Γράφει η Μαρία Στεφιάδου
Η Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία ορίζεται συμβατικά ως ένα πεδίο μελέτης το οποίο εξετάζει την αλληλεπίδραση και τη σύνδεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, εντός των ορίων της παγκόσμιας πολιτικής σφαίρας. Ο κλάδος της Παγκόσμιας Πολιτικής Οικονομίας περιλαμβάνει μία ευρεία ποικιλία διαφορετικών προσεγγίσεων· οι φιλελεύθερες και ρεαλιστικές προσεγγίσεις κατανοούν την πολιτική και την οικονομία ως ξεχωριστά πεδία, δίνοντας παράλληλα εξέχουσα έμφαση στη σημασία των σχέσεων μεταξύ αγορών και κρατών. Οι προσεγγίσεις αυτές περιλαμβάνουν, επίσης, την παραγωγή, διανομή και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών σε τοπική, εγχώρια και παγκόσμια κλίμακα, ενώ περικλείουν και μη κρατικούς οικονομικούς δρώντες παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως, για παράδειγμα, οι πολυεθνικές εταιρείες. Παρ’ όλα αυτά, τα κράτη και οι θεσμοί που αυτά προβλέπουν και συμπεριλαμβάνουν, από κοινού με τις θεσμοποιημένες μορφές διακυβέρνησης, κατέχουν σημαντική θέση στο πλαίσιο των προσεγγίσεων αυτών, ιδιαίτερα εντός της τάσης του νεορεαλισμού.
Αντιθέτως, οι μαρξιστικές προσεγγίσεις της Παγκόσμιας Πολιτικής Οικονομίας, πραγματοποιούν μία απόπειρα περαιτέρω διεύρυνσης του πεδίου, πέρα από την εξέταση και την ανάλυση των αλληλεπιδράσεων των σχέσεων μεταξύ κρατών. Η εμβάθυνση των θεωριών του Antonio Gramsci παρουσίασε διεξοδικά τις δομικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τις εμπορικές σχέσεις που αναπτύσσονται και εκτυλίσσονται σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και την κατανομή εργασίας στον κόσμο. Η εκτενής βιβλιογραφία του έργου του Gramsci αποτέλεσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερους στοχαστές, που εστίασαν κατά κύριο λόγο στη διερεύνηση της ανισότητας των κοινωνικών σχέσεων, ενώ έμφαση δόθηκε και στην θέση των κοινωνικών ομάδων που έχουν υποστεί περιθωριοποίηση και αποκλεισμό από τις επικρατούσες συνθήκες της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Η μαρξιστική σχολή μοιράζεται αρκετά κοινά σημεία με τα συμπεράσματα των μετά-αποικιακών θεωρητικών· η τάση αυτή ενδιαφέρθηκε κατά κύριο λόγο για τις ανισότητες και τις εξαρτήσεις δομικού χαρακτήρα που ταλανίζουν το πεδίο της διεθνούς πολιτικής, αλλά και για το χάσμα που χαρακτηρίζει τα αναπτυγμένα και τα αναπτυσσόμενα κράτη, το οποίο θεωρεί ως τη συνέχεια του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.
Ο κλάδος ο οποίος ορίζεται ως Φεμινιστική Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία ασκεί έντονη κριτική στον τρόπο με τον οποίο έχει αναπτυχθεί, εμπλουτιστεί και εξελιχθεί έως τώρα η Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία. Η κριτική αυτή επικεντρώνεται στις οριοθετήσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και στη νοηματοδότηση και στον διαχωρισμό μεταξύ «οικονομικής» και «πολιτικής» δραστηριότητας – στοιχεία που πρεσβεύουν οι συμβατικές προσεγγίσεις της Παγκόσμιας Πολιτικής Οικονομίας. Σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα και ερευνήτρια Penny Griffin (2009), η λεγόμενη «ορθόδοξη» Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία κατακλύζεται από μία «υφέρπουσα οικονομοκρατία», η οποία δεν συγκαταλέγει καθόλου τον παράγοντα του φύλου στο πεδίο. Η φεμινιστική προσέγγιση φέρνει στο προσκήνιο δύο πολύ σημαντικές παρατηρήσεις: αφενός ότι το νοικοκυριό λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά ως μονάδα κατανάλωσης, χωρίς να θεωρείται μονάδα παραγωγής, και αφετέρου ότι η παραγωγή και η άμισθη εργασία που εκτυλίσσονται στην ιδιωτική σφαίρα είναι, ουσιαστικά, αφανείς. Η Catherine Hoskyns και η Sharyn Rai (2007), υποστηρίζουν πως η προσφορά απλήρωτης εργασίας από πλευράς των γυναικών εντός του νοικοκυριού βρίσκεται σε κρίση, καθώς η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών, η ρευστότητα των κρατικών λειτουργιών και, κατά κύριο λόγο, η μαζική συμπερίληψη των γυναικών στην αμειβόμενη απασχόληση, οδηγούν στη στέρηση των απαραίτητων πόρων για την εξασφάλιση της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Παράλληλα, οι Hoskyns και Rai (2007) αναφέρουν χαρακτηριστικά πως η καταγραφή της μη αμειβόμενης εργασίας παγκοσμίως είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, ενώ δεν υπολογίζεται ως παραγωγική εντός του Συστήματος Εθνικών Λογαριασμών του ΟΗΕ (United Nations System of National Accounts). Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Paul Studenski (1958), όπως αναφέρεται στο κλασσικό του πλέον κείμενο The Income of Nations, «διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα». Ο Studenski υποστήριξε, επίσης, πως «η άμισθη οικιακή εργασία θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στο ΑΕΠ». Όπως περιγράφει η Caroline Criado Perez (2019) στο βιβλίο της «Αόρατες Γυναίκες» (Invisible Women), η αποτυχία καταγραφής των απλήρωτων οικιακών υπηρεσιών αποτελεί το «μεγαλύτερο έμφυλο κενό δεδομένων». Εκτιμήσεις που προέρχονται από εκτενείς έρευνες που παρουσιάστηκαν στο G20 δείχνουν πως οι άμισθες υπηρεσίες φροντίδας που παρέχονται από τις γυναίκες εντός του πλαισίου των νοικοκυριών, ισοδυναμεί με το 50% του ΑΕΠ στις χώρες υψηλού εισοδήματος και έως και το 80% του ΑΕΠ στις χώρες χαμηλότερου εισοδήματος. Σύμφωνα με έρευνα των Ηνωμένων Εθνών, το 2012 η παροχή άμισθων υπηρεσιών φροντίδας στις ΗΠΑ αποτέλεσε το 20% περίπου του ετήσιου ΑΕΠ, ή 3,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι άμισθες παροχές περίθαλψης και οικιακής εργασίας αποτέλεσαν το 21% του ΑΕΠ του Μεξικού το 2015, ξεπερνώντας τα επίπεδα «του κλάδου της παραγωγής, του εμπορίου, των κτηματομεσιτικών συναλλαγών, των εξορύξεων, των κατασκευών και των υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης».
Η φεμινιστική Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία παρείχε στον ακαδημαϊκό χώρο σημαντικές μελέτες και ευρήματα όσον αφορά τις έμφυλες αγορές εργασίας. Παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης συνέβαλε δραστικά στη δημιουργία κάποιων νέων, πρωτοπόρων ευκαιριών για τις γυναίκες, οι αμοιβές καθώς και οι δυνατότητες ανέλιξης που προσφέρονται σήμερα στις γυναίκες είναι πολύ λιγότερες από εκείνες των ανδρών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό η απασχόληση γυναικών σε περιστασιακού ή προσωρινού τύπου εργασία ή υπεργολαβίες, ενώ επισημάνθηκε πως οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αδήλωτου εργατικού δυναμικού σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, η φεμινιστική Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία επισήμανε πως το γυναικείο εργατικό δυναμικό προτιμήθηκε με μεγαλύτερη συχνότητα για έμμισθη απασχόληση, όμως σε περιορισμένους κλάδους, όπως η κλωστοϋφαντουργία ή η κατασκευή μικροηλεκτρονικών αντικειμένων. Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες στις χώρες αυτές βρίσκονται και πάλι σε εξαιρετικά χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, κυρίως απασχολούμενες σε εγκαταστάσεις όπως τα sweatshops· αυτό το φαινόμενο οφείλεται κατά κύριο λόγο στον χαρακτηρισμό των δεξιοτήτων των γυναικών ως «έμφυτες», παρά ως επίκτητες, γεγονός που καταλήγει στην αναντιστοιχία των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας του σεξ στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου συχνά συμβάλλει ενεργά στην οικονομική και εργασιακή εκμετάλλευση των γυναικών και σε άλλους τομείς.
Εισάγοντας στην έρευνα τον παράγοντα της κοινωνικής ανισότητας, η φεμινιστική Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία κατέληξε σε περαιτέρω συμπεράσματα όσον αφορά την τοποθέτηση των γυναικών εντός του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού περιβάλλοντος. Η πρόσβαση μιας γυναίκας σε εργασιακές ευκαιρίες και ευκαιρίες ανέλιξης εξαρτάται από την εθνικότητα και την κοινωνική τάξη – από κοινού με το φύλο της, ενώ στοιχεία όπως η οικογενειακή της κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, αλλά και η ηλικία, είναι, επίσης, σημαντικά. Έτσι, οι γυναίκες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και οι άγαμες γυναίκες είναι εκείνες που μπορούν να επωφεληθούν σε κάποιον βαθμό από το νεοφιλελεύθερο οικονομικό status quo, ενώ οι λιγότερο μορφωμένες ή καταρτισμένες γυναίκες υφίστανται στερήσεις και πέφτουν πολύ συχνότερα θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης.
Είναι εμφανές πως λόγω των έμφυλων ανισοτήτων και διαστάσεων που υπάρχουν εδώ και αρκετούς αιώνες λόγω της εγκαθίδρυσης του πατριαρχικού συστήματος, παγκόσμια πολιτικά και οικονομικά φαινόμενα επηρεάζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο τις γυναίκες και ιδιαίτερα εκείνες που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκείς εκπαιδευτικούς και οικονομικούς πόρους. Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, μία θετική προοπτική στον ορίζοντα, καθώς ολοένα και περισσότερες ενδελεχείς έρευνες εκτυλίσσονται ή πρόκειται να διαδραματιστούν στον τομέα μελέτης της αφανούς, απλήρωτης οικιακής εργασίας των γυναικών και στο έμφυλο μισθολογικό χάσμα, όπως περιγράφει η Caroline Criado Perez (2019) στο βιβλίο της, «Αόρατες Γυναίκες». Αυτό, όμως, που πραγματικά έχει σημασία, είναι η συνεχής και λεπτομερής ενημέρωση και η ενσυναίσθηση γύρω από τις ανισότητες που επικρατούν στον οικονομικό και εργασιακό κλάδο παγκοσμίως, ώστε οι μελλοντικές διεκδικήσεις και αναπροσαρμογές να είναι, αν μη τι άλλο, όσο περισσότερο συμπεριληπτικές γίνεται.
Βιβλιογραφία
Steans, J. (2013). Gender and International Relations. Polity Press Ltd, Cambridge.
Perez Criado, C. (2019). Invisible Women. Penguin Pandom House.
Hoskyns, C., Rai, S. (2007). Recasting the Global Political Economy: Counting Women’s Unpaid Work. New Political Economy, 12(3), 297-317. https://doi.org/10.1080/13563460701485268
Griffin, P. (2009). Gendering the World Bank: Neoliberalism and the Gendered Foundations of Global Governance. Basingstoke [England]: Palgrave Macmillan.
Πηγή Φωτογραφίας: http://www.time.com./