Γράφει η Ντορίτα Βασιλειάδου
Ο πόλεμος ως φαινόμενο απασχολεί την ανθρωπότητα από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, στον 21ο αιώνα, αποτελώντας αφενός διαχρονική απειλή και αφετέρου τροχοπέδη στην πρόοδο, την ευημερία και προπάντων την ειρήνη. Ο Όμηρος, με λυρικό τρόπο προσπάθησε να προάγει το αντιπολεμικό μήνυμα κόντρα στις φρικαλεότητες και τον αποτροπιασμό του ανθρώπινου είδους. Από την άλλη, ο ιστοριογράφος Θουκυδίδης, όντας ο «πατέρας» του κλασικού ρεαλισμού εξέτασε τον πόλεμο υπό το πρίσμα του ορθολογισμού, παραθέτοντας με ακρίβεια όλα όσα συνέβησαν στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (Λίτσας, 2023,σ.143.). Πώς ερμηνεύεται όμως ο πόλεμος στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνοποιημένου περιβάλλοντος; Πώς εξηγείται η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιος ο ρόλος αυτής; Ωθούν πράγματι οι θεσμοί τα κράτη μακριά από τον πόλεμο; Είναι εφικτή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή τελικά αποτελεί ένα μακρινό όνειρο;
Ο πόλεμος, είναι η γενεσιουργός αιτία του φόβου και του δέους (Λίτσας, 2023, σ.143). Κάθε κράτος, είναι φυσικό να λειτουργεί ανταγωνιστικά στα πλαίσια του άναρχου και ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος, καθώς πρωταρχικός του στόχος είναι αφενός η διασφάλιση και η προάσπιση των εθνικών του συμφερόντων και αφετέρου η μεγιστοποίηση των φορτίων ισχύος που κατέχει (Dougherty,1992, σ.115-117). Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι τα κράτη, έχοντας αυτές τις επιδιώξεις, λειτουργούν εξόχως ανταγωνιστικά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεταξύ τους προστριβές μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται ο φόβος μίας ένοπλης σύγκρουσης (Λίτσας, 2023, σ.233). Για τον λόγο αυτό, τα κράτη επιδιώκουν να συνάπτουν μεταξύ τους συμμαχίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «γάμοι συμφέροντος», καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη συμπορεύονται σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου εξυπηρετούν τα εθνικά τους συμφέροντα (Λίτσας, 2023, σ.283). Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να γίνει αναφορά στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ξεκίνησε ως ένας μηχανισμός αποφυγής μίας επόμενης ένοπλης σύγκρουσης μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του μεταπολεμικού τραύματος που στιγμάτισε τους Ευρωπαίους πολίτες.
Όπως προαναφέρθηκε, η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αυτού του οικοδομήματος που σήμερα ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση, γεννήθηκε στην κατεστραμμένη μεταπολεμικά Ευρώπη, η οποία τότε θρηνούσε έναν μεγάλο αριθμό θυμάτων και εκτοπισμένων. Με στόχο τη διασφάλιση της διαρκούς ειρήνης, ιδρύθηκε αρχικά η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1951, η οποία λειτούργησε ως προπομπός για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ) το 1957. Παρόλα αυτά, μετά από μία σειρά συμφωνιών και διαδικασιών που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε επίσημα με την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ την 1η Νοεμβρίου 1993. Έτσι, με γνώμονα ένα κοινό νομικό-θεσμικό πλαίσιο και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, η ευρωπαϊκή «οικογένεια» αποσκοπεί στην προστασία των κρατών- μελών της και τον περιορισμό της ανάδειξης κυρίαρχων δυνάμεων. Βέβαια, στο σημείο αυτό εντοπίζεται μία βασική διαφορά των δύο εκ των σημαντικότερων ρευμάτων της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού (Heywood, 2013, σ.114). Ο ρεαλισμός, δέχεται την ύπαρξη των θεσμών μόνο προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. Επιπλέον, θεωρώντας το διεθνές σύστημα άναρχο και ανταγωνιστικό, πιστεύει ότι η επίτευξη διαρκούς ειρήνης μεταξύ των κρατών είναι μη υλοποιήσιμη. Αυτό είναι φυσικό, εφόσον οι ρεαλιστές θεωρούν ότι κανένα κράτος δεν θα αναδειχθεί ως η μοναδική εξουσιαστική δύναμη επί των υπολοίπων, διότι έτσι στη διεθνή σκηνή θα επικρατήσει ο ανορθολογισμός ως απότοκο του ολοκληρωτισμού (Κουσκουβέλης, 2018, σ.57). Αντίθετα, ο ιδεαλισμός πρεσβεύει κατά κύριο λόγο την σημασία της ύπαρξης των θεσμών, καθώς υπό την καθοδήγηση των κανόνων και των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, μπορούν να διασφαλίσουν την ευημερία και την διαρκή ειρήνη, λειτουργώντας ως εγγύηση ασφάλειας στα κράτη (Morgenthau, 2018, σ.711).
Το ζήτημα, παρόλα αυτά, δεν έγκειται στις αρχές κάθε ρεύματος και στις μεταξύ τους διαφορές, αλλά στο τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα. Οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι από το 2022 μάρτυρες των βιαιοπραγιών που λαμβάνουν χώρα στα Ουκρανικά εδάφη μετά την εισβολή της Ρωσίας σε αυτά. Εν έτει 2024, εξελίσσεται ένας πρωτοφανούς βιαιότητας πόλεμος στην γηραιά ήπειρο, τον οποίο ο σημαντικότερος μηχανισμός αυτής, η Ε.Ε, δεν στάθηκε ικανός να τερματίσει ή έστω να αμβλύνει. Ο εκτυλισσόμενος πόλεμος θα μπορούσε να μην θέσει υπό αμφισβήτηση τον ειρηνευτικό ρόλο της Ε.Ε μόνο εάν παρέμενε απόλυτα αποστασιοποιημένη, εφόσον η εν λόγω σύγκρουση αφορά δύο κράτη που δεν είναι μέλη της οικογένειας της Ένωσης. Όταν όμως η προαναφερθείσα χαρακτηρίζεται ως ο σημαντικότερος πάροχος στρατιωτικής εκπαίδευσης των Ουκρανών στρατιωτών, δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέα κίνηση, αφήνοντας τους Ευρωπαίους πολίτες να εθελοτυφλούν πιστεύοντας στις διαμεσολάβηση για ειρηνική επίλυση της διαφοράς. Μάλιστα, η ΕΕ εκπαίδευσε 60.000 Ουκρανούς στρατιώτες στο πλαίσιο της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας, συνολικού κόστους 390εκ. δολαρίων (Delegation of the European Union to the United States of America, 2024, σ.3).
Βέβαια, το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ έλαβαν σαφή θέση υπέρ της Ουκρανίας, σπεύδοντας σε οικονομική, ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια, δικαιολογείται εν μέρει λόγω της ευρωπαϊκής ταυτότητας που κατέχει η Ουκρανία. Πιο συγκεκριμένα, είναι λογικό κάθε ευρωπαϊκή χώρα να στηρίξει ένα κράτος που ανήκει ξεκάθαρα στην γηραιά ήπειρο και δεν «ακροβατεί» μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, όπως ισχύει στην περίπτωση της Ρωσίας. Η γενικότερη στήριξη που εξέφρασε ομόφωνα η ΕΕ και πλαισιώθηκε από το γνωστό κίνημα «stand with Ukraine» οφείλεται πρωτίστως στις θεμελιώδεις αρχές περί ελευθερίας και δημοκρατίας που πρεσβεύει, καθώς είναι προφανές και αδιαμφισβήτητο ότι ο πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος αποτροπιασμός του ανθρώπινου είδους. Δευτερευόντως, βέβαια, συνδέεται και με το γενικότερο ζήτημα ασφάλειας που προκύπτει εξαιτίας του γεγονότος ότι τόσο οι ένοπλες επιθέσεις όσο και οι βομβαρδισμοί , υπονομεύουν ευρύτερα την ακεραιότητα ολόκληρης της ηπείρου, εγείροντας τον φόβο για μια γενικευμένη σύγκρουση που θα επηρεάσει τα εθνικά τους συμφέροντα, θέτοντας σε κίνδυνο τα κεκτημένα τους. Αντίθετα, τα κράτη που δεν ανήκουν στην Ευρώπη και έχουν αναπτύξει οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία, υποστηρίζουν την επικράτηση αυτής καθώς διαφορετικά θα τεθούν σε κίνδυνο τα δικά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα, η Αίγυπτος και το Σουδάν, εφόσον εξαρτώνται οικονομικά από το σιτάρι της Ρωσίας, υιοθέτησαν μία ουδέτερη στάση ώστε να μην χάσουν τα που θα τους οδηγούσαν σε μία πιθανή επισιτιστική κρίση.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει, είναι το κατά πόσο είναι δυνατή η εκπλήρωση του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εν καιρώ πολέμου. Ειδικότερα, ο όρος «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αναφέρεται σε μία διαδικασία βιομηχανικής, οικονομικής, πολιτικής και νομικής ενοποίησης μεταξύ των κρατών που ανήκουν εξ ολοκλήρου ή μερικώς στην Ευρώπη, στα πλαίσια τόσο της κοινής εξωτερικής πολιτικής, όσο και της πολιτικής ασφαλείας . Παρόλα αυτά, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας-Ρωσίας, το όραμα για μία ενοποιημένη Ευρώπη φαίνεται να φαντάζει μερικώς ή και εξ ολοκλήρου ουτοπία, εφόσον η κατάπαυση του πυρός δεν φαίνεται να υπάρχει στην ατζέντα καμίας εκ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Αυτομάτως, και η ιδέα μίας Ευρώπης ενωμένης δεν υφίσταται, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η ειρήνη δεν διαφαίνεται ως προοπτική στο εγγύς μέλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύονται και οι κανόνες του διεθνούς δικαίου αγνοούνται πλήρως. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι όσο δεν δίνεται ένα οριστικό τέλος στις εν λόγω βιαιότητες και τις εχθροπραξίες, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν και θα συνεχίσουν να επιβεβαιώνουν τις δυσοίωνες προβλέψεις των ρεαλιστών περί αδυναμίας επίτευξης διαρκούς ειρήνης και δόμησης του διεθνούς συστήματος βάσει των θεσμών και του διεθνούς δικαίου.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι ο πόλεμος «βάφει» με μελανά χρώματα το μέλλον της Ευρώπης, λειτουργώντας ως ταφόπετρα στο όνειρο της διακρατικής συνεργασίας, της ειρήνης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βέβαια, σε περιόδους κρίσης, κάθε ενέργεια έχει ένα θετικό ή αρνητικό αποτύπωμα στη διεθνή αλλά και στην ευρωπαϊκή σφαίρα, με αποτέλεσμα να είναι κρίσιμη ως και απαραίτητη μία οργανωμένη προσπάθεια κατά του πολέμου. Το μέλλον της Ευρώπης είναι εύθραυστο, όπως ακριβώς και η ειρήνη. Για αυτό και η ΕΕ πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα την ελευθερία και την δημοκρατία, ώστε να μην αποτελέσει η ειρήνη ένα μακρινό όνειρο και να μην καταστεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ανέφικτη.
Βιβλιογραφία/Πηγές:
Λίτσας Σ. (2023). Διεθνείς Σχέσεις από την αρχή: Θεωρητικοί Αναστοχασμοί. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Κουσκουβέλης Η. (2007). Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις. Εκδόσεις Ποιότητα.
Doughert J. (1992). Αναγνωστικές θεωρίες διεθνών Σχέσεων: Μία συνολική αποτίμηση. Εκδόσεις Παπαζήση.
Heywood A. (2013). Διεθνείς Σχέσεις και πολιτική στην παγκόσμια εποχή. Εκδόσεις Κρητική.
Morgenthau Η. (2018). Politics among Nations, The Struggle for Power and Peace. Εκδόσεις Ποιότητα.
Delegation of the European Union to the United States of America. (2024). EU Assistance to Ukraine (in U.S. Dollars). Europa.eu. Διαθέσιμο σε: https://www.eeas.europa.eu/delegations/united-states-america/eu-assistance-ukraine-us-dollars_en
Πηγή εικόνας:
Istock: CIL868. (2017). Διαθέσιμο σε: https://www.istockphoto.com/fr/photo/drapeau-de-lunion-europ%C3%A9enne-gm639894948-115601683