δούμε μεσομακροπρόθεσμα, διότι οι τιμές αυτές δεν πρόκειται να διατηρηθούν στα επίπεδα αυτά για πάντα. Οπότε αν διατηρηθούν θα γυρίσουμε στο λιγνίτη πολύ απλά, το οποίο είναι πολύ χειρότερο από το να χρησιμοποιήσουμε φυσικό αέριο. Οπότε το φυσικό αέριο είναι η απαραίτητη γέφυρα για την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης, η οποία είναι μια διαγενεακή διαδικασία, δεν πρόκειται να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη ούτε από τη μια τετραετία στην άλλη. Κάθε άλλο! Έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα και καθώς φαίνεται η τεχνολογία ακόμα δεν επιτρέπει την αποθήκευση ηλεκτρισμού σε μεγάλη κλίμακα για μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο αυτό και όχι οι μονάδες φυσικού αερίου είναι να μας δώσει την απαραίτητη ευελιξία του συστήματος ηλεκτρισμού.
Θα χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμα ώστε να μπορούμε να πούμε ότι θα απεξαρτηθούμε από τη χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, εκτός αν είχαμε την τύχη να έχουμε τα υδροηλεκτρικά της Σκανδιναβίας ή τα πυρηνικά της Γαλλίας. Στην Ελλάδα και γενικώς στην Βαλκανική, δυστυχώς, δεν έχουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, δηλαδή έχουμε παλιά πυρηνικά από τα οποία είναι βασική πηγή εισαγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα από την Βουλγαρία και υπάρχουν κάποιες σκέψεις να υπάρξουν νέες επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια και στην Ρουμανία και τη Βουλγαρία αλλα και σε πολλές άλλες γειτονικές χώρες από τις οποίες ενδεχομένως θα μπορέσει να επωφεληθεί η Ελλάδα. Μέχρι τις αρχές έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας θα συνεχίσουν να υπάρχουν επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω φυσικού αερίου για τους λόγους ευστάθειας και ευελιξίας, τους οποίους σας ανέφερα. Οπότε δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της ενεργειακής μετάβασης και του φυσικού αερίου, τουλάχιστον όχι για την επόμενη δεκαετία-δεκαπενταετία.
Ο.Τ.: Με την συμφωνία για το FSRU επί της ουσίας δημιουργείται μία 4η πύλη εισόδου φυσικού αερίου του εθνικού συστήματος της Ελλάδος. Ποιες θα πρέπει να είναι οι ενέργειες της επόμενης ημέρας της υλοποίησης του έργου από την ελληνική πλευρά, ώστε να εξασφαλιστεί και η εγχώρια αγορά;
Θ.Τ.: Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τον FSRU για να εξασφαλίσει την εγχώρια αγορά. Η εγχώρια αγορά είναι ήδη διασφαλισμένη μέσα από τις υφιστάμενες πηγές εισόδου και τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια, στα οποία βασίζεται η τροφοδοσία της χώρας και με τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν, όπως, επίσης, και με τη χρησιμοποίηση της μεγάλης μονάδας στη Ρεβυθούσα, η οποία αυτή τη στιγμή μας δίνει το 44% της κατανάλωσης φυσικού αερίου στη χώρα το α’ εξάμηνο του 2022. Η εγχώρια παραγωγή και οι εγχώριες ανάγκες είναι απόλυτα διασφαλισμένες με το εθνικό σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου ως έχει αυτή τη στιγμή. Η μονάδα αυτή είναι κυρίως εξαγωγική, είναι συμπληρωματική της Ρεβυθούσας με εξαγωγικό προσανατολισμό, η οποία όμως δεν είναι απαραίτητη για να καλυφθούν οι εγχώριες ανάγκες κατανάλωσης φυσικού αερίου. Αυτό επιτυγχάνεται, ήδη, με τις υφιστάμενες υποδομές και συμβόλαια.
Η λειτουργία αυτή ως υπαλλακτική των αγωγών, αν μπορει να θεωρηθεί εναλλακτική των αγωγών το συγκεκριμένο τερματικό, θα ισχύει μόνο σε περιπτωση που από το 2026 και μετά θα τελειώσουν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια, τα οποία έχουν η ΔΕΠΑ και ο Κοπελούζος για την εισαγωγή φυσικού αερίου από την GAZPROM. Σε περιπτωση, λοιπόν, που θα ληφθεί απόφαση αυτά τα συμβόλαια να ακυρωθούν ή/και να μην ανανεωθούν μετά το 2026, όπως είναι η πολιτική κατεύθυνση αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη· τότε ναι από τη στιγμή που δεν θα έχουμε ουσιαστικά εισαγωγές φυσικού αερίου, το οποίο να διοχετεύεται μέσα από το TurkStream προς το βουλγαρικό δίκτυο και από κει να κατευθύνεται προς την Ελλάδα μέσω του σημείου εισόδου στον Προμαχώνα, τότε εναλλακτικά θα έχει μεγάλη σημασία η υποδομή της Αλεξανδρούπολης για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών.
Αν και έως τότε είναι πολύ πιθανό να διπλασιαστεί η δυναμικότητα του TAP, οπότε να έχουμε επιπρόσθετες ποσότητες φυσικού αερίου μέσω του TAP για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών της χώρας. Βέβαια, υπάρχει πάντοτε και η προοπτική υλοποίησης του αγωγού EastMed, ώστε να αποκτήσουμε και ένα πολύ σημαντικό αγωγό για την κάλυψη των αναγκών τη Ελλάδος, ο οποίος δεν θα διέρχεται μέσω Τουρκίας, όπως κανει το δίκτυο που στηρίζει τον TAP. Ο TAP αποτελεί επί της ουσίας προέκταση του TANAP μέσω ευρωπαϊκού εδάφους που καταλήγει μέσω Αλβανίας στην Ιταλία.
Ο.Τ.: Υπάρχει κάποιο σημείο στο εγχείρημα του έργου του FSRU, το οποίο να ελλοχεύει δυσάρεστες ή επιβαρυντικές εκπλήξεις για την Ελλάδα;
Θ.Τ.: Όχι, δεν υφίσταται.
Ο.Τ.: Κατά την άποψή σας, πως θα περιγράφατε το γεωπολιτικό βάρος του έργου για την περιοχή; Επαρκεί η ποσότητα του φυσικού αερίου του FSRU Alexandroupolis για την ευρωπαϊκή αγορά σε σχέση με τις ποσότητες αερίου που διέρχονται μέσα από τα δίκτυα και τους αγωγούς στο έδαφος της Τουρκίας;
Η παρουσία της υποδομής αυτής προσθέτει ειδικό γεωπολιτικό βάρος στην περιοχή, αποτελεί μορφή θωράκισης της, όπως παλαιότερα θα ίσχυε αν είχε υλοποιηθεί ο Burgas Alexandroupolis. Ουσιαστικά, είναι μία μέθοδος να παρακάμψεις τα Στενά και την Τουρκία, ως πύλη εισόδου στη ΝΑ Ευρώπη. Αυτόν τον στόχο γεωπολιτικά υπηρετεί. Βεβαίως, οι ποσότητες είναι ελάχιστες, είναι 5 δις κ.μ., δεδομένου ότι μέσω Τουρκίας εξάγονται 10 δις κ.μ. όσον αφορά στον TAP και 16 δις κ.μ. όσον αφορά στον TurkStream 3. Άρα, μέσω Τουρκίας εξάγονται 26 δις κ.μ. στην Ευρώπη, ενώ η συγκεκριμένη μονάδα της Αλεξανδρούπολης έχει 5 δις κ.μ. και ο TAP 10 δις κ.μ.. Άρα μέσα από την Ελλάδα διοχετεύονται στην Ευρώπη 10 δις κ.μ. από τον TAP και δυνητικά 5 δις κ.μ. από την υποδομή της Αλεξανδρούπολης, σύνολο 15 δις κ.μ..
Ο.Τ.: Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα τη δική σας εκτίμηση για την επόμενη ημέρα στην ενεργειακή αγορά μετά την λήξη -το γρηγορότερο θα τολμήσω να ευχηθώ- της ρωσοουκρανικής κρίσης.
Θ.Τ.: Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια ειλημμένη απόφαση, την οποία όλοι επικροτούν στην Ευρώπη, ότι πλέον δεν είναι πολιτικά βιώσιμο και δεν είναι λογικό να συνεχίσουμε να έχουμε την ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία ακόμα και μετά τη λήξη ενδεχομένως του ρωσοουκρανικού πολέμου, όποια μορφή και αν λάβει αυτή. Ο λόγος είναι διότι η κατάσταση ολοένα εκτραχύνεται και παρατείνεται παρά να πηγαίνουμε προς μία λογική, μια λύση διαμεσολάβησης ή έστω εκεχειρίας μέσα στο πλαίσιο μιας συμπεφωνημένης διαπραγματευτικής διαδικασίας που αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι δεν υπάρχει και δεν υπάρχει βούληση για να υπάρξει.
Ουσιαστικά, η πολιτική απόφαση της Ευρώπης είναι να υπάρξει εξάλειψη του ρωσοευρωπαϊκού ενεργειακού εμπορίου, κάτι το οποίο επιδιώκεται να γίνει πολύ πιο άμεσα από το πετρέλαιο, στο κομμάτι του πετρελαίου και σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο στο κομμάτι του φυσικού αερίου. Άρα, ακόμα και αν μετά τη λήξη του ρωσοουκρανικού πολέμου το γεωπολιτικό αυτό συμπέρασμα παραμείνει, τότε θα δούμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων στην Ευρώπη, όπου αφενός θα επανέλθουμε ιστορικά σε μια τεράστια εισαγωγική εξάρτηση από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής κάτι το οποίο ίσχυε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70.
Σε ό,τι αφορά στο φυσικό αέριο, θα υπάρξει ένα πολύ σημαντικότερο κομμάτι των εισαγωγών της Ευρώπης που θα καλύπτεται από το LNG. Η Ε.Ε. θα ανταγωνίζεται σε μεγάλο βαθμό την Ασία για ένα μερίδιο της παγκόσμιας προσφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ίσχυε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο θα είναι δύσκολη, όσο υπάρχουν σε ισχύ μακροπρόθεσμα συμβόλαια παροχής φυσικού αερίου, τα οποία περιλαμβάνουν ρήτρες υποχρεωτικής κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Οι ρήτρες αυτές είναι κάτι το οποίο δεν μπορει να σπάσει μονομερώς, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Αυτή τη στιγμή αν π.χ., η ΕΝΙ έχει ένα μακροπρόθεσμο συμβόλαιο παροχής φυσικού αερίου από τη GAZPROM, δεν μπορεί να πει σταματάω να εισάγω ρωσικό αέριο τώρα ή σε μερικούς μήνες, διότι το 80%-90% που έχει συμβολαιοποιήσει είναι υποχρεωμένη να το πληρώσει στην GAZPROM, είτε το καταναλώνει το αέριο είτε όχι. Αυτές οι ρήτρες μακροπροθέσμων συμβολαίων υπάρχουν για ποσότητες που ξεπερνούν τα 100 δις κ.μ. αερίου σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια σε διάφορες χώρες της Ευρώπης μέχρι και το τέλος αυτής της δεκαετίας, περίπου.
Εάν υπάρχει ακύρωση μονομερώς των συμβολαίων αυτών από τα ευρωπαϊκά κράτη και αν κάποιος αναλάβει το ρίσκο να πληρώσει το κόστος αυτό -ανάλογα και το πως θα εξελιχθεί και σε νομικό επίπεδο η κάλυψη των εμπορικών σχέσεων της Ρωσίας με την Ευρώπη και τι κομμάτι αυτού θα επιβιώσει από το ρωσοουκρανικό πόλεμο- πιστεύω ότι θα πάμε σε μια σταδιακή μετατόπιση μακριά από το ρωσικό φυσικό αέριο, μέσα σε αυτή τη δεκαετία, επιταχυνόμενη μετά το 2026-7, όταν θα υπάρχουν αυξανόμενες ποσότητες LNG και από την Αμερική και από το Κατάρ. Δύσκολα, όμως, να πάμε σε μηδενισμό των εισαγωγών από τη Ρωσία έως το 2030.
Σταδιακά, θα δούμε μια μείωση, μια πτώση των εισαγωγών μέσω αγωγών από την Ευρώπη, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει πολύ μεγάλη επιπρόσθετη δυνατότητα εξαγωγών από τη Νορβηγία και την Αλγερία. Οπότε, αυτά τα 150-160 δις κ.μ. που έφτανε να εισάγει η Ε.Ε. από τη Ρωσία, τα οποία θα πρεπει να υποκατασταθούν, η πλειοψηφία αυτής της υποκατάστασης θα έρθει όχι μέσω αγωγών αλλα μέσω LNG. Οπότε, θα δούμε ακριβώς αυτές τις μετατροπές να λαμβάνουν χώρο μέσα σε αυτή τη δεκαετία καθώς και η ίδια η Ρωσία θα μετατοπίζεται στην ασιατική αγορά για το φυσικό αέριο, κάτι το οποίο κάνει ήδη με ταχύτατους ρυθμούς σε ό,τι αφορά στο κομμάτι του πετρελαίου.
Ο.Τ.: Ομολογουμένως, η συζήτηση και οι πληροφορίες υπήρξαν άκρως ενδιαφέρουσες και δυναμικές. Σας ευχαριστώ θερμά εκ νέου για την δημιουργική και προσοδοφόρα συζήτησή μας, κε Τσακίρη. Εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο σας!
Θ.Τ.: Σας ευχαριστώ θερμά, κα Τσουκαλά για την συζήτησή μας και την πρόσκληση. Με τη σειρά μου εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο του εγχειρήματος του ΟΔΕΘ.
*Ο Δρ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής γεωπολιτικής και ενεργειακής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Disclaimer: Η παρούσα συνέντευξη μαγνητοφωνήθηκε κατόπιν συναίνεσης του συνεντευξιάζοντος και μόνο ως προς το σκέλος των ερωτοαπαντήσεων