Γράφει η Πηνελόπη Ξένου.
Υπάρχει μια έκφραση που όσο και αν επιθυμεί ο άνθρωπος να μην την
παραδεχτεί, τελικά πάντα τη βλέπει να επαληθεύεται: «η ιστορία
επαναλαμβάνεται». Η Ευρώπη παρακολουθεί παθητικά την αναβίωση –
έστω και σε μικρότερο βαθμό – γεγονότων που θυμίζουν τη δεκαετία του
1930, με την ανάδειξη ακραίων εθνικιστικών παρατάξεων να λειτουργεί ως
το συνδετικό κρίκο των δύο εποχών, ενώ η ήπειρος της Αφρικής,
προσπαθώντας εδώ και μισό αιώνα να ξεφύγει από τη σκιά των
αποικιστικών συνεπειών, βλέπει τώρα την επανεκδήλωση του φαινομένου
με έναν πιο ύπουλο, συγκεκαλυμμένο τρόπο και με υποκείμενο αυτή τη
φορά όχι τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά την Κινεζική.
Στη σειρά αυτών των παραδειγμάτων έρχεται να προστεθεί και η Κίνα, το
πολιτικό πρόσωπο της οποίας εντοπίζεται σήμερα στον Λι Κετσιάνγκ, που
εφαρμόζει πρακτικές εμπνευσμένες από τον περιβόητο ομοεθνή ηγέτη Μάο
Τσετούνγκ, που προήδρευσε κατά τη δεκαετία 1949-1959. Μία από αυτές
τις πρακτικές είναι και η δημιουργία στρατοπέδων αναγκαστικής
συγκέντρωσης μουσουλμάνων κινέζων πολιτών στην περιοχή του
Σιντσιάνγκ, τα οποία η εθνική κυβέρνηση αποκαλεί «κέντρα
μετεκπαίδευσης». Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τη στοχοποίηση των
μουσουλμανικών μειονοτήτων της περιοχής, με κυριότερη αυτή των
Ουιγούρων, που έχει πάρει τη μορφή του άνευ ποινικής κατηγορίας
εγκλεισμού των μελών της μειονότητας σε «καταυλισμούς». Εκεί,
παράλληλα με την «πλύση εγκεφάλου» που τους ασκείται με στόχο την
υποχρεωτική απάρνηση των μουσουλμανικών πεποιθήσεων και την
εξύμνηση του κομμουνιστικού κόμματος, τούς επιβάλλεται και
καταναγκαστική εργασία υπό απάνθρωπες συνθήκες. Την ίδια στιγμή, όλααυτά αποτυπώνονται στα επίσημα κυβερνητικά έγγραφα της Κίνας με τον τίτλο «κέντρα αναμόρφωσης και αποριζοσπαστικοποίοησης».
Η διαδικασία ξεκίνησε το 2014 από την αυτόνομη περιφέρεια του
Σιντσιάνγκ, η οποία διαθέτει τοπική κυβέρνηση και, κυρίως, νομοθετικές
αρμοδιότητες. Εκτιμάται ότι περισσότερα από 1 εκατ. μέλη των
μουσουλμανικών μειονοτήτων βρίσκονται εγκλεισμένα στα στρατόπεδα
«αναμόρφωσης», τα οποία απέκτησαν τη μεγάλη ισχύ δράσεως που
επιδεικνύουν σήμερα το 2017. Τότε η κυβέρνηση του Σιντσιάνγκ εξέδωσε
κανόνες «αποριζοσπαστικοποίησης», που απέδωσαν στα στρατόπεδα
ασαφείς, και άρα εύκολα διευρυνόμενες, εξουσίες. Βέβαια, οι κρατούμενοί
τους βρέθηκαν εκεί δίχως κάποια δημόσια διαβούλευση ή σύστημα
εφέσεων, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν προηγήθηκε δίκη.
Μέσα σε αυτούς τους καταυλισμούς οι κρατούμενοι υποβάλλονται τόσο σε
σωματική όσο και σε πνευματική άσκηση. Η πρώτη περιλαμβάνει
χειρωνακτική εργασία σε γραμμές παραγωγής, ενώ η δεύτερη την
παρακολούθηση προπαγανδιστικών μαθημάτων και την εκμάθηση του
αντίστοιχου υλικού. Η μη συμμόρφωση επιφέρει φυσικά βίαιες ποινές.
Στο άκουσμα της τραγικότητας αυτής της κατάστασης, μία ερώτηση
διαπερνά το μυαλό του καθενός: «Γιατί;». Η απάντηση βέβαια δεν είναι
σύντομη ούτε απλή, αλλά περιστρέφεται γύρω από τρεις βασικούς άξονες:
πρόφαση, αφορμή, αιτία. Ως πρόφαση φυσικά αναγνωρίζεται, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, η δήλωση του κυβερνώντος κομμουνιστικού
κόμματος, που αναφέρει αναίσχυντα πως τα «κέντρα επανεκπαίδευσης»
παρέχουν εργασιακή κατάρτιση, ωθώνας τους κρατουμένους να εργάζονται
για το «καλό» τους, καθώς τους προσφέρουν διαφυγή από τη φτώχεια, αλλά
και τους βοηθούν να απομακρυνθούν από τους πειρασμούς του
ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ταυτόχρονα, οι αρχές αναφέρουν πως οι φυλακισμοί
είναι μια προσπάθεια καταπολέμησης του εξτρεμισμού και της
τρομοκρατίας. Η τελευταία αυτή δήλωση έχει μάλλον περισσότερο σχέση
με την πραγματικότητα, αφού η ενέργεια που λειτούργησε ακριβώς ως
αφορμή για την έναρξη της διαδικασίας υπήρξε μία σειρά αντικυβερνητικών τρομοκρατικών περιστατικών στην περιοχή τη δεκαετία του 2010, που κλιμακώθηκαν το 2014. Με αφορμή λοιπόν αυτά, ενίσχυσε η Κίνα τον δικό της “war on terror”, που εκφράστηκε με τη δημιουργία των στρατοπέδων.
Με φανερή την πρόφαση και την αφορμή, δε μένει παρά να ξεσκεπαστεί και
η αιτία. Αυτή σχετίζεται με τα φιλόδοξα ιμπεριαλιστικά σχέδια της Κίνας. Η
χώρα ακολούθησε τον 20 ο αιώνα πυρετώδεις επεκτατικές πολιτικές, τις
οποίες έμμεσα συντηρεί έως σήμερα. Από την κινεζική κατάκτηση του Σιντσιάνγκ τον 18 ο αιώνα έως και τα τέλη του 20 ου αιώνα,
πραγματοποιήθηκαν διάφορες απόπειρες ανεξαρτητοποίησης. Η πιο
χαρακτηριστική ήταν αυτή του 1949, όταν ανακυρήχθηκε ως «αυτόνομο
κράτος του ανατολικού τουρκιστάν». Με την άμεση όμως παρέμβαση της
κινεζικής κυβέρνησης, η νεοκυρηχθείσα αυτόνομη κυριαρχία έληξε εντός
ολίγων μηνών. Μια χώρα υπερδύναμη όπως η Κίνα δε θα επέτρεπε φυσικά
την αναβίωση παρόμοιων σκηνικών εθνικής έξαρσης, και έχει προνοήσει
καλά γι’ αυτό. Με άλλα λόγια, η δημιουργία των «στρατοπέδων
επανεκπαίδευσης» δεν συνιστά το πρώτο ούτε το τελευταίο μέτρο της
κυβέρνησης . Η σκόπιμη πρόκληση μεταναστευτικών ροών Κινέζων Χαν
από την ηπειρωτική Κίνα προς το Σιντσιάνγκ σε σημείο να υπερβαίνουν
πληθυσμιακά τους αυτόχθονες, η απαγόρευση των μουσουλμανικών εθίμων
και των τοπικών πολιτιστικών εκδηλώσεων ως παράνομων, όπως και η
επιβολή ενός τρομακτικά αυστηρού επιπέδου αστυνόμευσης και επιτήρησης συνιστούν κάποιες από τις μεθόδους καταστρατήγησης της τοπικής ταυτότητας των μουσουλμανικών μειονοτήτων υπέρ της μετατροπής τους σε πιστούς πολίτες και υπάκουους υποστηρικτές του κομμουνιστικού κόμματος.
Παρά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που αποκαλύπτουν τις απάνθρωπες αυτές κινεζικές εγκαταστάσεις, η Κίνα επιμένει πως πρόκειται για εθελοντικά «ήπια σωφρονιστικά ιδρύματα που παρέχουν επαγγελματική εκπαίδευση». Αυτό όμως που αφαιρεί κάθε ελπίδα σωτηρίας από τα θύματα-
κρατούμενους έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως ως δράστης του
εγκλήματος δεν τοποθετείται μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά η Κίνα. Μία
υπερδύναμη με τα οικονομικά της «πλοκάμια» μπλεγμένα στις ισχυρότερες
διεθνείς οικονομίες. Στη βάση αυτού, λοιπόν, του δεδομένου εξηγείται η
βουβή ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας. Εκτός από τις -όχι και
ιδιαίτερα σθεναρές- καταδικαστικές δηλώσεις των ΗΠΑ και λίγων άλλων
χωρών, όχι μόνο δεν έχουν ληφθεί μέτρα κατά τη συγκεκριμένη εξόφθαλμη
παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά, εν αντιθέσει, ο Οργανισμός
Ισλαμικής Συνεργασίας δήλωσε ότι «επαινεί τις προσπάθειες της Λαικής
Δημοκρατίας της Κίνας για την παροχή φροντίδας στους Μουσουλμάνους
πολίτες». Αν δεν ενισχυθεί άμεσα η δημοσιογραφική κάλυψη και η
γνωστοποίηση του ζητήματος, τότε θα γίνουμε μάρτυρες του πιο αθόρυβου
εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
ΠΗΓΕΣ
Gerry Shih, ‘Permanent cure’: Inside the re-education camps China is using to brainwash Muslims, Business Insider, 17 Μαΐου, 2018, διαθέσιμο σε: https://www.businessinsider.com/what-is-life-like-in-xinjiang-reeducation-camps-china-2018-5
ΤοΒΗΜΑ Team, Τα κινεζικά «γκουλάγκ» για μουσουλμάνους, ΤΟ ΒΗΜΑ, 18 Δεκεμβρίου, 2018, διαθέσιμο σε: https://www.tovima.gr/2018/12/18/world/ta-kinezika-gkoulagk-gia-mousoulmanous/
CHRIS BUCKLEY / THE NEW YORK TIMES, Στρατόπεδα για μουσουλμάνους στην Κίνα, kathmerini, 11 Σεπτεμβρίου, 2018, διαθέσιμο σε: https://www.kathimerini.gr/984214/gallery/epikairothta/kosmos/stratopeda-gia-moysoylmanoys-sthn-kina
Why is there tension between China and the Uighurs?, BBC News, 26 Σεπτεμβρίου 2014, διαθέσιμο σε: https://www.bbc.com/news/world-asia-china-26414014
Martin Patience, Making sense of the unrest from China’s Xinjiang, BBC News, 3 Μαρτίου 2014, διαθέσιμο σε: https://www.bbc.com/news/world-asia-china-26414016
Οι αξίες της Πλατείας Τιενανμέν πιο μακριά από ποτέ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 3 Ιουνίου 2019, διαθέσιμο σε: https://www.makthes.gr/oi-axies-tis-plateias-tienanmen-pio-makria-apo-pote-220689
China rolls out PR push on Xinjiang internment camps, THE STRAITS TIMES, 16 Οκτωβρίου 2018, διαθέσιμο σε: https://www.straitstimes.com/asia/east-asia/china-rolls-out-pr-push-on-xinjiang-internment-camps