Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Στρατιωτικοί στόχοι και εθελοντές ανθρώπινες ασπίδες

Γράφει ο Γιάννης Κερεντζής

Οι εθελοντές ανθρώπινες ασπίδες (στο κείμενο θα χρησιμοποιηθεί ο όρος «voluntary human shields» – VHS) είναι άτομα που εθελοντικά τοποθετούνται εντός ή πλησίον στρατιωτικών στόχων με σκοπό να τους προστατεύσουν από μια πιθανή επίθεση. Το σκεπτικό πίσω από αυτή τη «μέθοδο πολέμου» είναι, σύμφωνα με τον Schmitt, να αφυπνίσει τις ηθικές ανησυχίες των επιτιθέμενων κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων της αρχής της αναλογικότητας (proportionality). Ο Schmitt σημειώνει ότι η πίεση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή στις μέρες μας, καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να προκαλέσουν αρνητική δημοσιότητα, η οποία είναι πιθανόν να δημιουργήσει μια ψευδή εικόνα απάνθρωπων στρατιωτικών επιχειρήσεων, παρόλο που οι ένοπλες δυνάμεις ακολούθησαν όλα τα πρωτόκολλα αναλογικότητας και προφυλάξεων. Οι ανθρώπινες ασπίδες μπορεί να είναι υπήκοοι ενός εμπόλεμου κράτους τους στρατιωτικούς στόχους του οποίου θέλουν να υπερασπιστούν ή υπήκοοι ουδέτερων, μερικές φορές εχθρικών προς των επιτιθέμενων κρατών.

Το πρώτο βήμα προς την κατανόηση των VHS και κυρίως την εύρεση απάντησης στο ερώτημα εάν απολαμβάνουν ειδική προστασία από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ), είναι να εξεταστεί εάν εμπίπτουν σε μία από τις ειδικά προστατευόμενες κατηγορίες των Συμβάσεων της Γενεύης και των Πρωτόκολλών τους. Το καθεστώς τους καθορίζει τις υποχρεώσεις των διοικητών των ενόπλων δυνάμεων που εξουσιοδοτούν επιθέσεις, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό ή θάνατο ανθρώπινων ασπίδων. Με άλλα λόγια, αποτελούν οι VHS στρατιωτικούς στόχους που μπορούν να στοχοποιηθούν άμεσα; Η απάντηση βρίσκεται σε μία από τις θεμελιώδεις αρχές του ΔΑΔ, την αρχή της διάκρισης, που αποκρυσταλλώνεται στο Άρθρο 48 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠ Ι) και θεωρείται εθιμικός κανόνας, τόσο σε διεθνείς (IAC) όσο και σε μη διεθνείς (NIAC) ένοπλες συρράξεις από τον Ερυθρό Σταυρό (ICRC). Το άρθρο διακρίνει μεταξύ αμάχων και μαχητών και ξεκαθαρίζει ότι τα εμπόλεμα μέρη θα πρέπει να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις τους μόνο εναντίον στρατιωτικών στόχων. Επομένως, στο θέατρο του πολέμου, ένα άτομο είναι είτε μαχητής είτε πολίτης.                                                   

Για να γίνει κατανοητό εάν οι VHS μπορούν να στοχοποιηθούν, θα πρέπει να διερευνηθεί η πιθανότητα να θεωρηθούν ως μαχητές όπως ορίζονται στο Άρθρο 4(Α) της Τρίτης Σύμβασης της Γενεύης. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, μαχητές είναι μέλη των ενόπλων δυνάμεων, άλλων πολιτοφυλακών ή εθελοντικών σωμάτων, που αποτελούν άτακτες ένοπλες δυνάμεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάτοικοι μη κατεχόμενων περιοχών που οπλίζονται για να αντισταθούν στις δυνάμεις εισβολής (levée en masse). Είναι προφανές ότι οι VHS δεν πληρούν τα κριτήρια του εμπόλεμου (belligerent status). Όπως σωστά αναφέρει η Bosch, συνήθως, είναι ντόπιοι ή ξένοι ακτιβιστές που ούτε φθάνουν σε οργανωτικό επίπεδο που να επιτρέπει μια ξεκάθαρη δομή διοίκησης, ούτε φορούν στρατιωτική στολή που τους διακρίνει από τον άμαχο πληθυσμό. Επιπλέον, δεν πληρούν τα κριτήρια του levée en masse, που παίρνουν αυθόρμητα τα όπλα για να αντιταχθούν σε μια επικείμενη εισβολή. Τέλος, δεν κατατάσσονται ως μη μάχιμοι (non-combatants), οι οποίοι, αν και οι πολίτες χωρίς εξουσιοδότηση χρήσης βίας, δικαιούνται καθεστώς αιχμαλώτου πολέμου.

Είναι προφανές ότι oι VHS δεν εμπίπτουν ούτε στο άρθρο 4 της ΣΓ ΙΙΙ ούτε στο άρθρο 43 του ΠΠ Ι. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 50(1) του ΠΠ Ι, είναι πολίτες και σε περίπτωση αμφιβολίας θα πρέπει πάντα να θεωρούνται πολίτες. Ως πολίτες, απολαμβάνουν γενικής προστασίας έναντι των κινδύνων που προκύπτουν από στρατιωτικές επιχειρήσεις και δεν πρέπει ποτέ να αποτελούν αντικείμενο επίθεσης. Αυτή η διάταξη θεωρείται εθιμικός κανόνας σύμφωνα με τον ICRC τόσο σε IAC όσο και σε NIAC. Η υποχρέωση αυτή απαιτεί από τις ένοπλες δυνάμεις να απέχουν από ενέργειες που θα βλάψουν τους αμάχους και να λάβουν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας για να εξασφαλίσουν την προστασία τους. Η μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι όταν «και για όσο διάστημα συμμετέχουν άμεσα σε εχθροπραξίες». Όταν συμμετέχουν, χάνουν την προστασία τους ως πολίτες. Για να διερευνηθεί εάν οι VHS μπορούν να χάσουν την ιδιότητα του πολίτη, θα πρέπει να γίνει κατανοητή η έννοια της άμεσης συμμετοχής στις εχθροπραξίες (DPH). Εάν όντως συμμετέχουν απευθείας στις εχθροπραξίες, θα πρέπει να εξεταστούν οι βασικές αρχές που καθοδηγούν έναν διοικητή στην αξιολόγηση μιας επίθεσης που θα μπορούσε να τους επηρεάσει.

Η έννοια του DPH ήταν και συνεχίζει να είναι ένα ζήτημα που προκαλεί έντονες αντιπαράθεσεις. Δεν υπάρχει ακριβής ορισμός της στο δίκαιο των συνθηκών ΔΑΔ και δεν προκύπτει ξεκάθαρο συμπέρασμα από την πρακτική των κρατών. Ο σχολιασμός του ICRC στο άρθρο 51(3) υποδεικνύει ότι η έννοια αναφέρεται σε συγκεκριμένες πράξεις που είναι πιθανό να προκαλέσουν πραγματική βλάβη στις εχθρικές ένοπλες δυνάμεις. Γενικά, αναφέρεται σε πολεμικές ενέργειες, που συνήθως αναλαμβάνονται μόνο από ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες διαπράττονται από πολίτες, που, εξ ορισμού, δεν έχουν την άδεια να συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες. Ο πολίτης χάνει την ασυλία του κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συμμετοχής και γίνεται νόμιμος στρατιωτικός στόχος. Όταν παύσει η συμμετοχή, ο πολίτης ανακτά την ιδιότητα και την προστασία του.

Το 2009, ο ICRC δημοσίευσε έναν Οδηγό (Interpretive Guidance) σχετικά με την έννοια του DPH, στον οποίο προσδιορίζει τρία σωρευτικά κριτήρια που πρέπει να πληρεί μια συγκεκριμένη πράξη για να χαρακτηριστεί ως DPH. Απαιτεί (1) ένα όριο βλάβης που πιθανόν να προκύψει από την επίθεση (threshold of harm), (2) άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ενέργειας και της αναμενόμενης ζημίας (direct causation link) και (3) η πράξη να υποστηρίζει ένα από τα εμπόλεμα μέρη, δημιουργώντας έτσι έναν εμπόλεμο δεσμό (belligerent nexus). Όσον αφορά στο πρώτο κριτήριο, o ICRC σχολιάζει ότι η βλάβη δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνο ως τραυματισμός, θάνατος στρατιωτικού προσωπικού ή καταστροφή αντικειμένων. Αντιθέτως, περιλαμβάνει «κάθε συνέπεια που επηρεάζει δυσμενώς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ή τη στρατιωτική ικανότητα ενός μέρους στη σύγκρουση». Επιπλέον, η πράξη δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί, καθώς η απλή πιθανότητα πρόκλησης βλάβης αρκεί για να πληρείται το πρώτο κριτήριο. Έντονη συζήτηση προέκυψε σχετικά με την εφαρμογή αυτού του κριτηρίου στους VHS, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι επηρεάζουν αρνητικά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Το δεύτερο κριτήριο απαιτεί μια σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης και των συνεπειών που αισθάνονται οι εμπόλεμοι. Σύμφωνα με τον Οδηγό του ICRC, η πράξη θα πρέπει να προκαλέσει άμεσα βλάβη. Επομένως, η έμμεση πρόκληση βλάβης δεν αρκεί. Για παράδειγμα, μια πράξη που «απλώς δημιουργεί ή διατηρεί την ικανότητα ενός μέρους να βλάψει τον αντίπαλό του» δεν θα πρέπει να θεωρείται άμεση συμμετοχή στις εχθροπραξίες, επειδή προκαλεί μόνο έμμεση βλάβη. Ο ICRC σημειώνει περαιτέρω ότι η απλή χρονική ή γεωγραφική εγγύτητα με την προκύπτουσα βλάβη είναι ανεπαρκής ελλείψει άμεσης αιτιώδους συνάφειας. Τέλος, η απαίτηση για εμπόλεμη σχέση υποδηλώνει ότι η πράξη θα πρέπει «να έχει σχεδιαστεί ειδικά για να υποστηρίξει ένα μέρος σε ένοπλη σύγκρουση και εις βάρος άλλου».

Το ερώτημα είναι εάν οι ενέργειες των VHS ισοδυναμούν με DPH. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή τους είναι τόσο σημαντική που είναι αδύνατο οι ενέργειές τους να μην ισοδυναμούν με DPH. Ο Schmitt υποστηρίζει ότι δρουν σαν συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας που καθιστούν έναν στρατιωτικό στόχο απρόσβλητο από επίθεση, ενώ μερικές φορές είναι πιο αποτελεσματικοί από τα παραδοσιακά αμυντικά συστήματα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με το άρθρο 49 του ΠΠ Ι, ο όρος επίθεση περιλαμβάνει τόσο επιθετικές όσο και αμυντικές ενέργειες. Επομένως, το VHS μπορεί να θεωρηθεί ως DPH. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές μιας πιο συγκρατημένης ερμηνείας του όρου υποστηρίζουν ότι ο παθητικός τρόπος με τον οποίο θωρακίζουν έναν στόχο δεν αποτελεί άμεση απειλή για τους αντιπάλους, ούτε ικανοποιεί το τεστ άμεσης αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, ο Schmitt επισημαίνει ότι η άμεση συμμετοχή περιλαμβάνει πράξεις που δεν προκαλούν άμεση βλάβη στον εχθρό, αλλά ενισχύουν τη στρατιωτική ικανότητα ενός κράτους.

Φαίνεται αδύνατο να εξαχθεί το συμπέρασμα  εάν οι VHS γενικά κάνουν DPH ή όχι. Το ICTY στην υπόθεση Tadic ακολούθησε την ίδια προσέγγιση καθώς πρότεινε ανάλυση κατά περίπτωση, εξετάζοντας τα σχετικά γεγονότα σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο εάν η συμμετοχή των VHS μπορεί να φτάσει το υψηλό όριο του DPH. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι VHS φαίνεται να προκαλούν ηθικoύς δισταγμούς και πιο ενδελεχείς αξιολογήσεις αναλογικότητας και προφυλάξεων για τους επιτιθέμενους, οι οποίες δεν επαρκούν για να γίνει σαφές  πως συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες. Αν και η παρουσία τους μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση ή αναστολή των επιχειρήσεων και είναι σαφώς υπέρ ενός από τα εμπόλεμα μέρη, η συνεισφορά δεν προκαλεί ζημία. Επομένως, είναι πιθανώς ασφαλές να υπογραμμιστεί  ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ενέργειες VHS δεν συνιστούν DPH, με αποτέλεσμα να μην χάνουν την προστασία τους ως πολίτες και να διατηρούν πλήρη ασυλία από άμεση στόχευση.            

Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να στοχοποιηθούν έμμεσα; Σύμφωνα με το άρθρο 52(1) του ΠΠ Ι «οι επιθέσεις πρέπει να περιορίζονται αυστηρά σε στρατιωτικούς στόχους». Στρατιωτικοί στόχοι είναι «τα αντικείμενα που από τη φύση, τη θέση, τον σκοπό ή τη χρήση τους συμβάλλουν αποτελεσματικά στη στρατιωτική δράση και των οποίων η ολική ή μερική καταστροφή, σύλληψη ή εξουδετέρωση, στις συνθήκες που ισχύουν εκείνη τη στιγμή, προσφέρει ένα σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα». Το ICRC θεωρεί ότι αυτή η διάταξη αποτελεί εθιμικό κανόνα τόσο σε IAC όσο και σε NIAC. Όταν οι VHS τοποθετούνται μέσα ή κοντά σε ένα πολιτικό αντικείμενο, δηλαδή οποιοδήποτε αντικείμενο δεν είναι στρατιωτικός στόχος, δεν μπορούν να στοχοποιηθούν έμμεσα. Όταν θωρακίζουν έναν στρατιωτικό στόχο, το οποίο είναι και το σύνηθες, η καταστροφή του οποίου θα προσφέρει ένα σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα, δεν χάνουν την προστασία τους αυτή καθαυτή, αλλά εκτίθενται σε αυξημένο κίνδυνο να αποτελέσουν έμμεση παράπλευρη απώλεια.Το άρθρο 51 του ΠΠ Ι αποκρυσταλλώνει μια ερμηνεία αναλογικότητας στην οποία πρέπει να υποβληθεί ένας διοικητής πριν στοχεύσει και πλήξει έναν στρατιωτικό στόχο. Μια επίθεση δεν πρέπει να ενεργοποιείται όταν αναμένεται να «προκαλέσει απώλεια αμάχων, τραυματισμό αμάχων, ζημία σε πολιτικά αντικείμενα ή συνδυασμό αυτών, κάτι που θα ήταν υπερβολικό για το συγκεκριμένο και άμεσο στρατιωτικό πλεονέκτημα που αναμένεται». Όταν ο στρατιωτικός στόχος που περιβάλλεται από VHS είναι τόσο σημαντικός που η καταστροφή του θα προσφέρει σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα, οι επιθέσεις θεωρούνται νόμιμες, υπό την προϋπόθεση ότι η απώλεια αμάχων δεν θα είναι υπερβολική. Η επίθεση είναι νόμιμη, παρά την παρουσία τους, όταν η παράπλευρη ζημία θεωρείται αποδεκτή σε σχέση με το στρατιωτικό πλεονέκτημα. Οι VHS γνωρίζουν καλά αυτήν την αρχή και προστατεύουν ένα στόχο για να αποτελέσουν μια πιθανώς υπερβολική παράπλευρη ζημία. Αυτή η πρόθεση οδήγησε ορισμένους ακαδημαϊκούς να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας μειωμένης εφαρμογής του τεστ αναλογικότητας και ενός χαλαρού «υπερβολικού» ορίου, καθώς η παρουσία τους θα έπρεπε να δικαιολογεί μεγαλύτερες παράπλευρες απώλειες. Άλλοι φτάνουν μέχρι να υποστηρίζουν εξαίρεση τους από τις αξιολογήσεις αναλογικότητας.

Αν και θα μπορούσε κανείς αναμφίβολα να υποστηρίξει ότι η εθελοντική τους συμμετοχή τους κατατάσσει ως μια ελαφρώς διαφορετική κατηγορία από τους πολίτες, μια τέτοια επιχειρηματολογία έρχεται σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή των αναμφισβήτητων δικαιωμάτων που αποκρυσταλλώνονται στο άρθρο 8 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τα προστατευόμενα πρόσωπα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να παραιτηθούν εν όλω ή εν μέρει των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση. Εάν είναι πολίτες, αξίζουν πολιτική μεταχείριση και θα πρέπει να υπολογίζονται εξίσου σε κάθε ερμηνεία αναλογικότητας. Όπως υποστηρίζει ο Bouchie, η πρόθεση και η προθυμία μπορεί να έχουν σημασία μόνο κατά τη διάρκεια μιας ποινικής υπόθεσης, αλλά δεν έχουν θέση στην αξιολόγηση της αναλογικότητας πριν από μια επίθεση, επειδή είναι πολίτες και σύμφωνα με το άρθρο 8, τα δικαιώματά τους είναι αναμφισβήτητα.                              

Επομένως, όταν οι VHS θωρακίζουν έναν στρατιωτικό στόχο, η καταστροφή του οποίου θα προσφέρει ένα αναμφισβήτητο στρατιωτικό πλεονέκτημα, ο στόχος μπορεί να καταστεί αντικείμενο επίθεσης όταν η παράπλευρη ζημία δεν είναι υπερβολική προς όφελος. Ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις  αναλογικότητας, ο διοικητής εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει προφυλάξεις πριν ξεκινήσει την επίθεση. Θα πρέπει να γίνει ό,τι είναι εφικτό για να επαληθευτεί η φύση του στόχου και να επιλεγούν τα μέσα και οι μέθοδοι πολέμου που είτε θα αποφύγουν είτε θα ελαχιστοποιήσουν τις παράπλευρες απώλειες και τον περιττό πόνο. Επίσης, οι VHS θα πρέπει να λάβουν προειδοποίηση πριν από την επίθεση για να έχουν την ευκαιρία και τον εύλογο χρόνο να απομακρυνθούν από το σημείο. Αυτά τα προληπτικά μέτρα αποκρυσταλλώνονται στο άρθρο 57 του ΠΠ Ι, το οποίο προβλέπει περαιτέρω, στην περίπτωση πολλαπλών στρατιωτικών στόχων, την ιεράρχηση στόχων που προσφέρουν παρόμοια στρατιωτικά πλεονεκτήματα αλλά λιγότερες παράπλευρες απώλειες. Τέλος, όταν μια τέτοια αξιολόγηση προληπτικών μέτρων δεν εγγυάται τα προαναφερθέντα, η επίθεση θα πρέπει να ανασταλεί ή να ακυρωθεί. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τόσο οι αξιολογήσεις αναλογικότητας όσο και οι προφυλάξεις θεωρούνται εθιμικό δίκαιο από τον ICRC.

Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν οι ενέργειες των VHS πληρούν  και τα τρία κριτήρια του ICRC, άρα ανέρχονται σε DPH; Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι VHS είναι άμαχοι και, σύμφωνα με το άρθρο 51(3) του ΠΠ Ι, χάνουν την προστασία τους μόνο και «για όσο χρόνο συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες». Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν χάνουν την ιδιότητα του πολίτη αλλά μόνο την ασυλία τους από την άμεση στόχευση. Η στρατιωτική τους συνεισφορά εμφανίζεται μόνο όταν θωρακίζουν τον στρατιωτικό στόχο, και δεν υπάρχει στρατιωτική ανάγκη να τους στοχεύσουμε ανεξάρτητα, αλλά μόνο επιπρόσθετα με έναν στρατιωτικό στόχο. Όταν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με τη φύση του στόχου, θα πρέπει να διατηρούν ασυλία από την επίθεση έως ότου αποδειχθεί ότι το αντικείμενο διπλής χρήσης είναι στρατιωτικό, σύμφωνα με το άρθρο 52(3) του ΠΠ Ι. Ωστόσο, ακόμη κι αν μπορούν να στοχοποιηθούν άμεσα, ο διοικητής θα πρέπει να δικαιολογήσει την επίθεση σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Σε αυτό το σημείο, ο Schmitt ορθά υποστηρίζει ότι τα παιδιά είναι η μόνη εξαίρεση στην εν λόγω συζήτηση, καθώς δεν διαθέτουν τη διανοητική ικανότητα να συμμετέχουν εθελοντικά στις εχθροπραξίες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει πάντα να έχουν το ειδικό καθεστώς τους σύμφωνα με το άρθρο 77 του ΠΠ Ι και να μην δέχονται ποτέ επίθεση.

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με το καθεστώς των VHS και τη σημασία τους στις αξιολογήσεις αναλογικότητας. Αν και είναι ακόμα συζητήσιμο, οι VHS γενικά θεωρούνται άμαχοι και χάνουν την ασυλία τους από επίθεση μόνο όταν κάνουν DPH. Οι περισσότεροι συγγραφείς και η κρατική πρακτική υποστηρίζουν ότι όταν ένας στρατιωτικός στόχος είναι υψηλής σημασίας, η καταστροφή του είναι νόμιμη, όταν η παράπλευρη ζημία δεν είναι υπερβολική σε σχέση με το στρατιωτικό πλεονέκτημα. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις  αναλογικότητας, ο διοικητής θα πρέπει να λάβει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για να ελαχιστοποιήσει τη ζημία που υφίστανται οι VHS. Μια επίθεση που εξάντλησε όλες τις προφυλάξεις και σέβεται τις βασικές αρχές του ΔΑΔ θεωρείται γενικά νόμιμη, ακόμα κι αν τα VHS περιβάλλουν τον στρατιωτικό στόχο.

Βιβλιογραφία:

Bosch, S. (2007). Voluntary human shields: status-less in the crosshairs. Comparative and International Law Journal of Southern Africa, 40(3), 322-349.

Bosch, S. (2013). Targeting decisions involving voluntary human shields in international armed conflict in light of the notion of direct participation in hostilities. Comparative and International Law Journal of Southern Africa, 46(3), 447-473.

Stephanie Bouchie de Belle. (2008). Chained to cannons or wearing targets on their T-shirts: human shields in international humanitarian law. International Review of the Red Cross, 90(872), 883-906.

Emily, C. Alison, P. (2020). International humanitarian law. Cambridge: Cambridge University Press.

Dinstein, Y. (2010). The Conduct of Hostilities under the Law of International Armed Conflict (2nd ed.). Cambridge: Cambridge University Press.

Henckaerts, J et al. (2005). Customary international humanitarian law. International Committee of the Red Cross.                                     

Queguiner, J. (2006). Precautions under the law governing the conduct of hostilities. International Committee of the Red Cross, 88(864), 793-821.

Melzer, N. (2009). Interpretive Guidance on the Notion of Direct Participation in Hostilities under International Humanitarian Law. International Committee of the Red Cross.

Schmitt, M. (2010). Deconstructing Direct Participation in Hostilities: The Constitutive Elements. New York University Journal of International Law and Politics, 697-739.

Schmitt, M. (2006). Targeting and Humanitarian Law: Current Issues. Issues in International Law and Military Operations, 80, 151-194.

Schmitt, M. (2009). Human Shields in International Humanitarian Law. Columbia Journal of Transnational Law, 47(2), 292-338.

Geneva Convention relative to the Treatment of Prisoners of War of 12 August 1949 (Third Geneva Convention). 75 U.N.T.S. 135.

Geneva Convention relative to the Protection of Civilian Persons in Time of War of 12 August 1949 (Fourth Geneva Convention). 75 U.N.T.S. 287.

Protocol Additions to the Geneva Conventions of 12 August 1949, and Relating to the Protection of Victims of International Armed Conflicts (Protocol I). 1125 U.N.T.S. 3.

The Prosecutor v. Dusko Tadic. IT-94-1-T (ICTY 1977). Πηγή εικόνας: ΑΙ