Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Σαουδική Αραβία και Δικαιώματα Γυναικών

Γράφει η Ελευθερία Βλάχου

“When a woman feels that she can’t carry out basic tasks…without her male guardian, this restricts her humanity.” – Nassima, Saudi activist

“Κίβδηλοι και αγαθοφανείς όσοι με λόγους εξαγγέλλουν πολλά, ενώ στην πράξη δεν κάνουν τίποτα”, η ελεύθερη απόδοση της ιστορικής φράσης του Δημόκριτου φαίνεται να αντικατοπτρίζει πλήρως την κριτική που δέχεται το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, το τελευταίο διάστημα, αναφορικά με τις εξαγγελίες του για την ισότητα των φύλων, εν όψει της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής των Ηγετών G20 στο Ριάντ (21-22 Νοεμβρίου 2020), τις οποίες, όμως, έρχονται να σπιλώσουν οι κατηγορίες για καταστρατηγήσεις δικαιωμάτων γυναικών από τη Διεθνή Αμνηστία και άλλους ειρηνευτικούς φορείς.

Τον Μάιο του 2018, λίγες μόνο εβδομάδες πριν το περιβόητο βασιλικό διάταγμα καταργήσει την απαγόρευση οδήγησης για τις γυναίκες, τουλάχιστον 10 υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που είχαν καθοριστική συμβολή στην εκστρατεία για την κατοχύρωση αυτού ακριβώς του δικαιώματος, συνελήφθησαν από τις σαουδικές αρχές. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2018, ακολούθησαν 9 ακόμη συλλήψεις, όλες ενταγμένες σε ένα “ευρύ θεσμικό πλάνο Σαουδικής Καταστολής των φεμινιστών”, όπως χαρακτηρίστηκε από τον ΟΗΕ και το διεθνή τύπο. Οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν “κατά κύματα” και περιγράφηκαν ως “πυροκροτητές” της φήμης του Πρίγκιπα Mohammed Bin Salman -του de facto ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας- ως μεταρρυθμιστή που διεκδικούσε σθεναρά τη μονοπωλιακή πίστωση για τις μεταρρυθμίσεις που απέδωσαν την άρση της απαγόρευσης οδήγησης για τις γυναίκες.

Όλοι οι συλληφθέντες είναι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των γυναικών, με μια μακροχρόνια δέσμευση στον αγώνα για την έμφυλη ισότητα μέσω της άσκησης των δικαιωματικών τους ελευθεριών. Αυτές εκπορεύονται από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ακτιβιστών, η οποία ρητά προστατεύει το δικαίωμα των ενωτικών δράσεων για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, την ίδρυση και συμμετοχή σε ΜΚΟ (Άρθρο 5), την αναζήτηση, μελέτη, συζήτηση και ανταλλαγή πληροφορίας (Άρθρα 6,7) για ζητήματα δικαιωμάτων, καθώς και την αξιοποίηση πόρων -συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης από το εξωτερικό- για την πραγμάτωση του ακτιβιστικού αγώνα. Τα ανωτέρω, σαφώς, επικυρώνονται και από λοιπές διατάξεις της Οικουμενικής Διακήρυξης, η οποία προστατεύει ρητά το δικαίωμα στην έκφραση (Άρθρο 19), καθώς και από τον Αραβικό Χάρτη Δικαιωμάτων (Άρθρο 32, για την ελευθερία της γνώμης και έκφρασης).

Τα ανωτέρω δεν θα αποτελούσαν τόσο σημαντική γνώση,αν δεν είχε αποκαλυφθεί ότι αυτές οι ακτιβίστριες συνελήφθησαν προ τριετίας, δίχως να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο και δυνατότητα δίκαιης δίκης, δίχως να έχουν επικοινωνία με μέλη της οικογένειάς τους, δίχως να χαίρουν δίκαιη μεταχείριση κατά τη διάρκεια της κράτησής τους και δίχως, το βασικότερο, να γνωρίζουν τη φύση των κατηγοριών εναντίον τους. Αντ’ αυτού, οι κατηγορίες που εξαπολύθηκαν εναντίον τους από τη Σαουδική Αραβία περιγράφηκαν με αοριστολογία και γενικότητα, καθώς δεν ισοδυναμούσαν με κανένα απολύτως αξιόποινο αδίκημα, αλλά μάλλον αποτελούσαν κοινωνική συμπεριφορά. Κι ενώ δεν έγινε καμία σαφής επίκληση σε κάποιο συγκεκριμένο νόμο ή βασιλικό διάταγμα, φαίνεται να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους νόμους του 2007 για το ηλεκτρονικό έγκλημα, του 2014 για την τρομοκρατία και του 2017 για τη λογοκρισία απέναντι στο Βασιλιά και στον Πρίγκιπα με τρόπο “προσβλητικό για τη θρησκεία ή δικαιοσύνη”.

Έτσι, η διοργάνωση μίας ενημερωτικής καμπάνιας στο Twitter αποτέλεσε πράξη που «προσέκρουσε στη δημόσια τάξη, τις θρησκευτικές αξίες, τα δημόσια ήδη και την ιδιωτικότητα» και η συμμετοχή σε ημερίδες, ντοκιμαντέρ και δράσεις συνηγορίας για τα δικαιώματα των γυναικών ή μια αίτηση εργασίας στα Ηνωμένα Έθνη θεωρήθηκαν τρομοκρατικές πράξεις που “άμεσα ή έμμεσα διατάραξαν τη δημόσια τάξη του κράτους ή αποσταθεροποίησαν την ασφάλεια της κοινωνίας ή την ενότητα του κράτους […] ή προσέβαλαν τη φήμη αυτού και των προσώπων του [..]”, ενώ η βαθιά ριζωμένη ειρωνεία των συλλήψεων προκάλεσε αντιδράσεις στο παγκόσμιο στερέωμα.

Το φλέγον της υπόθεσης ήταν ότι, ενώ κάποιες συλληφθείσες απελευθερώθηκαν, μολονότι ακόμη υπόδικες, αρκετές βρίσκονται ακόμη αυθαίρετα φυλακισμένες. Σύμφωνα με μαρτυρίες όσων απελευθερώθηκαν και αναφορές από ειρηνευτικούς φορείς, όλες οι ακτιβίστριες τέθηκαν εξ’ αρχής στην απομόνωση. Στην περίπτωση της Loujain Al-Hathloul[1], για παράδειγμα, μεσολάβησαν 35 ημέρες από τη σύλληψή της για να έρθει σε επαφή με την οικογένειά της προκειμένου να τους ενημερώσει για το τι είχε συνέβη, ενώ η συνομιλία της παρακολουθήθηκε και δεν της επιτράπηκε να συζητήσει μαζί με την οικογένειά της οποιαδήποτε πτυχή της υπόθεσής της. Έπειτα, ενώ αρχικά οι ακτιβίστριες κρατούνταν στην Dhahban Κεντρική Φυλακή της Jeddah, μεταφέρθηκαν, από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 2018, σε ένα άγνωστο μέρος κράτησης το οποίο ανεπίσημα περιγράφηκε από μάρτυρες και ΜΚΟ ως “ξενοδοχείο”, προτού επιστρέψουν εκ νέου στην Dhahban.

Τα στοιχεία δείχνουν, αναμφισβήτητα, ότι ο σκοπός της κράτησης των ακτιβιστριών εκεί εξυπηρετούσε την τέλεση μεθόδων ανάκρισης που ισοδυναμούν με βασανιστήρια. Χαρακτηριστικά, χορήγηση ηλεκτρικών σοκ, ξυλοδαρμοί που περιελάμβαναν διάτρηση και κλωτσιές, ιδιαίτερα στα πρόσωπα των γυναικών και στα στήθη, χτυπήματα στις πλάτες και τους γλουτούς με sjamboks και egals, παρακολούθηση άλλων συλληφθεισών να βασανίζονται ενώπιόν τους ή και άλλων ομάδων ανδρών κρατούμενων που προφανώς μεταφέρονταν από κοντινές φυλακές για αυτόν ακριβώς τον αποτρόπαιο σκοπό και είχαν τα μάτια τους δεμένα, απειλές βιασμού, βασανιστηρίων ή θάνατο, όχι μόνο για τις ίδιες αλλά και για τα κοντινά τους πρόσωπα, παραπληροφόρηση σχετικά με την υγεία και κατάσταση των οικογενειών τους, σεξουαλικές κακοποιήσεις. Ο κατάλογος των βασανιστηρίων τερματίζει μόνο όταν οι ανακριτές ήταν ευχαριστημένοι από τις απαντήσεις των ακτιβιστριών.

Στους ανακριτές που βασάνισαν και κακοποίησαν τις ακτιβίστριες φαίνεται να εμφανίζονται αρκετά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων o Πρίγκιπας Khalid bin Salman, υπουργός αμύνης, και ο Saud Al-Qahtani, τότε σύμβουλος της Σαουδικής Αραβίας και πρώην σύμβουλος του βασιλικού δικαστηρίου. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να ασκηθούν πιέσεις για τη διαλεύκανση των ισχυρισμών περί βασανιστηρίων, απάνθρωπων και υποβαθμιστικών συνθηκών κράτησης, απομόνωσης και αθέμιτων δικαστικών διαδικασιών. Έτσι, ο Οργανισμός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Σαουδικής Αραβίας ερεύνησε αυτούς τους ισχυρισμούς, τον Δεκέμβριο του 2018. Τον Ιανουάριο του 2019, αναφέρθηκε ότι και το Γραφείο Ερευνών και Εισαγγελίας, ή BIPP, ερευνά τους ισχυρισμούς. Ωστόσο, και οι δύο έρευνες διαπίστωσαν ότι “δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς”, αναμενόμενο γεγονός, δεδομένου ότι ο Οργανισμός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ελέγχεται από την κυβέρνηση και το BIPP βρίσκεται στην εκτελεστική εξουσία και αναφέρεται απευθείας στον Βασιλιά. Ποια αμεροληψία;

Η κατάσταση αποδεικνύεται ζοφερή, αν αναλογιστεί κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης “εκσυγχρονιστικής” περιόδου για την έμφυλη ισότητα στο Σαουδαραβικό Βασίλειο. Ή, τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια του κατ’ επίφαση εκμοντερνισμού που επιδιώκει να εξωτερικεύσει στην υφήλιο ο πρίγκιπας Mohammed bin Salman. Προς επίτευξη της διαρκούς προσπάθειας της κυβέρνησης να ενισχύσει την εικόνα της Σαουδικής Αραβίας, εξάλλου, επενδύθηκαν εκατομμύρια δολάρια σε μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων η οποία θα ενθάρρυνε ξένες επενδύσεις στη χώρα, με απώτερο στόχο το εμβληματικό οικονομικό σχέδιο «Vision 2030» και την εντυπωσιακή προεδρία στη Σύνοδο Κορυφής των Ηγετών G20 του 2020.

Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019, το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας είχε αναλάβει την προεδρία της φετινής χρονιάς για τη Σύνοδο Κορυφής των 20 ισχυρότερων οικονομιών της υφηλίου (G20) στο Ριάντ και θα καθοδηγούσε το έργο της, θέτοντας επί τάπητος τρεις μείζονες στόχους. Πρώτον, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του πλανήτη, δεύτερον, τη διαμόρφωση των νέων τεχνολογικών συνόρων και τρίτον – και σημείο γέννησης έντονων αποδοκιμασιών- την ενδυνάμωση των ατόμων, ειδικά των νέων και των γυναικών, δημιουργώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούν να ζήσουν, να εργαστούν και να ευδοκιμήσουν. Δίχως ψήγματα μηδενισμού, παραδέχεται κανείς ότι, πράγματι, την τελευταία πενταετία, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έχει πραγματοποιήσει αρκετές θετικές μεταρρυθμίσεις ώστε οι γυναίκες να μπορούν να “ζουν, να εργάζονται και να ευδοκιμούν” με μεγαλύτερη άνεση συγκριτικά με το παρελθόν, όπως η παροχή στις γυναίκες άνω των 21 του δικαιώματος να αποκτήσουν διαβατήριο, τον Αύγουστο του 2019, νόμος που επιτρέπει τα ταξίδια χωρίς τη συγκατάθεση ενός άνδρα κηδεμόνα. Επίσης, παραχωρήθηκε η δυνατότητα να μπορούν να εγγραφούν στο στρατό, ενώ ο νόμος του 2013 ποινικοποίησε την ενδοοικογενειακή βία και αφαίρεσε ορισμένους περιορισμούς από την εργασιακή δυνατότητα των γυναικών. Ταυτόχρονα, επιτράπηκε πολύ πρόσφατα η παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων, όπως ποδοσφαιρικών αγώνων.

Με ψήγματα ρεαλισμού, ωστόσο, πίσω από τις εξαιρετικά δημοσιευμένες πρωτοβουλίες και εγκωμιαστικές μεταρρυθμίσεις, παρατηρεί κανείς ότι ταυτόχρονα με τη βάναυση κυβερνητική εκστρατεία καταστολής, μισαλλοδοξίας και παραβιάσεων των δικαιωμάτων ακτιβιστών και ακτιβιστριών, οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν θεσμικές διακρίσεις σε άλλους τομείς, όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η κληρονομιά και η ικανότητα μεταβίβασης της ιθαγένειας στα παιδιά τους. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο επιμένει να μην επιτρέπει στις γυναίκες να παντρευτούν δίχως την άδεια του άνδρα κηδεμόνα. Επιπλέον, οι γυναίκες και τα κορίτσια παραμένουν ανεπαρκώς προστατευμένες από σεξουαλικές και άλλες μορφές βίας λόγω φύλου και συνεχίζουν να εξορίζονται από τους άνδρες–κηδεμόνες τους σε κέντρα κράτησης που ονομάζονται Dar Al Reaya και αποτελούν ένα είδος φυλακής για “παραβατική και ανυπάκουη” συμπεριφορά. Οι λόγοι για την αποστολή των γυναικών εκεί περιλαμβάνουν το oquq (ανυπακοή των γονέων) και το khulwa (το να μείνει μόνη μία γυναίκα με έναν άνδρα σε κλειστό χώρο). Μπορούν να μείνουν εκεί για μια ζωή, εκτός αν ο άνδρας κηδεμόνας ζητήσει την επιστροφή τους ή προκύψει νέος άνδρας κηδεμόνας ως αποτέλεσμα κανονισμένου γάμου.

Συνεπώς, όταν η προεδρία της G20 ανατέθηκε στη Σαουδική Αραβία, οι επικρίσεις κατέφθασαν ταχύτατα και σε μεγάλους αριθμούς. Συγκεκριμένα, 45 Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί ζήτησαν από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ, με γραπτή επιστολή, να “μποϊκοτάρει” τη Σύνοδο Κορυφής των 20 στο Ριάντ, αν οι αρχές της Σαουδικής Αραβίας δεν έδιναν απαντήσεις στα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επιστολή των μελών του Αμερικανικού Κογκρέσου ακολούθησε εκείνη των 65 μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία μέλη προέτρεπαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να “υποβαθμίσει” τη συμμετοχή της στη Σύνοδο της G20, κατηγορώντας το Βασίλειο για ιστορικό καταστρατήγησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, πάνω από 220 οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Αμνηστίας, της CIVICUS και της Διεθνούς Διαφάνειας, καταδίκασαν την προεδρία του μεγαλύτερου οικονομικού συνασπισμού του πλανήτη από τη χώρα-παραβάτη των Διεθνών Συμβάσεων.

«Αν η Σαουδαραβική κυβέρνηση δεν λάβει αμέσως μέτρα για να επανορθώσει αυτό το ιστορικό, [..] πρέπει να δεσμευτούμε να μετατρέψουμε τις μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα σε προϋπόθεση για κάθε μελλοντική δοσοληψία με το Βασίλειο», εξέφρασαν οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, για να λάβουν την αναμενόμενη -ίσως- απαθή στάση του Ριάντ και της -για λίγο ακόμη- ρεπουμπλικανικής Ουάσιγκτον. Είναι γεγονός ότι ο Donald Trump είχε αναδειχθεί σύμμαχος του Πρίγκιπα Mohammed Bin Salman, αντιστεκόμενος μάλιστα σθεναρά σε κάθε πρόταση κυρώσεων κατά του Βασιλείου για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πριν τις εκλογές του περασμένου μήνα, ερωτηθείς εκπρόσωπος του ειδησεογραφικού πρακτορείου του Biden είχε δηλώσει ότι: «Αντί να δίνει λευκές επιταγές σε δικτάτορες και εκπροσώπους του απολυταρχισμού ανά τον κόσμο, όπως έκανε η κυβέρνηση Trump, ο Joe Biden, θα προασπίζεται τις οικουμενικές αξίες και θα στέκεται στο πλευρό του δημοκρατικού κόσμου στην αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων».

Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς το εξής: Τώρα που ο Λευκός Οίκος θα κυματίζει στα μπλε, ποια θα είναι η στάση των ΗΠΑ απέναντι στον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου και μία από τις πιο “ηχηρές” οικονομίες του κόσμου; Γιατί όσο συχνές ήταν οι εξαγγελίες του Σαουδαραβικού Βασιλείου για ισότητα, άλλο τόσο επαναλαμβανόμενες είναι οι επίσημες αποδοκιμασίες που προέρχονται από κάθε περιοχή του πλανήτη. Στη γεφύρωση των λεχθέντων και πεπραγμένων έργων, η συμμετοχή πολλών είναι κομβική. Ειδικά σε μία ιδιάζουσα διεθνή συνθήκη, με μία ανερχόμενη υπερδύναμη στη βιομηχανία του πετρελαίου να αντιμάχεται την εκπλήρωση της δέσμευσής της για την G20, την υλοποίηση της Ατζέντας 2030 και των Στόχων Αειφόρου Ανάπτυξης[2].

Πηγές:

Πηγή Εικόνας: gettyimages, Saudi women stand next to the Saudi pavilion (vision 2030) at the Gitex 2018 exhibition atthe Dubai World Trade Center in Dubai on October2018. Διαθέσιμο σε: https://www.gettyimages.com/detail/news-photo/saudi-women-stand-next-to-the-saudi-pavilion-at-the-gitex-news-photo/1052280476


[1]Η Loujain Al-Hathloul, η οποία είναι τώρα 31 ετών, είναι Σαουδαράβισσα ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, η οποία αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας. Παλαιότερα, συνελήφθη από τις Σαουδικές αρχές, τον Δεκέμβριο του 2014, και τέθηκε υπό κράτηση για 73 ημέρες μετά από μια καλά δημοσιευμένη απόπειρα οδήγησης από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προς τη Σαουδική Αραβία. Πάλι, τον Ιούνιο του 2017, συνελήφθη για τέσσερις ημέρες. Τον Μάρτιο του 2018, ενώ ζούσε και σπούδαζε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χωρίς ένταλμα και χωρίς ενημέρωση για τους λόγους, συνελήφθη από την αστυνομία του Εμιράτου και απελάθηκε στη Σαουδική Αραβία. Εκεί, τέθηκε υπό απαγόρευση ταξιδιού μέχρι τη σύλληψή της στις 15 Μαΐου 2018.

[2] Ο στόχος 5.5 των SDGs περιλαμβάνει «τη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής συμμετοχής των γυναικών και ίσες ευκαιρίες για ηγεσία σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων στην πολιτική, οικονομική και δημόσια ζωή». Ο στόχος 16.10 απαιτεί από τα κράτη να «διασφαλίζουν την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες και να προστατεύουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμφωνίες». Η πρόοδος προς αυτόν τον στόχο μετράται στον Δείκτη SDG 16.10.1: «ο αριθμός των επαληθευμένων περιπτώσεων δολοφονίας, απαγωγής, εξαναγκαστικής εξαφάνισης, αυθαίρετης κράτησης και βασανιστηρίων δημοσιογράφων, συνδεδεμένου προσωπικού των μέσων ενημέρωσης, συνδικαλιστών και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους προηγούμενους 12 μήνες» – ένα μέτρο το οποίο σαφώς αποτυγχάνει η Σαουδική Αραβία.